
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Με καταγωγή από την Λέσβο
Το ημερολόγιο γράφει 1970 όταν ένα 20χρονο μελαχρινό κορίτσι περνά, δειλά – δειλά, την πύλη των ιστορικών στούντιο της Columbia για να κάνει την παρθενική του ακρόαση. Λέει ένα λαϊκό τραγούδι και ο επίσης νεαρός παραγωγός της «ΜΙΝΩΣ», που βρίσκεται εκεί για τις ανάγκες της ηχογράφησης του δίσκου «Ο Νταλάρας τραγουδά Καλδάρα», τη ρωτάει: «Κοριτσάκι μου, ξέρεις να μάς πεις κανένα άλλο τραγούδι;». «Ξέρω» απαντά εκείνη κι αρχίζει να τραγουδά το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι». Μένουν όλοι με το στόμα ανοιχτό. Το κορίτσι ήταν η Χαρούλα Αλεξίου και ο παραγωγός που διέκρινε αμέσως το ταλέντο της και τής άνοιξε τον δρόμο για την τεράστια καριέρα που διέγραψε στη συνέχεια, ο Αχιλλέας Θεοφίλου.
Δεν ήταν, όμως, μόνον η Αλεξίου που ανακάλυψε ο θρυλικός δισκογραφικός παραγωγός, που έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 79 ετών. Δικά του «παιδιά» ήταν και ο Γιάννης Πάριος, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, η Άννα Βίσση και πολλά ακόμα μεγάλα αστέρια του ελληνικού τραγουδιού.
Επιπλέον, ήταν ο άνθρωπος στον οποίο εμπιστεύθηκαν την παραγωγή των δίσκων τους οι μεγαλύτεροι Έλληνες συνθέτες, μεταξύ των οποίων ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Γιάννης Μαρκόπουλος και ο Απόστολος Καλδάρας, ο Δήμος Μούτσης, ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Γιάννης Σπανός, ο Μάνος Λοΐζoς, ο Θάνος Μικρούτσικος.
Είναι σαφές λοιπόν πως η προσωπική επαγγελματική διαδρομή του Αχιλλέα Θεοφίλου στην ελληνική δισκογραφία ταυτίζεται με ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού, από το 1970 κι έπειτα. Κι αυτό αποδεικνύεται περίτρανα από τους δεκάδες δίσκους στην παραγωγή των οποίων έβαλε την υπογραφή του, πολλοί εκ των οποίων ιστορικοί: Από τα «18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας», «Αρκαδία 6» και «Της Εξορίας» του Μίκη Θεοδωράκη μέχρι τη «Μικρά Ασία» του Απόστολου Καλδάρα και την «Ιθαγένεια» του Γιάννη Μαρκόπουλου, από τα «Καλημέρα Ήλιε», «Τραγούδια του Δρόμου», «Τα Τραγούδια της Χαρούλας» και «Τα Τραγούδια μας» του Μάνου Λοΐζoυ μέχρι τα «Η ζωή μου κύκλους κάνει» και «Η αγάπη είναι ζάλη» της Χάρις Αλεξίου, από τα «Νυχτερίδες κι αράχνες» και «Υπάρχω» του Στέλιου Καζαντζίδη μέχρι το «Τολμώ» της Μαρινέλλας, από τα «Στα ψηλά τα παραθύρια» και «50 Χρόνια Ρεμπέτικο Τραγούδι» του Γιώργου Νταλάρα μέχρι τα «Πιο καλή η μοναξιά», «Τα νησιώτικα» και «Σαν τρελό φορτηγό» του Γιάννη Πάριου κι από τα «Φοβάμαι», «Χαιρετίσματα» και «Χρόνια Πολλά» του Βασίλη Παπακωνσταντίνου μέχρι τα «Λέγε ό,τι θες» και «Δεν πάω πουθενά» του Βασίλη Καρρά…!
Η εξέλιξη του Αχιλλέα Θεοφίλου σε έναν από τους κορυφαίους παραγωγούς της εγχώριας δισκογραφίας μπορεί να μην αποτελούσε εξαρχής στόχο για εκείνον, σε καμία περίπτωση όμως δεν ήταν τυχαία. Γιατί ο νεαρός εκείνος που γεννήθηκε στην Μυτιλήνη, πριν βρεθεί το 1970 στην δισκογραφική εταιρεία ΜΙΝΩΣ, είχε καλλιεργήσει τις γνώσεις του αλλά και τα κοινωνικοπολιτικά αντανακλαστικά του με σπουδές Πολιτικών Επιστήμων στη Γενεύη και Κοινωνιολογίας στο Παρίσι. Εκεί, στην Πόλη του Φωτός, γνώρισε και συνδέθηκε φιλικά με σπουδαίους Έλληνες των τεχνών και των γραμμάτων όπως ο Βασίλης Βασιλικός, ο Νίκος Κούνδουρος, ο Κώστας Γαβράς, ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Η σκέψη του, το πνεύμα του και η αισθητική του, δηλαδή, είχαν διαμορφωθεί μέσα από μια παρέα εκλεκτών, σκεπτόμενων και δημιουργικών ανθρώπων.
Γι' αυτό και ο Μίνωας Μάτσας, δυο μόλις μήνες αφότου είχε πάει στην εταιρεία του προκειμένου να εργαστεί στο γραφείο τύπου, τον έριξε στα βαθιά και τον έβαλε μέσα στα στούντιο, εκεί όπου γραφόταν μουσική ιστορία. Κι απ' ότι αποδείχτηκε το ένστικτό του ήταν πολύ σωστό μιας και πολύ σύντομα ο Αχιλλέας Θεοφίλου ανέλαβε τη διεύθυνση παραγωγής της εταιρείας.
Χαρισματικός, καλλιεργημένος αλλά και ευγενής και προσγειωμένος, ο Θεοφίλου δεν ήταν ένας απλός παραγωγός αλλά ο ενορχηστρωτής κάθε δισκογραφικής δουλειάς που αναλάμβανε. Καθοδηγούσε τους δημιουργούς ως προς το μουσικό ύφος που θα κινηθούν, τούς υποδείκνυε τους κατάλληλους ερμηνευτές, επέλεγε τους μουσικούς, οσμιζόταν τα νέα ταλέντα και την επιτυχία από χιλιόμετρα.