
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Σούλα Μπόζη: Ο γευστικός πολιτισμός των Ρωμιών της Πόλης και της Μικράς Ασίας, Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2021, σελ. 480
«Μπορεί κάποιος διαβάζοντας τον τίτλο του βιβλίου σας να νομίσει ότι παρουσιάζετε συνταγές. Όμως δεν είναι έτσι, καθώς μέσα από το υλικό του ζωντανεύουν εικόνες μιας άλλης εποχής. Σαν να βλέπουμε σκηνές από μια ταινία που μας γυρνά πίσω στον χρόνο. Μέσα από τις σελίδες ξεπηδούν πρόσωπα, μαγαζιά και γειτονιές… Για παράδειγμα γράφετε για τις λαϊκές ταβέρνες, τα καπηλειά αλλά και τις… ποτοαπαγορεύσεις στην Κωνσταντινούπολη όπου μεταξύ άλλων μαθαίνουμε ότι ο Ιωάννης ο Παλαιολόγος τον 15ο αιώνα, έδινε το δικαίωμα στους Βενετούς να διατηρούν στην Πόλη 15 καπηλειά. Αναφέρεστε στο ποιοι σύχναζαν σε αυτά αλλά και τις σπεσιαλιτέ τους. Κάνετε ακόμα γνωστό ότι το 1606 απαγορευόταν στην Κωνσταντινούπολη η παραγωγή ούζου και κρασιού. Δίνετε στοιχεία για φημισμένα εστιατόρια, για τα παραδοσιακά ζαχαροπλαστεία και τα θαυμάσια λουκούμια τους παραθέτοντας σε όλες τις ενότητες του βιβλίου σπάνιο φωτογραφικό υλικό. Μιλάτε ακόμα για τον καφέ στο πολίτικο σπίτι αλλά και το πως εξελίχθηκαν τα καφενεία μέσα στον χρόνο καθώς και για εκείνα που έπαιρναν το τσάι τους οι κυρίες της καλής κοινωνίας στη Μεγάλη Οδό του Πέραν και τόσα ακόμα πράγματα. Τα πανηγύρια, τα γιορτινά έθιμα, τις αγορές της Πόλης…» ρώτησε η Αγγελική Παπαθανασίου σε συνέντευξη στη ΕΡΤ τη Σούλα Μπόζη για τον παρόν βιβλίο για να απαντήσει η γνωστή ερευνήτρια και λαογράφος:
«Το βιβλίο μου αυτό δεν έχει συνταγές μαγειρικής. Για τις Πολίτικες γεύσεις που αποτελούν την πρώτη ενότητα του βιβλίου αναφέρονται με μεγάλη λεπτομέρεια οι πρώτες ύλες και οι αγορές από τις οποίες προμηθεύονταν τα υλικά. Η κουζίνα στο ρωμαίικο σπίτι με τα γιορτινά έθιμα, στον ετήσιο κύκλο και στον κύκλο της ζωής. Επίσης και οι γευστικές παραδόσεις έξω από το ρωμαίικο σπίτι όπως τα εστιατόρια, καπηλειά, οι λαϊκές ταβέρνες, τα σύγχρονα εστιατόρια, τα ζαχαροπλαστεία. Γίνεται μια ειδική αναφορά στην παλατιανή κουζίνα και τελειώνει με την ιστορία του καφέ. Νομίζω ότι ο αναγνώστης μπορεί να το διαβάσει σαν παραμυθία και ο εκάστοτε ερευνητής να επωφεληθεί από τα πολλαπλά στοιχεία για τη δική του εργασία. Όσο για τη Μικρασιατική κουζίνα της οποίας οι ενότητες μαζί με την Πολίτικη συνθέτουν το γευστικό πολιτισμό της καθ’ ημάς Ανατολής, αποτέλεσε παράδοση τοπικών γεύσεων, η οποία στις μέρες μας εκεί ξεχάστηκε. Την τελευταία δεκαετία σε πολλά πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής ξεκίνησαν και γράφονται μελέτες για τον πολιτισμό της γεύσης, μέσα σ’ αυτό το πνεύμα αποφάσισα να γράψω μία μελέτη για τον γευστικό πολιτισμό των Ρωμιών της καθ’ ημάς Ανατολής, όπου μία παράδοση χιλιετιών στις μέρες μας πλέον, εκμηδενίστηκε, όχι μόνο στη Μικρά Ασία, αλλά σχεδόν και στην Πόλη».
Όπως διαβάζουμε στον πρόλογο του βιβλίου «Η πλούσια και ανεξάντλητη διατροφική παράδοση των Ρωμιών της Πόλης, όπως και οι αντίστοιχες παραδόσεις και μνήμες των Μικρασιατών, ολοκλήρωσαν τον κύκλο των επισιτιστικών παραδόσεων μιας τεράστιας σε έκταση γεωγραφικής περιοχής, όπου έζησε και πρόκοψε ο Ελληνισμός αδιάλειπτα επί χιλιετίες. Μετά την καταστροφή του 1922 και τη συνθήκη της Λωζάνης (1924), οι Μικρασιάτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις προγονικές τους εστίες. Παρά τις κακουχίες, την απόρριψη και την υποτίμηση που βίωσαν τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς, μετέφεραν στην Ελλάδα μια πλούσια πολιτισμική παράδοση, εμπειρίες, γνώσεις και πρακτικές πρωτόγνωρες για την τότε νεοελληνική πραγματικότητα, αναζωογονώντας την με νέα έθιμα, συνταγές και συμπεριφορές γύρω από την "ιεροτελεστία του τραπεζιού". Αναμφισβήτητα, η Πολίτικη κουζίνα με τις τοπικές κουζίνες της Θράκης, της Ιωνίας, της Καππαδοκίας και του Πόντου, εμπλούτισε, μετά το 1922-1924, τον κορμό της λιτής νεοελληνικής κουζίνας με νέες πρωτόγνωρες γεύσεις».
Αλέξανδρος Λάμπρου (επιμέλεια): Πόλεμος και προσφυγιά. Πρόσφυγες από την Ελλάδα: Τουρκία, Μέση Ανατολή, Αφρική 1941 -1946, Εκδόσεις Επίκεντρο, Αθήνα 2021, σελ. 248
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής δεκάδες χιλιάδες χριστιανοί, μουσουλμάνοι και εβραίοι από την Ελλάδα και τα Δωδεκάνησα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους διαφεύγοντας στην Τουρκία. Από εκεί, οι περισσότεροι μεταφέρθηκαν σε διάφορες τοποθεσίες στη Μέση Ανατολή και την Αφρική, όπου και εγκαταστάθηκαν σε προσφυγικούς καταυλισμούς και στρατόπεδα μέχρι και τον επαναπατρισμό τους το 1945-46. Ο παρών συλλογικός τόμος φιλοξενεί έξι κείμενα πάνω σε αυτήν την ελάχιστα γνωστή προσφυγική κίνηση. Το καθένα διαπραγματεύεται και μια διαφορετική όψη της "μεσανατολίτικης" προσφυγικής εμπειρίας κατά τη διάρκεια του πολέμου: την διαφυγή των μουσουλμάνων και εβραίων της χώρας, το ρόλο του λιμού στην έξοδο των κατοίκων της Χίου, την αντίδραση της Τουρκίας, την επίδραση της προσφυγιάς στον Εμφύλιο στη Σάμο. Πιο συγκεκριμένα οι εργασίες του βιβλίου είναι οι παρακάτω:
Αλέξανδρος Λάμπρου: Πληθυσμιακός εκτοπισμός σε Τουρκία και Μέση Ανατολή και Αφρική, 1941-1945, Βιολέττα Χιονίδου: «Αν δε φεύγαμε εμείς, θα πεθαίναμε όλοι μαζί»: Διαφυγή από τον λιμό, Χίος 1941-1944, Δημήτρης Θρασυβούλου: Οι μεσανατολίτες Συρματάδες και ο Εμφύλιος στη Σάμο. Μια ιστορία σε συνέχειες, Καρίνα Λάμψα: Η απόδραση των Εβραίων από την Ελλάδα, 1943-1944,
Γεώργιος Νιάρχος: Η έξοδος των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης στη δεκαετία του 1940, Αλέξανδρος Λάμπρου: Η διαχείριση των προσφύγων του Β' Παγκοσμίου Πολέμου από την Τουρκία.
Ο επιμελητής του τόμου και συγγραφέας δύο εργασιών είναι ιστορικός με ειδίκευση στην ιστορία της Μέσης Ανατολής και της Τουρκίας.