Φύσηξε ένας αγέρας ζεστός…

01/07/2012 - 05:56
Δεν ήτανε λίβας, δε θύμιζε έρημο, ούτε καύσωνα. Ο αγέρας ετούτος ζεστός, σιγανός, αρωματισμένος με λεβάντα, που όλο δυνάμωνε, θέριευε κι απειλούσε να γίνει τυφώνας, ερχόταν από πολύ μακριά, από πολύ παλιά.
Δεν ήτανε λίβας, δε θύμιζε έρημο, ούτε καύσωνα.
Ο αγέρας ετούτος ζεστός, σιγανός, αρωματισμένος με λεβάντα, που όλο δυνάμωνε, θέριευε κι απειλούσε να γίνει τυφώνας, ερχόταν από πολύ μακριά, από πολύ παλιά.
Φυσομανούσε και διάβαινε καθώς άνοιξε σαν ηλιαχτίδα μια χαραμάδα στον ασκό, που ήτανε χρόνια εγκλωβισμένος στα σπλάχνα του Στρατή.
Έφερνε θύμισες, γεγονότα, ιστορίες, ήθη κι έθιμα που βαστήξανε το Έθνος μας ζωντανό και με φρίκη διαπιστώνουμε όσοι ξέρουμε και μπορούμε να δούμε λίγο προς τα πίσω, πως όλα τούτα ποδοπατούνται. Όλα αγνοούνται κι οι καινούργιοι εποχούμενοι πια διαβάτες τα διαγράφουν. Να μη θυμίζουν στο σημερινό νέο, το παρελθόν. Δεν φέρνει, βλέπεις, τα αργύρια που επιθυμούν, μηδέ υπερηχητικά, ούτε διαστημικά όπλα μαζικής καταστροφής. Ούτε καν ναρκωτικά δεν φέρνουν, που μπήκανε αντί για το ανέμελο χαμόγελο στο παιδικό πρόσωπο και τη μητρική αγκαλιά. Χάθηκε ο πατέρας με τα ιδανικά και τα πιστεύω του τα ακλόνητα. Έφυγε ο παπάς κι ο δάσκαλος με τη βαθιά πίστη στη διαπαιδαγώγηση του άγουρου βλαστού μας και τη διαμόρφωση της νέας γενιάς.
Όλα αφήνονται στην αδιαφορία της νταντάς, του πληρωμένου έρωτα και της προσπάθειας των ιθυνόντων να μας ταΐζουν κουτόχορτο και να μας υποδουλώνουν στο πεπρωμένο.
Δε χρειάζονται, λένε, εικόνες αγίων στα σχολειά, ούτε προσευχή, κι απαγορεύεται επισήμως από τον όποιο δήμαρχο, το «Χριστός Ανέστη». Μόνο χρόνια πολλά, διέταξε να λένε στο ραδιοφωνικό του σταθμό, για να μη δημιουργούμε ψυχικά τραύματα στους αλλόθρησκους κι άθεους, που έχουν ανεξέλεγκτα εισβάλει στην πατρίδα μας και μεθοδικά σχεδιάζουν να μας υποδουλώσουν. Συζητάνε αν χρειάζονται οι παρελάσεις. Οι τραβεστί, οι ξανθιές κι οι παράνομοι μετανάστες τα πράττουν αντί για μας. Κι υποκλινόμαστε σαν τα μαυροφορεμένα γκαρσόνια πολυτελείας σε σαλόνια με βρώμικα αλάβαστρα. Και χαρωποί γινόμαστε δεύτερης κατηγορίας πολίτες εμείς, οι όσοι μπορούμε ακόμα να νιώθουμε το υπέρτατο αγαθό της πραγματικής ελευθερίας.
Χαράς ευαγγέλια που θα τους κάνουμε και τζαμί· το μεγαλύτερο, λέει, της Ευρώπης, να καμαρώνουν αυτοί, να πληρώνουμε εμείς. Όμως οι δικοί μας, στα τέσσερα σημεία του κόσμου που βρεθήκανε, στήσανε εκκλησιές μεγαλόπρεπες με τον οβολό τους, το υστέρημά τους και την πίστη τους.
Ξεπουλάνε την Ελλάδα με το επιχρυσωμένο χάπι της κάποιας αόριστης μακροχρόνιας αξιοποίησης κι εμείς παίζουμε πρέφα στο «καφέ αμάν».

Κι ερχόταν καυτός, με αρώματα στεναγμούς και δάκρια ποτισμένος, ο τυφώνας απ’ του Στρατή τα σωθικά που με πυρπολούσε.
- Τότε σου, είχαμε κάποια αξία Γιώργη. Είχαμε φίλους γκαρδιακούς κι ο ένας νοιαζόταν για τον άλλον. Ξέραμε να διασκεδάζουμε. Γλεντούσαμε, αγκαλιαζόμασταν και χορεύαμε αντρειωμένοι. Μιλούσαμε με τα κορμιά μας και την αγάπη μας. Ήρθ’ ο πόλεμος κι η πείνα, ο αγώνας, το αίμα γίνανε πηχτή μάζα στα χιτώνια των φαντάρων μας. Για μια ιδέα. Για το τρίπτυχο πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια. Τι απ’ αυτά μένει σήμερα όρθιο; Όλα σακατεμένα είναι. Όλα μπασταρδέψανε ρε. Αλλοτρίωση κι ισοπέδωση, μπρος το χρήμα και το συμφέρον. Γιατί πια να ζούμε; Μοναχά για να γιομίζουμε σκουπίδια το νου και την κοιλιά μας;
Τον άκουγα κι ο πόνος του, σούβλιζε τα σπλάχνα μου.
Κι έσμιγε με μια λιαχτίδα κιτρινισμένη. Με μιαν ευκή. Μπας και βρεθεί κανένας ακτιβιστής κι αρπάξει θαρρετά το λάβαρο της αθρωπιάς, να ταχτούμε όλοι μικροί και μεγάλοι κι οι γέροι στη σκιά του ν’ αναστήσουμε τον τόπο μας να στεριώσουμε τη γνήσια δημοκρατία. Σα που τη παραδώσανε οι προγόνοι μας σ’ όλο τον κόσμο. Ας είν’ και μπογιαντισμένη με τα τερτίπια της εποχής μας. Μα να έχει ιδανικά.
- Αξίζει φίλε μου να ζει κανείς μοναχά για τη σάρκα; Και τα κόπρανα; Ξανάπε βραχνά ο Στρατής.
Πήρε μετά ανάσα κι αποκρίθηκε ο ίδιος.
- Δεν αξίζει αδέρφι μου. Πουλιόμαστε για το τίποτα.
Τον είδα να σμίγει τα χείλη του, να ματώνουν τα δόντια του, να βγαίνουν φλόγες απ’ τα μάτια του και να τρέμει ανήμπορος στην κραυγή, σαν αλόγου χλιμίντρισμα, που ξεχύθηκε από το στόμα του.
- Φτάνει πια. Πού είστε παλικάρια;

Κι έσβησε ο Στρατής. Ο κάθε Στρατής.

Γιώργος Καμβυσέλλης
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey