Το καπετανόπουλο

01/07/2012 - 05:56
Μια άξαφνη φυσιά του νοτιά, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος σε τούτο το ξεχασμένο από Θεούς κι αθρώπους μετερίζι, με τα σπαρτά τους να καίγονται σαν έρχεται καυτός λίβας, και τα ψαροκάικά τους να κιντυνεύουν σα φυσομανά ολονυχτίς...
Μια άξαφνη φυσιά του νοτιά, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος σε τούτο το ξεχασμένο από Θεούς κι αθρώπους μετερίζι, με τα σπαρτά τους να καίγονται σαν έρχεται καυτός λίβας, και τα ψαροκάικά τους να κιντυνεύουν σα φυσομανά ολονυχτίς κι αγρυπνούνε στο μουράγιο ξεσκούφωτοι άντρες και παλληκαράκια, πού και καμμιά καπετάνισσα, να σώσουν το βιος τους, σφάλιξε μ’ ένα τρομερό χτύπο την ξώπορτα.
Ένα χοντρό ξερόκλαδο, που και μερικά φύλλα ετοιμόρροπα, μπηγμένο γερά ανάμεσα τα δυο αψηλά παραθύρια, με τις σκονισμένες μπάλες να κρέμονται απάνω, τα λαμπιόνια να αναβοσβήνουν και το μικρό Άι-Βασίλη να ταξιδεύει θαρρείς από κλαδί σε κλαδί κι από μπάλα σε μπάλα και να ανεβαίνει ως την κορφή, κει που γυαλιστερό φαντάζει όλο μεγαλείο το πιο λαμπρό αστέρι, εκεί, που κι ο μικρός Τάσος ήθελε, όπως τ’ ονειρεύτηκε άμα χάθηκε μαζί με τη βάρκα ο πατέρας του κι απόμειναν με τη Φιλιώ τη μάνα του ολομόναχοι στον κόσμο ετούτο, να σκαρφαλώσει για να βεβαιωθεί πως ήτανε κει μέσα ο πατέρας του κατά που του λέγανε, για να πάψει πια να κλαίει, θύμιζε πως τούτα τα Χριστούγεννα δεν είχανε ούτε αρχή, μηδέ και τέλος. Άπου πνίγηκε, του Άι-Αναστάση ανήμερα, δυο μέρες πριν τη μεγάλη της Χριστιανοσύνης σκόλη, πέρσι, δεν το χαλάσανε το δέντρο.
- Θα το ξεστολίσει ο πατέρας σου· που ξέρει· είναι και πιο δυνατός, του έλεγε η μάνα του.
Και περίμενε καρτερικά ένα ολάκερο χρόνο!
- Πότε πια θα γυρίσει; Ρωτούσε, κι ένα μικρό γρομπαλάκι στεκόταν εκεί, στο λαιμό του μέσα.
- Θα ‘ρθει. Μη βιάζεσαι, ήταν στερεότυπη η απόκριση της Φιλιώς.
- Και πού είναι;
- Στο πιο λαμπρό αστέρι. Μπορεί και σ’ αυτό κει πάνω στην κορφή του δέντρου.
Γι’ αυτό κι απόψε θα ανέβαινε να τον λευτερώσει. Γιατί πληθύνανε τα γρομπαλάκια αντί να λιγοστέψουν, κατά που του λέγανε, και δεν μπόραγε πια να καταπιεί. Το σάλιο του, λες και γινότανε στάλες στα μάτια του.
Το αποφάσισε.
Άδικα βροντούσε την πόρτα και φώναζε το δίχρονο αγοράκι της η κυρά Φιλιώ. Καμμιά απόκριση. Κι η πόρτα σφαλιγμένη! Κι η κλειδωνιά από τη μέσα μπάντα! Ποτέ δεν έκλεινε. Εξόν τις νύχτες. Τι να συνέβηκε! Φίδια τη ζώσανε κι ο πανικός τη γιόμισε σκηνές φρίκης.
Φώναξε μερικές φορές, καμμιά απόκριση. Έδωνε δυνατές γροθιές στην ξώπορτα, έσπρωχνε να ανοίξει, τίποτα. Άρχισε να φωνάζει δυνατά, να ουρλιάζει κι έβλεπε το σπίτι ολάκερο να γκρεμίζεται.
Ακούσανε οι γειτόνοι, τρέξανε, τη μαζέψανε από το καλντερίμι, συνέφερε. Δώκανε μετά μια σπρωξιά, πετάχτηκαν μάνταλα και μεντεσέδες, φάνηκε έρημο το σπιτικό και μοναχά μια αδύναμη φωνούλα ακουγότανε.
- Πού είσαι πατερούλη;
Σιμώσανε ομπρός η μάνα πίσω οι αποδέλοιποι, κι έκπληκτοι αντικρίσανε το μικρό Τάσο σκαρφαλωμένο στο αψηλό παραθύρι να κρέμεται στο ξερόκλαδο σα χριστουγεννιάτικο στολίδι.
- Ψέματα λέτε! Πού είναι ο μπαμπάς;
Έτρεξε η Φιλιώ, τον άρπαξε μη σκορπίσει καταγής, τον έσφιξε στην αγκαλιά της.
- Φαίνετε πως έρχεται αγόρι μου.
- Με κοροϊδεύετε! Δε σας αγαπώ! Φώναξε πεισματωμένο το μικρό και βάλθηκε να τρέχει.
Τούτη τη φορά το βρήκανε αγκαλιά με του Άι-Αναστάση την εικόνα, στο μικρό του κρεβάτι.
Εκεί τον ηύρε κι ο ύπνος. Δεν μπόραγε να φάει.
Κι είδε λέει όνειρο, πως ο Άι-Βασίλης χέρι-χέρι με το Χριστό, του φέρνανε για δώρο ένα τεράστιο δέμα, και τ’ αποθέσανε μπροστά του. Τράβηξε αυτός ένα σπάγκο που ήτανε δεμένο, κι ώω! Θεέ μου, ξεπετάχτηκε από μέσα ολοζώντανος! Να τον χαϊδεύει! Και τον άκουσε καθαρά.
- Ξύπνα αγόρι μου. Γύρισα. Δεν σε κορόιδευε η μαμά σου.
Πετάχτηκε ο μικρός Τάσος, και χρειάστηκε να γεμίσει τσιμπιές μάγουλα και χέρια του για να σιγουρευτεί, πως δεν ήταν όνειρο μα αληθινό του Άι-Βασίλη το δώρο!
Τον έσφιξε τόσο δυνατά και τον φιλούσε, που δυσκολευτήκανε να τον ξεκολλήσουν από πάνω του.
Τον πετάξανε λέει τα μανιασμένα κύματα στην απεναντινή αχτή, τον πήρανε οι αλλόθρησκοι, τον γιατροπορέψανε μήνες πολλούς στο νοσοκομείο, και τον κρατήσανε στη δούλεψή τους.
Ένας ριψοκίνδυνος ψαράς, χωρίς να πει το μυστικό του, τον φυγάδεψε με τη βάρκα του, σαν έμαθε πως ήτανε της πρώτης του αγάπης, της Φιλιώς, ο άντρας.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey