Μια εικόνα της αποκαθήλωσης στο Βυζαντινό Μουσείο Μυτιλήνης
«Η ΑΠΟΚΑΘΗΛΩCΙC», κόκκινη μεγαλογράμματη βυζαντινή επιγραφή ανάμεσα στη μεσαία κεραία, στο μεγάλο καστανόχρωμο σταυρό και σε χρυσό κάμπο-φόντο, σε θαυμάσια μεταβυζαντινή εικόνα, ιστορημένη από άγνωστο ζωγράφο, στο 18ο αιώνα. Βρίσκεται στο Εκκλησιαστικό Βυζαντινό Μουσείο Μυτιλήνης, στον αυλόγυρο του ιερού ναού Αγίου Θεράποντα, ζωγραφισμένη σε ξύλο, με ύψος 36,5, πλάτος 26,5 και πάχος 2 εκατοστά. Προέρχεται από τον ιερό ναό Αγίας Βαρβάρας Παμφίλων.
Αποκαθήλωση, το ξεκάρφωμα, κατέβασμα του σώματος του Χριστού από τον ξύλινο Σταυρό για το τάφιασμα, που έγινε με πρωτοβουλία από τον Ιωσήφ του από Αριμαθαίας και το Νικόδημο. Αυτοί τυλίξανε το σώμα του Χριστού με σινδόνα καθαρά και το αποθέσανε σε άδειο μνημείο. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε τον πυρήνα στην εκκλησιαστική τελετή της Αποκαθήλωσης, που γίνεται στον εσπερινό τη Μεγάλη Παρασκευή, στο γενικότερο πλαίσιο, στην τελεστική ανάμνηση και υμνολογία, στα λυτρωτικά πάθη του Χριστού.
«Ο ευσχήμων Ιωσήφ
από του ξύλου, καθελών
το άχραντο σου Σώμα
σινδόνι καθαρά
ειλήσας και αρώμασιν
εν μνήματι καινώ
κηδεύσας απέθετο».
(Απολυτίκιο)
«Ο Ιωσήφ κηδεύει
μετά του Νικόδημου
νεκροπρεπώς τον Κτίστην»
(Εγκώμιο)
Οι Ευαγγελιστές διηγούνται (μετάφραση):
Ο Ματθαίος (κεφ. 27, 59): «Κι αφού πήρε το σώμα ο Ιωσήφ το τύλιξε με σινδόνα καθαρά, και το έθεσε στο νέο του μνημείο, που λατόμησε στην πέτρα κι αφού κύλησε μεγάλο λιθάρι στην πόρτα του μνημείου αναχώρησε. Ήταν εκεί Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, καθισμένες απέναντι στον τάφο».
Ο Μάρκος (κεφ. 15, 46): «Και (Ιωσήφ) αφού αγόρασε σινδόνα και τον κατέβασε, τύλιξε με την σινδόνα και τον έθεσε σε μνημείο, που ήτανε λατομημένο σε πέτρα, και κύλισε λιθάρι στην πόρτα του μνημείου. η Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία (η μητέρα) του Ιωσήφ έβλεπαν που τον έβαλε».
Ο Λουκάς (κεφ. 23, 53): «Κι αφού κατέβασε (το σώμα) το τύλιξε με σινδόνα, και το έθεσε σε μνημείο λατομημένο· όπου κανένας ακόμα είχε ταφτιαστεί».
Ο Ιωάννης (κεφ. 19, 39-42): «Και ήρθε ο Νικόδημος, που είχε έρθει στον Ιησού στην αρχή τη νύχτα, έφερε μίγμα με σμύρνα-βαλσαμόδεντρα και αλόη-αρωματικό ξύλο ως εκατό λίτρα. πήρανε το σώμα του Ιησού και το δέσανε με σάβανα με τα αρώματα, καθώς είναι συνήθεια στους Ιουδαίους να ταφιάζουν. ήτανε στον τόπο όπου σταυρώθηκε κήπος, και στον κήπο μνημείο νέο, όπου κανένας ακόμα είχε τεθεί. εκεί λοιπόν θέσανε τον Ιησού για την παρασκευή των Ιυουδαίων, διότι ήτανε κοντά το μνημείο».
Στο Μουσείο
Στην εικόνα του μουσείου, δυο πρισματικά βυζαντινά βουνά, αριστερά πεντάκορφο γκριζογάλαζο, με τέσσερα φουντωτά δεντράκια, δεξιά εξάκορφο ωχροκίτρινο, με τρία φουντωτά δεντράκια. Άσπρα γραψίματα στις κορφές και στα δυο βουνά, με κάθετες και καμπυλωτές σκούρες πινελιές, που διαγραφούνε τις βουνοπλαγιές. Σχηματοποιημένα χορταράκια πάνω τους. Στο σημείο που ενώνονται τα ριζοβούνια, μπηγμένος καστανόχρωμος μεγάλος σταυρός, με άσπρο αγκαθοστέφανο να κρέμεται από τη μεσαία κεραία και στην κορφή της, άσπρη πινακίδα με μαύρα βυζαντινά μεγαλογράμματα, η επιγραφή «I Ν Β I» (Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων) χωρίς το σώμα του Χριστού. Στις βουνοκορφές, δυο μικροί καστανόχρωμοι σταυροί, για τους ληστές, γυμνοί χωρίς τα σώματα τους.
Κάτω από το μεγάλο σταυρό και στα ριζοβούνια, η σύνθεση με τον αποκαθηλωμένο Χριστό. Είναι ξαπλωμένος νεκρός, σε κροσσωτό-θυσανωτό άσπρο σεντόνι, περίτεχνο, μαστορικά δουλεμένο «εις το περίτεχνον αυτό μνημείον» (Κ. Καβάφης) κιβούρι-φέρετρο «φτιάσε μου ωριό κιβούρι, νάναι πλατύ για τ’ άρματα, μακρύ για το κοντάρι» (δημοτικό τραγούδι). Το κιβούρι σε ανοιχτό ροδόχρωμα με άνθινη-λουλουδάτη διακόσμηση-στόλισμα. Φορά άσπρο περίζωμα, φαρδιά ζώνη γύρω από τη μέση. Τα χέρια απλωμένα προς τα κάτω. Ξεχωρίζουν οι πληγές από τα καρφιά στα πόδια και στα χέρια και στο στήθος από τη λόγχη με μαυροκόκκινες κουκκίδες. Πάνω από το σώμα του Χριστού, αριστερά πέντε και δεξιά τέσσερες ανθρώπινες μορφές. Αριστερά η Παναγία, καθισμένη σε χαμηλό σκαμνί, έχει αγκαλιάσει το κεφάλι του Χριστού στο στήθος της, ακουμπά το μάγουλο της στο μάγουλο του, και τον θρηνωδεί, μοιρολογεί, προσφωνεί «ψυχή μου», με ακράτητη αγάπη, με σταυροστολισμένο με αστεράκι (αειπάρθενος) κεκρύφαλο εσθήτα-γεμενί κεφαλοπάνι. Ξέμπλεκα τα μαλλιά στην πλάτη. Φορά σκουροκόκκινο μαφόρι. Θλιμμένο και κλαμένο το πρόσωπο. Με γερμένο το κεφάλι του πάνω από το Χριστό, ο αγαπημένος μαθητής του Ιωάννης ακουμπά το νεκροσέντονο με το αριστερό χέρι και με το δεξί στο μάγουλο θρηνωδεί, κλαίει καταλυπημένος, «περίλυπη η ψυχή του έως θανάτου».
Πίσω από την Παναγιά και τον Ιωάννη, τρεις γυναικείες μορφές, οι μυροφόρες θρηνούν, η μια με ξέμπλεκα μαλλιά και σηκωμένα ψηλά τα χέρια, μ’ ανοιχτές παλάμες, σα σε μανιάτικο μοιρολόγι:
«Σε κλαίει μετά θρήνων
η πάναγνος σου Μήτηρ,
Σωτήρ μου, νεκρωθέντα».
(Εγκώμιο)
«Λίαν πρωί,
Μυροφόροι έδραμον,
προς το μνήμα σου
θρηνολογούσαι…».
(Ευλογητάρι)
Φοράνε κόκκινα και γαλάζια ιμάτια. Από την άλλη μεριά, δεξιά, ασπρομάλλης κι ασπρογένης ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, γερμένος πάνω από το νεκροσέντουκο, φτιάχνει με τα χέρια του το νεκροσέντονο. Φορά σκούρο καφέ φόρεμα. Πίσω του ασπρογένης κι ασπρομάλλης, ο Νικόδημος έχει περάσει τη σκάλα στο λαιμό του και με το δεξί χέρι στο μάγουλο κλαίει κι αυτός. Άλλες δυο μυροφόρες κάτω από το σταυρό μοιρολογάνε. Γύρω από τα κεφάλια του Χριστού, της Παναγίας, του Ιωσήφ και του Ιωάννη χρυσά φωτοστέφανα (αγιότητα). Η εικόνα πλαισιώνεται με κόκκινο περίγραμμα.
Στα Γεροσόλυμα
Καθώς έμπαινα στον περιβόητο ιερό ναό της Ανάστασης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού στα Γεροσόλυμα, είδα ορθόδοξες σκουρόχρωμες γυναίκες (ίσως από Αιθιοπία) να ραντίζουνε με αρώματα την πλάκα, όπου έγινε η Αποκαθήλωση, και να σπαράζουνε στα κλάματα σφόδρα. Στο «Προσκυνητάριον» διαβάζουμε «Περί της αγίας Αποκαθηλώσεως»:
«Εισερχόμενοι γουν εις τον θείον Ναόν δια της αγίας Πόρτας, και περιπατούντες κατ’ ευθείαν ιχνάρια τεσσαράκοντα, ευρίσκομεν την αγίαν Αποκαθήλωσιν, μάρμαρον λευκοφανές και λαμπρότατον, το μάκρος σπιθαμαίς εννέα, και το πλάτος σπιθαμαίς δύο ήμυσι, κεκοσμημένον γύρωθεν με μαυροκόκκινα μικρά κομάτια μάρμαρα, και περιφραγμένον με έντεχνα σήδερα μίαν σπιθαμήν το ύψος.
Εις αυτόν τον τόπον ήπλωσαν το πανάγιον Σώμα του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος, όταν από τον σταυρόν νενεκρωμένον το εκατέβασαν, και με αρώματα το ήλειψαν, και με καθαράν σινδόνα το επεριτείληξαν.
Επάνωθεν αυτής της αγίας Αποκαθηλώσεως άπτουσι καντήλια οκτώ, εξ ων τα τέσσερα των Ορθοδόξων, το εν των Φράγκων, και εν των Αρμενίων, και έτερον των Κοπτών, και το άλλο των Συριάνων, κρεμάμενα εις μίαν άλυσον.
Αυτού είναι και εξ μεγάλα μανουάλια προύντζινα, με μεγάλας λαμπάδας, δύο των Ορθοδόξων, δύο των Φράγκων, και δύο των Αρμενίων, τα οποία άπτουσιν εις τας προϋπαντήσεις οπού γίνονται εις τας παρρησίας, εισερχομένων των προεστώτων μετά του κλήρου αυτών, ομοίως τα άπτουσι, και εις τας μεγάλας λιτανίας, όταν αι φυλαί περιέρχονται».
Κι αλλού στη Λέσβο
Στη Λέσβο την «Αποκαθήλωση» τη βρίσκουμε σε μεταβυζαντινές τοιχογραφίες στην Περιβολή, στα Παπιανά και στο Δαμάντρι.
Στη Μονή Περιβολής, είναι δεξιά όπως μπαίνουμε στην εκκλησιά. Η Παναγία πατά σε ψηλό σκαμνί, για να φτάσει στο σταυρό. Βαστά στην αγκαλιά της το πάνω σώμα από το Χριστό, κι ακουμπά το μάγουλο της στο κεφάλι του. Αριστερά η Μαρία η Μαγδαληνή βαστά το δεξί χέρι του. Ο Ιωσήφ δε φαίνεται. Ο Νικόδημος προσπαθεί να ξεκαρφώσει τα πόδια του. Δίπλα στέκονται ο Ιωάννης και δυο γυναίκες-μυροφόρες. Τον εικονογραφικό αυτό τύπο βρίσκουμε στον 14ο αιώνα, σε παράσταση του Πρωτάτου στ’ Αγιονόρος. Ιστορήθηκε μετά το 1550.
Στον ιερό ναό Μεταμόρφωση του Σωτήρα στα Παπιανά Καλλονής, η «Αποκαθήλωση» βρίσκεται στο δυτικό τοίχο, όπου στο κομμάτι που σώζεται, φαίνεται γυμνοπόδαρος ο Νικόδημος, που με τανάλια προσπαθεί να βγάλει τα καρφιά από τα πόδια του Χριστού. Πίσω του ο Ιωάννης ως τη μέση. Τα λυγισμένα πόδια του πατούσανε σε βάθρο πίσω από το Νικόδημο και το ελαφρό γερμένο κορμί του φανερώνουνε πως ο αγαπημένος μαθητής βαστούσε και φιλούσε το χέρι του Ιησού. Στην οριζόντια κεραία του σταυρού, ακουμπούσε η σκάλα, που κομμάτι φαίνεται πίσω από την κάθετη κεραία. Οι μορφές που σώζονται και η στάση τους, θυμίζουνε τον εικονογραφικό τύπο στο καθολικό της Λαύρας στ’ Αγιονόρος, στοιχεία από τη βυζαντινή εποχή. Τοιχογραφήθηκε στα 1600.
Στο καθολικό, στη Μονή Κοίμηση Θεοτόκου, στο Δαμάντρι Πολυχνίτου, στην οριζόντια κεραία του σταυρού, ακουμπά η σκάλα. Αριστερά, κοντά στο σταυρό, εικονίζεται η Παναγία, που κλαίει, καθώς έχει στην αγκαλιά της τον Χριστό. Δυο γυναίκες-μυροφόρες πιο αριστερά. Η πρώτη βαστά και φιλά το χέρι του. Ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας βοηθά στο ξεκρέμασμα του νεκρού σώματος. Ο Ιωάννης σκύβει στο Χριστό και φιλά τ’ αριστερό του χέρι. Ο Νικόδημος γονατίζει για να ξεκαρφώσει τα πόδια του Ιησού. Δίπλα του, κάνιστρο για τα καρφιά. Κοντά στον Ιωσήφ δυο μυροφόρες λυπημένες. Για την «Αποκαθήλωση» και τα πρόσωπα που πήραν μέρος, οι ευαγγελιστές και τ’ απόκρυφα κείμενα λίγα πληροφορούν. Οι ομιλίες από τους πατέρες, και το δράμα «Χριστός Πάσχων» (στίχοι 1247-1310) (π.χ. ο Γεώργιος Νικομηδείας) έδωσαν στοιχεία στους ζωγράφους να διαμορφώσουν ολοκληρωμένη παράσταση. Ο ζωγράφος στη Μονή Δαμάντρι, ακολουθεί το πρότυπο που είχε χρησιμοποιήσει νωρίτερα ο Θεοφάνης (16ος αιώνας) στη Λαύρα, στ’ Αγιονόρος. Ιστορήθηκε στο β΄ μισό, το 16ο αι., κι επιζωγραφήθηκε από το Χιώτη ζωγράφο Χωματά ή Χωματζά, στα 1733.
Στην άλλη Ελλάδα
Η εικονική παράσταση της «Αποκαθήλωσης» έγινε πολυαγαπημένο θέμα στην αγιογραφία, στη βυζαντινή περίοδο (ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, μικρογραφίες, γλυπτές παραστάσεις). Η αρχαιότερη γνωστή παράσταση βρίσκεται σε κώδικα Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, στον 9ο αι., που φυλάγεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στο Παρίσι (αρθ. 150). Στους πρώτους αιώνες, η διάκριση του θεματολογίου των Παθών του Χριστού δεν ήτανε σαφής. Η «Αποκαθήλωση» δεν είχε χωριστεί από τις άλλες παραστάσεις (Σταύρωση, Επιτάφιος Θρήνος, Ενταφιασμός). Η εσωτερική εξέλιξη του θέματος δεν ήτανε μεγάλη στη βυζαντινή περίοδο. Όπως στη σκηνή της Σταύρωσης, η Παναγία και ο Νικόδημος εικονίζονται αριστερά, κι ο Ιωάννης δεξιά. Στην Όμορφη Εκκλησιά, στην Αίγινα, ο Ιωσήφ παρουσιάζεται σε σκάλα να δέχεται το σώμα του Χριστού. Η Παναγιά βαστά το αριστερό χέρι του Γιού της κι ο Νικόδημος προσπαθεί να βγάλει τα καρφιά από τα πόδια του Χριστού. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης είναι κοντά. Στο πάνω μέρος παρουσιάζονται δυο πενθούντες άγγελοι. Στην Περίβλεπτο, στο Μυστρά (14ος αι.), η Παναγία έχει αγκαλιάσει το σώμα του Γιου της, ενώ πίσω της θρηνούνε τρεις μυροφόρες. Τα στοιχεία αυτά βρίσκονται στις παραστάσεις της μονής Μεγίστης Λαύρας από Θεοφάνη τον Κρήτα και στο Πρωτάτο από το Μανουήλ Πανσέληνο. Από τον ιερομόναχο Διονύσιο από Φουρνά Αγράφων, περιγράφονται χαρακτηριστικά:
«Βουνά και ο σταυρός μπηγμένος και σκάλα ακουμπισμένη εις τον σταυρόν και ο Ιωσήφ πατών επάνω της σκάλας έχων αγκαλιασμένον από την μέσην τον Χριστόν κατεβάζει αυτόν και η Παναγία κάτωθεν ιστάμενη δέχεται αυτόν εις τας αγκάλας της και φιλεί αυτόν εις το πρόσωπον· και όπισθεν της Θεοτόκου αι Μυροφόροι και η Μαγδαληνή Μαρία κρατούσα την αριστεράν αυτού φιλεί αυτήν, και όπισθεν του Ιωσήφ ο Θεολόγος Ιωάννης ιστάμενος φιλεί την δεξιάν του· και ο Νικόδημος ολίγον γονατιστός εβγάζει με τανάλια τους ήλους από τους πόδας του· και καλάθι πλησίον αυτού· και υποκάτωθεν του σταυρού η κάρα του Αδάμ ως και εις την σταύρωσιν».
Η «Αποκαθήλωση» ζωγραφίζεται στην καμάρα, στην προσκομιδή, εκεί που προετοιμάζονται τα τίμια δώρα για τη θεία ευχαριστία, και στο τέμπλο.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΤΑΝΟΣ