Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος, Στέλιος Κραουνάκης, μιλάει στο «Ε» για τη συνεργασία του με το Λάκη Παπαστάθη,το πολυταξιδεμένο ντοκυμαντέρ «Αγάθη Χρυσάφη», και για την κατάσταση του πολιτισμού στη Λέσβο.
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος ταινιών μικρού μήκους και ντοκυμαντέρ, Στέλιος Κραουνάκης, μιλάει στο «Ε»
Ο Στέλιος Κραουνάκης έχει γεννηθεί στην Κρήτη. Ήρθε στη Μυτιλήνη το 2001, όπου σήμερα εργάζεται στον Ειδικό Λογαριασμό Έρευνας του Πανεπιστημίου Αιγαίου και είναι, επιπλέον, πρόεδρος του Συλλόγου Περιβάλλοντος «Ναυτίλος εν δράσει». Είναι, ωστόσο, και μέλος της ομάδας «Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη», που ζητούν επίμονα την ψήφιση νόμου για τον κινηματογράφο στην Ελλάδα. Ακολουθώντας τη… ροπή που από νέος έχει προς την τέχνη του κινηματογράφου, έχει αναδείξει - και συνεχίζει να αναδεικνύει - με την κάμερά του και τη βοήθεια των συνεργατών του, ανθρώπους και τοπία της Λέσβου. Με αφορμή το «making of» των γυρισμάτων της ταινίας «Επιστροφή στη Μυτιλήνη» που έχει αναλάβει, μιλάει στο «Ε» για τη συνεργασία του με το σκηνοθέτη Λάκη Παπαστάθη, για το πολυταξιδεμένο πλέον ντοκυμαντέρ «Αγάθη Χρυσάφη» που γυρίστηκε το 2006 στο Παλαιοχώρι, για την κατάσταση του πολιτισμού στη Λέσβο, αλλά και για τη νέα δουλειά που ετοιμάζει με τους συνεργάτες του, αυτήν τη φορά σε ένα άλλο χωριό της Λέσβου…
Πώς ξεκινήσατε να καταγράφετε εικόνες με την κάμερα;
«Έβλεπα πάντα πολλές ταινίες. Άρχισα, ωστόσο, να ασχολούμαι εντατικά με τον κινηματογράφο όταν ανέβηκα από την Κρήτη στην Αθήνα για σπουδές και άρχισα να τραβώ ταινίες με Super 8. Για τέσσερα χρόνια είχαμε δημιουργήσει την κινηματογραφική ομάδα της φοιτητικής λέσχης Πατησίων, όπου κάναμε προβολές και γυρίζαμε ταινίες, ενώ ήμουν και μέλος της πανεπιστημιακής ομάδας “Ίριδα”. Είχαμε ιδρύσει, επιπλέον, ένα σωματείο κινηματογράφου, το “Κάτοπτρον”, με το οποίο κάναμε προβολές στον κινηματογράφο “Αλκυονίδα”, έναν από τους ιστορικούς κινηματογράφους της Αθήνας, που τώρα έχει κλείσει, καθώς και μικρές μεταφράσεις και δημοσιεύσεις σχετικά με την τέχνη του κινηματογράφου.»
Ποια ήταν η πρώτη σας δουλειά που «βγήκε» προς τα έξω;
«Ένα σενάριο μεγάλου μήκους, με το οποίο είχαμε συμμετάσχει το 2007, με τη συνεργάτιδά μου Έφη Λατσούδη, που εργάζεται σήμερα στη γραμματεία του Τμήματος Πολιτισμικής Πληροφορικής, στο πρόγραμμα “Γραφή” του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Το σενάριο είχε τίτλο “Η Ορκωμοσία”, αφορούσε μια κρητική οικογένεια που επεμβαίνει στη ζωή του φοιτητή γιου της που ζει στην Αθήνα με πρόσχημα την ορκωμοσία και ήταν ανάμεσα στις 12 προτάσεις που επιλέχθηκαν από 100 συνολικά. Είχαμε, μάλιστα, ως σύμβουλο σεναρίου το σκηνοθέτη Δημήτρη Κουτσιαμπασάκο, που για τρία χρόνια δίδασκε κινηματογράφο στο Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.»
Ασχολείστε, όμως, και με τη φωτογραφία. Φωτογραφίες σας, άλλωστε, έχουν περιληφθεί και στον Οδηγό Πεζοπορικών Διαδρομών για το Πλωμάρι, που κυκλοφόρησε πέρυσι από τις εκδόσεις «Αιολίδα».
«Ήταν φωτογραφίες που έδωσα μέσω του φίλου μου Απόστολου Μακαρατζή, που είχε αναλάβει κυρίως το υλικό του οδηγού, με τον οποίο άλλωστε είχαμε βρεθεί μαζί αρκετές φορές στο βουνό. Φωτογραφίες μου έχουν μπει, επιπλέον, σε φυλλάδιο για τα μανιτάρια της Λέσβου που εξέδωσε η νομαρχία, ενώ κάποιες έχουν εκτεθεί σε έκθεση με μανιτάρια που έγινε πέρυσι στο καφενείο “Δίαυλος”. Οι “Μανιταρόφιλοι Λέσβου”, εξάλλου, έχουν κάνει μια φωτογραφία μου αφίσα.»
Για την «Αγάθη Χρυσάφη» και το Λάκη Παπαστάθη
Το 2006 είχατε γυρίσει το ντοκυμαντέρ «Αγάθη Χρυσάφη», το οποίο προβλήθηκε τόσο στη Λέσβο όσο και σε μεγάλα φεστιβάλ ντοκυμαντέρ της Ελλάδας και του εξωτερικού. Τι σχόλια έχετε ακούσει έκτοτε;
«Όλα είχαν γίνει τυχαία, όταν ο γιος μου Μιχάλης διψούσε και η Αγάθη άνοιξε το σπίτι της για να του δώσει νερό. Είδαμε τους τοίχους γεμάτους ζωγραφιές, το συζητήσαμε και της προτείναμε να κάνουμε μαζί το ντοκυμαντέρ. Είχε γίνει, μάλιστα, ειδική προβολή για την ίδια, στη Φωτογραφική Εταιρεία Μυτιλήνης και στο καφενείο του ανιψιού της στο Παλαιοχώρι, όπου μαζεύτηκε πολύς κόσμος - ήταν ίσως από τις καλύτερες προβολές που έγιναν. Όλες οι κριτικές ήταν πολύ ενθαρρυντικές, αλλά αυτό που λειτούργησε πολύ είναι ότι η ταινία έχει κυκλοφορήσει πολύ από χέρι σε χέρι και μου έχουν πει πολλοί ότι έχουν δει το ντοκυμαντέρ πολλοί άνθρωποι σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και σε… απίθανες ώρες. Κατά τη γνώμη μου, ο τρόπος αυτός είναι πιο σημαντικός και πιο αποτελεσματικός, ακόμη και από το διαδίκτυο. Και, φυσικά, η Αγάθη Χρυσάφη ζει ακόμη και ζωγραφίζει, συναντηθήκαμε μάλιστα μέσα στο Πάσχα, ενώ το ντοκυμαντέρ θα παιχτεί σύντομα σε πολιτιστικό χώρο της Θεσσαλονίκης.»
Πέρυσι το καλοκαίρι συμμετείχατε, ως βοηθός σκηνοθέτη, στα γυρίσματα ενός ντοκυμαντέρ για το πώς γυρίστηκε η ταινία «Θεόφιλος» του Λάκη Παπαστάθη. Πώς προέκυψε η συνεργασία αυτή;
«Τα γυρίσματα έγιναν από τη δορυφορική ΕΡΤ και αφορούσαν συνολικά στο πώς επηρέασε το έργο 12 σκηνοθετών κάθε τόπος όπου γύρισαν τις ταινίες τους. Εγώ συμμετείχα στο ντοκυμαντέρ για το πώς επηρέασε στα γυρίσματα τον Παπαστάθη η Λέσβος και ο Θεόφιλος. Έκανα ταυτοποίηση των τοποθεσιών που επέλεξε ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος για να κάνουμε γυρίσματα με τον Παπαστάθη και μετά κάναμε την οργάνωση της παραγωγής.»
Τότε γνωριστήκατε και με το Λάκη Παπαστάθη;
«Το Λάκη τον ήξερα από τα διάφορα φεστιβάλ, του είχαμε κάνει και μία συνέντευξη στην εκπομπή “Ναυτίλος στον Αέρα”, στο ραδιόφωνο “108” το 2007. Τότε, όμως, μπορώ να πω ότι γνωριστήκαμε ουσιαστικά και από εκεί προέκυψε και η μετέπειτα συνεργασία μας, αφού μου ζήτησε να κάνω τα “making of” για την ταινία “Ταξίδι στη Μυτιλήνη”. Είναι ένας πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος, βαθιά αξιοπρεπής, ένας άνθρωπος που προσφέρει με την παρουσία του και την προσωπικότητά του, ακούει πάρα πολύ και πραγματικά είναι μεγάλη χαρά να συνεργάζεσαι και να είσαι μαζί του. Εξάλλου, όπως έδωσε σε εμένα ευκαιρίες, πιστεύω ότι έχει δώσει και σε άλλους.»
Στα «σκαριά»…
Σε τι στάδιο βρίσκεται το «making of» της ταινίας; Ποια είναι η πρώτη «γεύση» από το τελικό αποτέλεσμα;
«Έχω συγκεντρώσει 13 ώρες υλικού από γυρίσματα που έγιναν τον Οκτώβριο στη Λέσβο και το Νοέμβριο στην Αθήνα, και τώρα που έχει προχωρήσει αρκετά το μοντάζ της ταινίας και έχει σχεδόν τελειώσει, δουλεύω παράλληλα και εγώ, ώστε να βγουν μαζί. Θα είναι περίπου 40΄ - 50΄ και θα δείχνει τεχνικά πώς γυρίστηκε η ταινία. Θέλω να βγάλω ένα εξαιρετικά καλό κλίμα, ειδικά στα γυρίσματα της Μυτιλήνης, που υπήρχε εξάλλου, αφού όλα λειτουργούσαν ρολόι. Η ταινία είναι μια εξαιρετική ανάπτυξη χαρακτήρων, που, παρ’ όλο που αυτοί ολοκληρώνονται διαδοχικά, η κάθε ολοκλήρωση δίνει κάτι ώστε να προχωρά η πλοκή ένα βήμα παραπέρα. Το αποτέλεσμα, πολύ καλό και πολύ-πολύ ενδιαφέρον, ενώ το πάντρεμα παρελθόντος - παρόντος βγαίνει με εξαιρετικό τρόπο οπτικά. Δε θα πω, ωστόσο, κάτι παραπάνω, είναι καλό να το δει κάποιος όταν θα βγει η ταινία.»
Ετοιμάζετε, όμως, και μια νέα ταινία μικρού μήκους. Τι θα δούμε και πότε;
«Η ταινία θα λέγεται “Εκτός Εποχής” και είναι μια κωμωδία με γκροτέσκα στοιχεία, που αφορά έναν καφετζή που αρνείται να σερβίρει καφέ σε τέσσερις πελάτες του, σε ένα χωριό όπου δε φαίνεται να υπάρχει κανείς άλλος. Οι πελάτες, έτσι, αναγκάζονται να διεκδικήσουν τα… δικαιώματά τους από τον καφετζή, που εκτός από καφέ δεν τους αφήνει να πάρουν και… παγωτά. Γυρίστηκε στη Βατούσα το Σεπτέμβριο του 2009, με χρηματοδότηση της ΕΡΤ και επαγγελματικό συνεργείο από την Αθήνα, ενώ συνεργαστήκαμε με την Έφη Λατσούδη και πάλι στη σκηνοθεσία και το σενάριο. Βοηθός σκηνοθέτη είναι ο Κωνσταντίνος Κουκούλης, φοιτητής στο Τμήμα Πολιτισμικής Πληροφορικής, και ο Στρατής Σταυρακέλης από την Αγιάσο. Η μουσική είναι των “Alcalica”, που μένουν μισό χρόνο στη Λέσβο και μισό στο Βερολίνο, συνεργασία πολύ σημαντική, αφού η ταινία βασίζεται πολύ στη μουσική. Θα διαρκεί 12΄, θα είναι έτοιμη σε ένα μήνα και θα συμμετάσχει στο Φεστιβάλ της Δράμας και στη συνέχεια σε όσα διεθνή φεστιβάλ τη δεχτούν. Βοήθησε και η “Επικοινωνία Λέσβου Α.Ε.”, που “έστησε” τα εξώφυλλα των εφημερίδων που διαβάζει ο καφετζής. Ωστόσο, παρ’ όλο που η ταινία είχε μεγαλύτερο κόστος λόγω του ότι γυρίστηκε συνειδητά στη Μυτιλήνη - παρ’ όλο που θα μπορούσε να έχει γυριστεί σε οποιοδήποτε καφενείο της Ελλάδας -, εκτός από το πρώην υπουργείο Αιγαίου, το δήμο Ερεσού, την Κοινότητα και τους κατοίκους της Βατούσας και κάποιους ιδιώτες, δεν είχαμε στήριξη από άλλο φορέα της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αυτό θέτει το ζήτημα του τι θεωρείται πολιτισμός στη Λέσβο και τι αξίζει βοήθειας. Δυστυχώς, θεωρώ ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη πολιτική στον τομέα αυτό…»