Ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΡΑΒΙΔΑΣ, ο πρώτος έλληνας πιλότος που πέταξε με Rafale, με καταγωγή από την Βρίσα, που «έζησε» την φωτιά, μιλά στο ΕΜΠΡΟΣ για τα λάθη, τις παραλείψεις και την επόμενη μέρα

Ο Στέφανος Καραβίδας Ο Στέφανος Καραβίδας

«Οι πληγείσες από την φωτιά περιοχές χρειάζονται ένα ουσιαστικό αναπτυξιακό πλάνο»

12/08/2022 - 14:00 Ενημερώθηκε 13/08/2022 - 12:23

Ένα ουσιαστικό αναπτυξιακό πλάνο είναι εκείνο που χρειάζονται οι πληγείσες από την πυρκαγιά περιοχές και δεν θα πρέπει να αρκεστούν σε μια επιδοματική πολιτική, σύμφωνα με τον Στέφανο Καραβίδα, επισμηναγό ε.α., Υποψήφιο Διδάκτορα Γεωπολιτικής και εκπαιδευτή πτήσεων στα Αραβικά Εμιράτα, με καταγωγή από την Βρίσα, ο οποίος ήταν ο πρώτος έλληνας πιλότος που πέταξε το 2015 με Rafale.

Στο αρκετά πλούσιο βιογραφικό του σημειώνεται ότι είναι απόφοιτος της Σχολής Ικάρων και υπηρέτησε στην Πολεμική Αεροπορία για 20 χρόνια σε Μοίρες μαχητικών αεροσκαφών Α-7 και F-16. Αποστρατεύτηκε μετά το πέρας της πτητικής του ενέργειας κατόπιν αιτήσεώς του και εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα ως εκπαιδευτής πτήσεων. Τα τελευταία 4 χρόνια διαμένει με την οικογένειά του και εργάζεται στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Είναι τελειόφοιτος του Τμήματος Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, στο οποίο είναι και υποψήφιος Διδάκτορας Γεωπολιτικής και σε μεταπτυχιακό επίπεδο έχει σπουδές στις Στρατηγικές Διαχείρισης Καταστροφών και Κρίσεων στο ΕΚΠΑ και στις Διεθνείς Σχέσεις και Ευρωπαϊκές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας. Είναι πιστοποιημένος εθελοντής πυροσβέστης από το Πυροσβεστικό Σώμα και συνιδρυτής των FLYING LIBRARIANS, η οποία είναι μία εθελοντική ομάδα παροχής αεροπορικών υπηρεσιών προς το κοινωνικό σύνολο, με μητρώο στη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας. Μέσω της ομάδας αυτής συμμετείχε για αρκετά χρόνια στο ΣΟΠΠ (Συντονιστικό Όργανο Πολιτικής Προστασίας) της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, ενώ παρείχαν από αέρος επιτήρηση και πυρανίχνευση κατά τη διάρκεια των αντιπυρικών περιόδων.

Ο Στέφανος Καραβίδας πέρασε στο χωριό της μητέρας του την Βρίσα μεγάλο μέρος των παιδικών του χρόνων, ενώ ήταν παρών στην φωτιά των Βατερών. Δεδομένου του βιογραφικού του θεωρήσαμε σκόπιμη μία συνέντευξη με τον Στέφανο Καραβίδα προκειμένου να σημειωθούν λάθη και παραλείψεις για να μην ξαναγίνουν, ενώ ο τελευταίος δεν παραλείπει να κάνει τις επισημάνσεις του για τις παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν με στόχο την ανάπτυξη και «αναζωογόνηση» της περιοχής.

Ήσασταν στην περιοχή όταν εκδηλώθηκε η πυρκαγιά και βιώσατε από κοντά όλα τα γεγονότα. Ποια είναι η άποψη που σχηματίζετε για αυτά;

«Αναφορικά με την πυρκαγιά στο επίπεδο της πρόληψης, δεν είμαστε «μετά Χριστόν προφήτες». Η ανησυχία αλλά και η απορία για τη μη λήψη μέτρων, ειδικά σε περίοδο υβριδικού τύπου αντιπαράθεσης με την Τουρκία, υπήρχε μεταξύ των κατοίκων ακόμη και μία μέρα πριν την πυρκαγιά.

Είναι προφανές ότι υπάρχουν σοβαρές ευθύνες τόσο για τους αυτοδιοικητικούς όσο και τους υπηρεσιακούς παράγοντες, οι οποίοι μετά το πέρας της φωτιάς αυτοσυγχαίρονταν μεταξύ τους, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του ελαιώνα της Βρίσας κάηκε αναιτίως, από μία φωτιά που έκαιγε -για μεγάλα χρονικά διαστήματα μόνη της- για 6 μέρες. Ωστόσο για να είμαστε δίκαιοι, σοβαρή ευθύνη φέρουμε και οι κάτοικοι, οι οποίοι επιλέξαμε να ανεγείρουμε οικίες μέσα σε πυκνή βλάστηση, οι οποίοι δεν προχωρήσαμε στις απαραίτητες αποψιλώσεις και καθαρισμούς και σε πολλές περιπτώσεις είχαμε μετατρέψει τα κτήματά μας σε μικρές χωματερές εύφλεκτων υλικών, δίπλα πολλές φορές σε δασική έκταση.

Αρχικά η φωτιά υποτιμήθηκε και προφανώς για αυτό καθυστέρησαν τα ιπτάμενα μέσα για σχεδόν 2 ώρες. Παρακολουθώντας από την αρχή την εξέλιξη της πυρκαγιάς, σας μεταφέρω την αίσθηση των κατοίκων ότι η αρχική απόκριση δεν ήταν η πρέπουσα με τη φωτιά να έχει αφεθεί στην ουσία να διανύσει μία απόσταση 5 χιλιομέτρων, μέχρι να φτάσει στη «ζώνη άμυνας» των Βατερών.

Εκεί αναμφισβήτητα γίναμε μάρτυρες προβλημάτων συντονισμού και ανεφοδιασμού των οχημάτων με νερό, δεδομένου ότι φάνηκε ότι οι θέσεις των κρουνών δεν ήταν γνωστές, όπως και οι αγροτικοί δρόμοι.

Σχετικά με τις αναζωπυρώσεις, παρατηρήθηκε μία άρνηση των δυνάμεων της πυροσβεστικής να εισέλθουν συντεταγμένα στον ελαιώνα και να προσεγγίσουν τις παρυφές των δασικών εκτάσεων που καιγόταν, ακόμη και σε περιόδους ύφεσης της φωτιάς κατά τις απογευματινές ώρες, μετά τις ρίψεις των πυροσβεστικών. Απότοκο, να σιγοκαίουν πολλές διάσπαρτες εστίες, οι οποίες τις βραδινές και πρώτες πρωινές ώρες, έδιναν αναζωπυρώσεις, κατάσταση που επαναλήφθηκε σχεδόν όλες τις πρώτες μέρες.

Το τι δέον γενέσθαι στο επίπεδο της πρόληψης, είναι προφανές, όπως ήταν και πριν. Το ζήτημα δεν είναι τεχνικό ή τεχνοκρατικό, καθότι οι ειδικοί γνωρίζουν, αλλά βαθειά πολιτικό, σε επίπεδο εφαρμογής. Εάν μένει κάτι ως συμπέρασμα μετά από αυτή την περιπέτεια, είναι η ανάγκη αυτοοργάνωσης των τοπικών κοινωνιών. Ήταν οι κάτοικοι που καθοδήγησαν τις δυνάμεις της Πυροσβεστικής στην αρχική επέλαση της φωτιάς και ήταν πάλι οι κάτοικοι που μαζί με τους συγκλονιστικούς εθελοντές από όλα τα μέρη του νησιού πολέμησαν την φωτιά εκ του συστάδην.

Χωρίς τους γηγενείς και τις οργανωμένες εθελοντικές ομάδες, η κατάσταση σίγουρα θα ήταν διαφορετική. Δυστυχώς δεν μπορούμε να αφήσουμε στο κεντρικό κράτος, τη προστασία του τόπου μας, αλλά πρέπει να γίνουμε συμμέτοχοι σε αυτό. Σε επίπεδο κεντρικού κράτους, χωρίς να το αναπτύξω περαιτέρω, πρέπει να φύγουμε από το επίπεδο της πολιτικής Εθνικής Άμυνας και να εστιάσουμε στην πολιτική Εθνικής Ασφάλειας.

Επίσης να εστιάσουμε όχι απλά στην Πολιτική Προστασία, αλλά στην Παλλαϊκή Άμυνα, αναβαθμίζοντας τους πολίτες σε συνεργάτες του κεντρικού μηχανισμού κατά τρόπο οργανωμένο και θεσμικά κατοχυρωμένο». 

Η Βρίσα είναι ένα χωριό που πριν από χρόνια «χτυπήθηκε» από ένα καταστροφικό σεισμό και πέντε χρόνια μετά όταν ακόμη δεν έχει προλάβει να επουλώσει τις πληγές του έρχεται αντιμέτωπο με μια επικίνδυνη πυρκαγιά. Πόσο αυξημένος ήταν ο κίνδυνος του να μένει κάποιος σε ένα σεισμόπληκτο χωριό που έρχεται αντιμέτωπο με τον κίνδυνο της πυρκαγιάς;

«Η Βρίσα είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο το Κράτος και οι παράγοντές του (πολιτικοί, υπηρεσιακοί, αυτοδιοικητικοί), αντιμετωπίζουν τους πολίτες. Δυστυχώς έχουμε το δικαίωμα να πούμε, πέντε χρονιά μετά τον καταστροφικό σεισμό ότι αντί για πολίτες, οι κάτοικοι αντιμετωπίζονται ως υπήκοοι. Αντί για ένα σαφές αναπτυξιακό πλάνο για την περιοχή Βρίσας-Βατερών, οι κάτοικοι αντιμετωπίζονται ως «χαρτζιλικούχοι» στο πλαίσιο μιας επιδοματικής πολιτικής, μέσω της οποίας, οι πολιτικοί και αυτοδιοικητικοί παράγοντες εμφανίζονται σχεδόν ως ευεργέτες. Δυστυχώς η κατάσταση του χωριού της Βρίσας δεν σηκώνει καμία δικαιολογία πέντε χρόνια μετά.

Και οι επικαλυπτόμενες αρμοδιότητες δεν είναι δικαιολογία για κανενός επιπέδου Αρχή, να ταλαιπωρεί τους κατοίκους για τόσο μεγάλο διάστημα. Πέρα από την μη άρση της επικινδυνότητας του οικισμού, που απαγορεύει την έναρξη οικονομικής και κατ’ επέκταση κοινωνικής ζωής και την απίστευτη καθυστέρηση στην καταβολή χρηματοδότησης για την ανέγερση νέων σπιτιών, η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση του γεφυριού της Βρίσας, σχετίζεται και με την πρόσφατη πυρκαγιά. Το γεφύρι μετά από απίστευτες καθυστερήσεις, παραδόθηκε ημιτελές χωρίς προστατευτικά κιγκλιδώματα λίγες μέρες πριν την εκδήλωση της πυρκαγιάς. Αντιλαμβάνεστε τι θα σήμαινε εκκένωση δίχως βασική οδό διαφυγής;».

Τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει τούδε και στο εξής για να «αναζωογονηθεί» η περιοχή;

«Πολλά θα μπορούσαμε να πούμε για όσο έγιναν και δεν έγιναν μετά το σεισμό, θα επιμείνω στο από τούδε και πέρα. Επαναλαμβάνω ότι δεν πρέπει να εγκλωβιστούμε σε επιδοματική πολιτική, η οποία σίγουρα είναι αναγκαία. Είναι πολύ σημαντικό σεβόμενοι και το μόχθο των προγόνων μας να αποκατασταθεί ο ελαιώνας. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι επιβάλλεται επιτέλους ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΠΛΑΝΟ. Οι κάτοικοι έχουν πλέον το δικαίωμα να πιστεύουν ότι είναι δέσμιοι μικρόνοων μικροσυμφερόντων όμορων και γειτονικών περιοχών που αντιλαμβάνονται την ανάπτυξη των Βατερών ως απειλή. Μία από τις μεγαλύτερες παραλίες της Ευρώπης, στερείαται ακόμη και θαλάσσιας πρόσβασης!!!

Αναφέρω τάχιστα τα εξής: Δεν μπορεί ο επισκέπτης των Βατερών να είναι αναγκασμένος να περνά μέσα από τα Βασιλικά, αλλά κυρίως τον Πολιχνίτο, ενώ θα μπορούσε να υπάρχει παράκαμψη. Από την άλλη τα Βατερά εξακολουθούν να παραμένουν αποκομμένα από το Πλωμάρι. Στη μεγάλη εικόνα για τη χερσαία πρόσβαση, προτείνεται η διάνοιξη νέου δρόμου από τη μεγάλη Λίμνη που να καταλήγει στο Σταυρό και από τη μικρή Λίμνη που να καταλήγει στη διασταύρωση Βρίσας-Βατερών. Αυτοί οι δύο άξονες μπορούν να συνδεθούν κάθετα περίπου στη μέση της διαδρομής τους και πέρα από την παροχή πρόσβασης, μπορούν να λειτουργήσουν ως αντιπυρικές και να εξυπηρετήσουν και τον αμυντικό σχεδιασμό του Στρατού. Περαιτέρω, η περιοχή του Αγίου Φωκά πρέπει να γίνει επιτέλους λιμάνι και όχιο βούρκος όπως είναι σήμερα, με διαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου και δημιουργία χώρου εκδηλώσεων (αρχαιοπρεπές θέατρο), ώστε να γίνει πόλος έλξης. Τέλος ο Δήμος Δυτικής Λέσβου δεν πρέπει να σταματήσει τις προσπάθειες για τη μετατροπή του αεροδρομίου Πολιχνίτου σε αεροπορικό πεδίο και αεραθλητικό κέντρο. Εν ολίγοις, η περιοχή πρέπει να αποκτήσει προσβάσεις από ξηράς, αέρος και θαλάσσης που στερείται σήμερα, προκειμένου να τεθούν οι βάσεις της ανάπτυξης. Η οικονομία κάνει κύκλους και δεν έχει στεγανά. Η οικονομική ανάπτυξη των Βατερών, θα είναι προς όφελος όλου του νησιού». 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey