Διεθνώς αναγνωρίζεται ότι το ελαιόλαδο είναι ένα εξαιρετικά υγιεινό προϊόν κι αυτό το κάνει περιζήτητο από εκατομμύρια καταναλωτές σε όλο τον κόσμο. Κι όμως, αντί οι ελαιοπαραγωγοί να απολαμβάνουν ένα καλό εισόδημα, βλέπουν την οικονομική τους κατάσταση να χειροτερεύει από χρόνο σε χρόνο.
Διεθνώς αναγνωρίζεται ότι το ελαιόλαδο είναι ένα εξαιρετικά υγιεινό προϊόν κι αυτό το κάνει περιζήτητο από εκατομμύρια καταναλωτές σε όλο τον κόσμο. Κι όμως, αντί οι ελαιοπαραγωγοί να απολαμβάνουν ένα καλό εισόδημα, το οποίο θα καταγράφει σαφή σταδιακή άνοδο, βλέπουν την οικονομική τους κατάσταση να χειροτερεύει από χρόνο σε χρόνο. Την περασμένη Τρίτη, δόθηκε στη δημοσιότητα από την ΠΑΣΕΓΕΣ, μια εκτενής έκθεση για την πορεία του κλάδου της ελαιοκομίας, που καταγράφει ορισμένα εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία. Συγκεκριμένα, διαπιστώνει μείωση της κατανάλωσης ελαιολάδου στην εσωτερική αγορά, μείωση των εξαγωγών χύμα ελαιολάδου, μεγάλα αποθέματα ελαιολάδου στη χώρα από την περυσινή χρονιά και ταυτόχρονα υπερπαραγωγή ελαιολάδου στην Ισπανία.
Το σημαντικότερο στοιχείο, κατά την άποψη μας, που προκύπτει από την έκθεση της ΠΑΣΕΓΕΣ, είναι η μείωση της εγχώριας κατανάλωσης ελαιολάδου από τους 250.000 τόνους το 2008 στους 228.000 τόνους το 2009 και το 2010. Στις παραπάνω ποσότητες περιλαμβάνονται η αυτοκατανάλωση ελαιολάδου από τους περίπου 700.000 ελαιοπαραγωγούς που έχει η χώρα μας, η κατανάλωση χύμα ελαιολάδου και η κατανάλωση τυποποιημένου ελαιολάδου, που δεν ξεπερνάει τους 50.000 τόνους, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των φορέων των τυποποιητών ελαιολάδου. Η αυτοκατανάλωση ελαιολάδου αποτελεί τον κύριο όγκο της συνολικής κατανάλωσης καθώς στους 700.000 ελαιοπαραγωγούς, θα πρέπει να προσθέσουμε τις οικογένειες τους, τους συγγενείς και τους φίλους τους.
Η πτώση της κατανάλωσης προέρχεται από τον τομέα του τυποποιημένου ελαιολάδου διότι η λιανική τιμή του σε σχέση με τη λιανική τιμή του χύμα ελαιόλαδου, είναι πολύ υψηλή. Ένα κιλό χύμα ελαιόλαδο πωλείται προς τρία ευρώ από τον παραγωγό στον καταναλωτή, ενώ ένα κιλό τυποποιημένο λάδι πωλείται από 5,5 ευρώ ως επτά ευρώ περίπου στον καταναλωτή. Η ΠΑΣΕΓΕΣ εκτιμά πως η μείωση της κατανάλωσης, είναι αποτέλεσμα της μεγάλης διαφοράς της τιμής του ελαιολάδου με τα σπορέλαια. Η αλήθεια είναι πως υπάρχει μεγάλη διαφορά στις τιμές, ωστόσο η ψαλίδα τα τελευταία χρόνια έχει κλείσει. Σίγουρα όμως, η μείωση των εισοδημάτων στη χώρα μας, λόγω της κρίσης, αναγκάζει πολλούς καταναλωτές να στραφούν προς τα σπορέλαια.
Ο Διευθυντής της ΕΑΣ Λέσβου, Στρατής Χατζηδημητρίου, σημειώνει πως «είναι αλήθεια ότι οι πωλήσεις τυποποιημένου ελαιολάδου στη χώρα μας, κινούνται πτωτικά. Συγκεκριμένα, το Φλεβάρη του 2010, είχαμε κάμψη των πωλήσεων κατά 25%. Το ποσοστό αυτό μειώθηκε τους επόμενους μήνες. Εκτιμώ λοιπόν ότι η πτώση για το σύνολο του έτους, κινείται κοντά στο 15%. Εμείς ως Ένωση Συνεταιρισμών Λέσβου, βρισκόμαστε μέσα στους στόχους που είχαμε θέση στην αρχή της χρονιάς και λίγο πιο πάνω».
Μειώνεται το ιταλικό ενδιαφέρον
Η ΠΑΣΕΓΕΣ καταγράφει μείωση στις εξαγωγές ελαιολάδου. Πρόκειται για τις εξαγωγές χύμα ελαιολάδου. Συγκεκριμένα, από τους 100.000 τόνους που ήταν το 2008, το 2009 υποχώρησαν στους 96.000 τόνους και το 2010 στους 80.000 τόνους. Τη μείωση των εξαγωγών ελαιολάδου προς την Ιταλία, είχε καταγράψει πολλά χρόνια νωρίτερα, το περιοδικό «Ελιά και Ελαιόλαδο». Βασική αιτία της τάσης αυτής, είναι η βελτίωση της ποιότητας του ελαιολάδου που παράγουν άλλες χώρες της Μεσογείου, όπως είναι η Τυνησία, η Συρία, η Τουρκία και η Ισπανία. Επίσης η εξαγορά ιταλικών τυποποιητικών επιχειρήσεων από ισπανικές επιχειρήσεις, έχει ως συνέπεια να αυξηθούν οι εξαγωγές χύμα ελαιολάδου από την Ισπανία προς την Ιταλία. Δηλαδή ισπανικά ελαιόλαδα, όπως και ελαιόλαδα από τρίτες χώρες, έχουν κερδίσει μέρος της αγοράς που καταλάμβανε το ελληνικό ελαιόλαδο. Οι παλιότεροι έμποροι ελαιολάδου, θυμούνται πως από τη Λέσβο έφευγαν καραβάκια γεμάτα ελαιόλαδο για την Ιταλία, τα λεγόμενα «λαδάδικα». Τα καράβια αυτά έχουν πάψει να προσεγγίζουν τη Λέσβο εδώ και οκτώ χρόνια περίπου. Τώρα πια οι εξαγωγές ελαιολάδου, γίνονται με φορτηγά βυτία, που μεταφέρουν περί τους 27 τόνους λαδιού το καθένα.
Για να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα αυτό, θα πρέπει οι εγχώριες ελαιουργίες να προχωρήσουν αυτόνομα στις εξαγωγές τυποποιημένου ελαιολάδου. Ώστε οι απώλειες από τις εξαγωγές χύμα ελαιολάδου, να αντισταθμιστούν από εξαγωγές τυποποιημένου ελαιολάδου.
Τα αποθέματα
Φυσικό αποτέλεσμα της μείωσης της κατανάλωσης και των εξαγωγών, είναι να αυξηθούν τα αποθέματα ελαιολάδου. Έτσι το Νοέμβρη του 2008, τα αποθέματα ήταν 104.000 τόνοι, το Νοέμβριο του 2009, ήταν 88.000 τόνοι και το Νοέμβριο του 2010, ήταν 103.000 τόνοι. Η ΠΑΣΕΓΕΣ στην ανάλυση της, αναφέρει ότι τα αποθέματα ελαιολάδου στη χώρα μας, είναι μειωμένα σε σχέση με παλαιότερες εποχές. Ωστόσο αυτή η εκτίμηση βασίζεται σε πλασματικά στοιχεία, που δηλώνονταν για το ύψος της παραγωγής στις εποχές που γίνονταν πανωγραψήματα.
Νέες τάσεις
Συζητώντας τις τάσεις της αγοράς του ελαιολάδου, με το Διευθυντή της ΕΑΣ Λέσβου, μας είπε ότι η οικονομική κρίση δημιουργεί νέα δεδομένα. Σταδιακά υποχωρούν οι πωλήσεις σε συσκευασίες πέντε λίτρων και αυξάνονται οι πωλήσεις μικρότερων συσκευασιών. Δηλαδή σε δίλιτρες, τρίλιτρες και σε συσκευασίες ενός λίτρου. Αυτό συμβαίνει επειδή μειώνεται το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών.
Τα παραπάνω ισχύουν για την ελληνική αγορά. Στις διεθνείς αγορές, οι συσκευασίες του ενός λίτρου, θεωρούνται εξαιρετικά μεγάλες. Διότι η κατανάλωση ελαιολάδου ανά κεφαλή, είναι πολύ μικρότερη από τη χώρα μας. Επίσης η τιμή που αγοράζουν οι καταναλωτές το ελαιόλαδο στις μη ελαιοπαραγωγικές χώρες, είναι πολύ υψηλότερες από την τιμή στις ελαιοπαραγωγικές χώρες, με αποτέλεσμα να είναι πιο προσιτές οι μικρές συσκευασίες των 0,5 λίτρων και των 0,25 λίτρων.