
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
«Η λαϊκή τέχνη η έκφραση της Ελληνικής ψυχής»
Το 1988 δημιουργείται Σχολή Ταπητουργίας στον Σκουτάρο που θα λειτουργήσει μόνο για 10 περίπου χρόνια. Της ίδρυσής της προηγήθηκε το πρόγραμμα της Οικοτεχνίας από τον Εθνικό Οργανισμό Προνοίας στην Λέσβο με επικεφαλής την Μαρία Γιαλαμά Χατζηνικολάου που ήρθε στην Λέσβο και φρόντισε να θέσει τiς βάσεις ούτως ώστε η λαϊκή τέχνη και παράδοση να αποτελέσει πηγή εισοδήματος για περίπου 250 γυναίκες της Λέσβου.
Στον Οργανισμό Προνοίας και κατά συνέπεια στην Οικοτεχνία θα μπει τέλος, με απόφαση του τότε Υπουργού Ανδρέα Λοβέρδου, στα δύσκολα χρόνια της κρίσης παρά το γεγονός ότι μέσα από αυτή την δραστηριότητα φύλαξε ως κόρη οφθαλμού την παράδοση και αποτέλεσε πηγή εισοδήματος για τους ακρίτες.
Η συνέντευξη
Ποια η σημασία της Λαϊκής Τέχνης και πως δημιουργήθηκε η οικοτεχνία;
«Η λαϊκή τέχνη είναι προϊόν έκφρασης της Ελληνικής ψυχής είναι συνέχεια της Αρχαίας Ελληνικής τέχνης που δέχτηκε διάφορες επιδράσεις τις οποίες δημιουργικά τις ενσωμάτωσε και μας έδωσε ένα θησαυρό σχεδίων, τεχνικών, χρωμάτων που είναι πραγματικά Εθνικός Πλούτος.
Όμως όλος αυτός ο πλούτος κινδύνευε να χαθεί ύστερα από την μεταπολεμική εκβιομηχάνιση της χώρας. Αυτόν τον κίνδυνο να χαθούν όλα αυτά τα δημιουργήματα των ανώνυμων Ελλήνων τεχνιτών τον διέγνωσε έγκαιρα τότε Βασιλική Πρόνοια που μετονομάστηκε αργότερα σε Εθνικό Οργανισμό πρόνοιας και ενέταξε μέσα στα ποικίλα προγράμματα την οικοτεχνία πολύ δημιουργικά. Έτσι βρέθηκαν να δουλεύουν πολλές γυναίκες από την Κρήτη μέχρι τη Μακεδονία, από τη Θράκη ως την Ήπειρο και στα ελληνικά νησιά.
Τα σχέδια που έστελνε ο οργανισμός ήταν αντίγραφα από αρχαιολογικούς χώρους όπως είναι τα δελφίνια της Δήλου, τα δελφίνια της Κνωσού, ο Τρίτων της Ρόδου που δείχνει συνέχεια της φυλής μας και τη συνέπεια δεν την αρχαιότητα με το σήμερα.
Επίσης σχέδια σπουδαίων Ελλήνων ζωγράφων όπως του Γιάννη Τσαρούχη, του Γιάννη Μόραλη, του Σπύρου Βασιλείου, του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα επιστρατεύτηκαν και κοσμούσαν χαλιά τοίχων.
Δημιουργήθηκε έτσι μία μεγάλη κίνηση προστασίας λαϊκών έργων τα οποία βοήθησαν το οικογενειακό εισόδημα των ακριτικών περιοχών έτσι δημιουργήθηκαν 57 ταπητουργία σε διάφορες περιοχές της χώρας, αντιγράφοντας πάντοτε ελληνικά σχέδια, σχέδια από την ελληνική παράδοση και την φύση.
Εγώ ήμουν διοικητικός υπάλληλος αλλά όταν προέκυψε η ανάγκη να δημιουργηθεί οικοτεχνία στη Λέσβο δέχθηκα με χαρά να έρθω. Εργάστηκα στην οικοτεχνία και νομίζω ότι πέτυχα πολλά πράγματα γιατί -ας μην θεωρηθεί εγωιστικό - ήταν δικό μου δημιούργημα η δουλειά σε αυτό το χώρο στη Λέσβο».
Ποια η συμβολή της Λέσβου στην Οικοτεχνία;
«Δουλέψαμε πάρα πολλές γυναίκες περίπου 200 σε μαξιλάρια, χαλιά, τραβέρσες και άλλα χρηστικά είδη, γιατί αυτός ήταν και ο ρόλος να έχουν μία πρακτική αξία τα διακοσμητικά αυτά σχέδια.
Στην Λέσβο υπήρχαν κυρίως χωριά που είχαν μία δυνατή λαϊκή παράδοση στα έργα αυτά. Τέτοιες περιοχές ήταν η Φίλια, η Αγία Παρασκευή, η Άντισσα, το Πλωμάρι, η Στύψη.
Τα έργα που στέλναμε στην Αθήνα για να πουληθούν στα πρατήρια του οργανισμού- και να υπάρχει δυνατότητα συνέχισης του έργου των γυναικών εδώ- ήταν εξαιρετικά. Την ώρα που βγαίνουν ακόμα που τα δέματα πωλούνταν την ίδια στιγμή. Ήτανε υπέροχα τόσο που νόμιζε κανείς ότι δεν τα έφτιαξε ανθρώπινο χέρι».
Πόσο λειτούργησε η Σχολή Ταπητουργίας στον Σκουτάρο;
«Ο πρόεδρος του οργανισμού τότε, είχε μία ιδιαίτερη σχέση με τον Σκουτάρο και παρά την εισήγησή μου επέλεξε το ταπητουργείο να γίνει στον Σκουτάρο όπως και έγινε.
Η Σχολή Ταπητουργίας του Σκουτάρου λειτούργησε από το 1988 μέχρι το 1998 για περίπου δέκα χρόνια. Βγαίνοντας από τη σχολή αυτή, αφού οι μαθήτριες είχαν κάνει ένα συγκεκριμένο αριθμό κόμβων έπαιρναν ως δώρο έναν αργαλειό και όλα τα μαλλιά που χρειάζονταν και τα νήματα για να κάνουν ένα δικό τους χαλί και μπορούσαν να εργαστούν και στο σπίτι τους για τρίτους».
Πως τέλειωσε αυτό το ταξίδι;
«Όταν ήρθαν τα δύσκολα στην οικονομία ο Εθνικός Οργανισμός Πρόνοιας έκλεισε. Το 2010 με απόφαση του τότε Υπουργού Ανδρέα Λοβέρδου μπήκε κλειδί ξαφνικά σε όλη αυτή την υπέροχη δουλειά που φύλαξε ως κόρην οφθαλμού την παράδοση.
Για την ιστορία ήθελα να σας πω έπειτα από το απρόσμενο τέλος των δραστηριοτήτων της Οικοτεχνίας όλος ο πλούτος που έμενε στα πρατήρια και ήταν έτοιμος για πώληση βρέθηκε αποθηκευμένος σε μεγάλες αποθήκες στον Πειραιά και από τότε μένει εκεί.
Βεβαίως γίνονται απεντομώσεις και ενέργειες προστασίας του υλικού αλλά όλος αυτός ο πλούτος υπολογίζεται ότι είναι γύρω στα 3,7 με 4 εκ. ευρώ μένει ανεκμετάλλευτος και με κίνδυνο κάποια στιγμή να καταστραφούν κάποια αντικείμενα ήδη ένα θα μπορούσε να ήταν διοχετεύτηκε να είχαν αξιοποιηθεί».
Από τις θέσεις που υπηρετήσατε τι περισσότερο αγαπήσατε;
«Αναπολώ με συγκίνηση το πολύπίκοιλο κοινωνικό έργο στον Εθνικό Οργανισμό Πρόνοιας( Τομέας Σπιτιών Παιδιού, Αστικό Κέντρο , Οικοτεχνία). Ήταν ένα ταξίδι με ιδιαιτερότητες, δυσκολίες, αλλά και λεπτές συγκινήσεις και ικανοποίηση που η κοινωνική προσφορά στου δίνει. Τελευταίος σταθμός η οικοτεχνία στη Λέσβο, υπέροχες οι γυναίκες που συνεργάστηκα. Υπεύθυνες, αξιοπρεπείς, συνεπείς με καλαισθησία και μεράκι. Δεν μπορώ ούτε θέλω καμιά τους να ξεχάσω».
Θεωρείτε ότι σήμερα μπορούν να συνεχιστούν οι οικοτεχνικές δραστηριότητες;
«Προσωπικά θεωρώ ότι η διατήρηση της λαϊκής τέχνης και η ενίσχυση του βιοτικού επιπέδου των ακριτικών περιοχών της πατρίδας μας, κύριοι στόχοι του προγράμματος της οικοτεχνίας, δεν είναι αγαθά μετρήσιμα και συγκρίσιμα με τον προϋπολογισμό του προγράμματος της οικοτεχνίας που παρουσίασε αρνητικό πρόσημο εσόδων πριν την κατάργησή του.
Ένα καλύτερο μάρκετινγκ των χειροποίητων έργων μέσα σε ένα τόσο θετικό τουριστικό κλίμα της χώρας, σήμερα, σίγουρα θα επηρέαζε θετικά τα οικονομικά της οικοτεχνίας και θα συντελούσε στην βιωσιμότητά της.
Άραγε δεν θα μπορούσαν τα έργα αυτά να διεκδικήσουν ένα δυναμικό ελληνικό παρόν στις αγορές της Ευρώπης και να καθιερωθούν για τα δικά λαϊκά μοτίβα και τις πατροπαράδοτες τεχνικές;
Ασφαλώς και χρειάζεται προηγουμένως σχετική έρευνα δεδομένων και κυρίως πολιτική βούληση».