
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Η Νάντια Λιαρέλλη μιλά στο «Ε» για το νέο της βιβλίο, που παρουσιάζεται στη Μυτιλήνη την Κυριακή το πρωί
«Ο Ρίκος, ο Ριρίκος και η μικρή Γλυκερία» είναι το δεύτερο βιβλίο της Νάντιας Λιαρέλλη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αιολίδα». Πρόκειται για ένα παραμύθι για μικρούς και για μεγάλους, που στους πρώτους μήνες κυκλοφορίας του κέρδισε τις καρδιές χιλιάδων αναγνωστών.
«Ο Ρίκος, ο Ριρίκος και η μικρή Γλυκερία» είναι το δεύτερο βιβλίο της Νάντιας Λιαρέλλη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αιολίδα». Πρόκειται για ένα παραμύθι για μικρούς και για μεγάλους, που στους πρώτους μήνες κυκλοφορίας του κέρδισε τις καρδιές χιλιάδων αναγνωστών.
Σε μία πραγματικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη στο «Ε», η συγγραφέας Νάντια Λιαρέλλη μιλάει για το πνευματικό της στερνοπούλι, αποκαλύπτοντας τι την οδήγησε στη συγγραφή του παραμυθιού και το πώς πραγματεύτηκε μέσα από μια συγκινητική ιστορία, έννοιες όπως η ανεκτικότητα, η ανθρωπιά, η οικογενειακή συνοχή και η προσφορά στο συνάνθρωπο.
Την Κυριακή στις 11:00 το πρωί θα πραγματοποιηθεί η παρουσίαση του βιβλίου στο Δημοτικό Θέατρο Μυτιλήνης. Ομιλητές θα είναι η Μαρία Σπανέλλη, νηπιαγωγός, ο Κώστας Μανιατόπουλος, ζωγράφος και διευθυντής του Μουσείου Τεριάντ, και ο Στρατής Μπαλάσκας, αρχισυντάκτης τού «Ε».
Πώς εμπνευστήκατε στο βιβλίο;
«Παρατηρώ καθημερινά γύρω μου μια κοινωνία να γίνεται διαρκώς εχθρική και τον πιο κακό της εαυτό να τον δείχνει απέναντι στα παιδιά. Τα παιδιά το μόνο που ζητάνε από εμάς και έχουν πραγματικά ανάγκη, είναι να τους δίνουμε προσοχή. Δυστυχώς οι περισσότεροι γονείς, εγκλωβισμένοι στα προβλήματά τους, συχνά παραμελούν το αυτονόητο απέναντι στα παιδιά τους.
Επίσης ένα μεγάλο ζήτημα που απασχολεί την ελληνική κοινωνία σήμερα, και κανείς δε μιλά ανοιχτά γι’ αυτό, είναι το θέμα της ξενοφοβίας. Επισκεπτόμενη συχνά τη Μυτιλήνη, διαπιστώνω από κοντά το δράμα των μεταναστών, ανάμεσα στους οποίους υπάρχουν πολλά μικρά παιδιά. Ήθελα λοιπόν μέσα από το βιβλίο μου να δώσω σε μικρούς, αλλά και σε μεγάλους, ένα ερέθισμα ώστε να προβληματιστούν απέναντι στο ζήτημα της ξενοφοβίας. Τα μικρά καλικαντζαράκια, που από την παράδοση έχουν καταγραφεί στη συνείδησή μας ως πλάσματα τρομακτικά, γίνονται οι καλύτεροι φίλοι ενός μικρού κοριτσιού, της Γλυκερίας, και στη συνέχεια κερδίζουν την αγάπη ολόκληρης της οικογένειάς της».
Πώς μπήκαν τα καλικαντζαράκια στο παραμύθι;
«Είναι παλιά ιστορία. Πριν από χρόνια, μια παγωμένη νύχτα βρισκόμουν στη Θεσσαλονίκη, στην Πλατεία Αριστοτέλους. Δεν υπήρχε κόσμος και οι λάμπες φωτισμού σε συνδυασμό με το αραιό χιόνι που έπεφτε, δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα που πραγματικά θύμιζε τις νύχτες από τις ιστορίες με τους καλικάντζαρους που ακούγαμε όταν είμαστε μικροί. Μάλιστα, ο εικονογράφος Χαρίδημος Μπιτσακάκης, χωρίς να του έχω διηγηθεί αυτή την ιστορία, δημιούργησε μια εικόνα μέσα στο βιβλίο πραγματικά ίδια με αυτή που είχα αντικρίσει τότε. Η έκπληξή μου όταν την είδα, ήταν τεράστια και θέλω με την ευκαιρία να τον ευχαριστήσω, γιατί η ζωγραφιές του πραγματικά αγκάλιασαν και ανέδειξαν με τον ιδανικότερο τρόπο την ιστορία».
Για τη διαφορετικότητα
Ποια είναι η κεντρική ιδέα του βιβλίου;
«Όλο το βιβλίο βασίζεται στην έννοια της διαφορετικότητας και το πώς αυτή αντιμετωπίζεται. Δυστυχώς η διαφορετικότητα δεν αντιμετωπίζεται πάντα και από όλους το ίδιο. Αναμφίβολα, η χειρότερη αντιμετώπισή της είναι ο ρατσισμός, ο οποίος έχει πολλά πρόσωπα.
Είναι κοινωνικός, φυλετικός, ταξικός, οικονομικός και εμφανίζεται ακόμα με πλείστες άλλες μορφές στην καθημερινότητά μας. Στην ιστορία μας, λοιπόν, καταρρίπτονται πολλοί από τους τύπους του ρατσισμού, που δυστυχώς συναντάμε και στη δική μας κοινωνία.
Η μικρή Γλυκερία καλείται να δείξει ανθρωπιά βοηθώντας δύο χαμένα καλικαντζαράκια να ξαναβρούν τους γονείς τους. Ανακαλύπτει πως είναι και αυτά παιδιά, με τις ίδιες ανάγκες όπως αυτή, παρά τη διαφορετικότητά τους.
Ακόμα, η περιπέτεια των μικρών της φίλων τη βάζει στη διαδικασία να αναρωτηθεί τι θα έκανε η ίδια χωρίς τους δικούς της γονείς.
Η καλοαναθρεμμένη και με όλα τα καλά του κόσμου Γλυκερία έρχεται αντιμέτωπη με μία εντελώς διαφορετική πραγματικότητα από τη δική της, που εμπεριέχει φτώχεια, ελλείψεις και δυσκολίες.
Τρία πλάσματα από διαφορετικούς κόσμους ενώνονται και δουλεύουν ως ομάδα. Το ένα παιδί μαθαίνει από το άλλο και όλα μαζί παίρνουν ένα μάθημα για το πώς να χρησιμοποιούν τις δεξιότητες που έχουν λάβει από το περιβάλλον τους, προκειμένου να βοηθήσουν το συνάνθρωπό τους.
Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση, τα παιδιά καταφέρνουν να κάνουν και τους γονείς τους να συμφιλιωθούν μεταξύ τους, καταρρίπτοντας τα στερεότυπα που είχαν διαμορφώσει τη σχέση μεταξύ των δύο κόσμων από τους οποίους προέρχονται. Ταυτόχρονα, όλα τα παιδιά κερδίζουν την προσοχή των γονιών τους, κάτι που γι’ αυτά είναι το σημαντικότερο ζητούμενο.

Παραβολικά στη θέση που βρίσκονται τα καλικαντζαράκια, θα μπορούσε να είναι ορισμένα από τα χιλιάδες παιδιά των μεταναστών».
Κι η οικογένεια
Η έννοια της οικογένειας παρουσιάζεται με ιδιαίτερη έμφαση στο βιβλίο.
«Η έννοια της οικογένειας είναι ανεπτυγμένη μέσα στο βιβλίο. Οι γονείς τόσο της Γλυκερίας όσο και των μικρών καλικαντζάρων αγωνιούν και νοιάζονται για τα παιδιά τους. Μάλιστα οι γονείς της Γλυκερίας δείχνουν πως ακούν το παιδί τους και τη βοηθούν να βρει τους γονείς των μικρών της φίλων.
Η Γλυκερία με τη συμπεριφορά της ενεργοποιεί την πραγματική συνοχή που έχει η οικογένεια και οι γονείς της ανταποκρίνονται με στοργή, αγάπη, ανθρωπιά, διάθεση για προσφορά και πραγματική επικοινωνία.
Τα παιδιά δείχνουν το δρόμο στους γονείς μέσα από το δικό τους κόσμο και αυτό συμβαίνει ακριβώς επειδή υπάρχει αυτή η πραγματική συνοχή μέσα στην οικογένεια. Και ο δρόμος που μας δείχνουν τα παιδιά για τον κόσμο, είναι ο δρόμος των αγνών συναισθημάτων, χωρίς υστεροβουλία και ανεπηρέαστος από τα στερεότυπα που μας οδηγούν σε ρατσιστικές αντιλήψεις και συμπεριφορές».
Θυμάστε έναν τέτοιο κόσμο ως παιδί;
«Βέβαια. Όταν ήμουν μικρή ταξίδευα με τον πατέρα μου που ήταν ναυτικός. Σε ένα ταξίδι, στο λιμάνι του Λάγος της Νιγηρίας, καθώς περπατούσαμε βρεθήκαμε μπροστά σε ένα σχολείο με παιδάκια που έκαναν μάθημα. Η αίθουσα ήταν απλά ένα υπόστεγο με θρανία και έναν πίνακα. Αμέσως έτρεξα και κάθισα μαζί με τα υπόλοιπα παιδάκια και ήθελα κι εγώ να βρίσκομαι εκεί. Ήθελα να παίζω μαζί με τα υπόλοιπα παιδάκια και δε με ένοιαζε καθόλου ούτε το χρώμα τους, ούτε ότι μιλούσαν διαφορετική γλώσσα. Το ίδιο έκαναν και αυτά, και πραγματικά θυμάμαι πως ήταν από τις ομορφότερες στιγμές στα ταξίδια που έκανα με τον πατέρα μου. Έχω ακόμα τις φωτογραφίες που είμαι ανάμεσα στα υπόλοιπα παιδάκια. Μέχρι να φύγουμε από το λιμάνι, ζητούσα από τον πατέρα μου να με πηγαίνει κάθε μέρα. Ήθελα να παίξω και τα υπόλοιπα παιδάκια ήθελαν το ίδιο. Καταλάβαινα τα υπόλοιπα παιδιά και με καταλάβαιναν κι αυτά, και ας μη μιλούσαμε την ίδια γλώσσα. Στον κόσμο των παιδιών τα πράγματα είναι τόσο απλά».
Κι ο ρόλος της «Αιολίδας»
Γιατί επιλέξατε την «Αιολίδα» και όχι ένα μεγάλο εκδοτικό οίκο;
«Επέλεξα για δεύτερη φορά τις εκδόσεις “Αιολίδα” γιατί οι άνθρωποι εκεί καταθέτουν πραγματικά την ψυχή τους σε κάθε δουλειά που αναλαμβάνουν.
Τους εκδοτικούς οίκους δεν τους κάνουν ούτε τα ονόματα ούτε οι κυκλοφορίες. Τους κάνουν οι άνθρωποι με το μεράκι τους και την αγάπη τους γι’ αυτό που κάθε φορά αναλαμβάνουν.
Εμπιστεύτηκα λοιπόν το δεύτερο πνευματικό μου “παιδί” στους ανθρώπους της “Αιολίδας” και όπως όλοι μπορούν να διαπιστώσουν, το αποτέλεσμα πραγματικά είναι άριστο. Αξίζουν πολλά “μπράβο” στη Μυρτώ Παπαδέλλη για το αισθητικό αποτέλεσμα του βιβλίου και στο Φώτη Γιαννάκη, για τον επαγγελματισμό του στην τυπογραφική δουλειά, της οποίας το αποτέλεσμα, πιστέψτε με, ζηλεύουν πολλοί από τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους».