Στα βιολογικά συστήματα η δομή ενός πληθυσμού συντίθεται από την κατανομή των ηλικιών των ατόμων στο χώρο και στο χρόνο. Τα πιο παραγωγικά χρόνια στη ζωή ενός μέσου ανθρώπου είναι η ηλικία μεταξύ 40 - 55 ετών.
«Μα εγώ μ’ ένα άγριο περήφανο χορό
σαν αετός πάνω απ’ τις λύπες θα πετάξω.
Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ»
(Γιάννης Αγγελάκας)
Στα βιολογικά συστήματα η δομή ενός πληθυσμού συντίθεται από την κατανομή των ηλικιών των ατόμων στο χώρο και στο χρόνο. Τα πιο παραγωγικά χρόνια στη ζωή ενός μέσου ανθρώπου είναι η ηλικία μεταξύ 40 - 55 ετών. Ένθεν κακείθεν αυτού του μέσου όρου παρατίθενται μεγαλύτερες και μικρότερες ηλικίες σε ποσοστό περίπου 35% - 40%. Οι ηλικίες μεταξύ των 30 - 40 αποτελούν «τον πάγκο» αναζωογόνησης του συστήματος. Διεθνείς οργανισμοί, πολυεθνικές εταιρείες, διεθνείς μη κυβερνητικές οργανώσεις αλλάζουν τα διευθυντικά τους στελέχη μόλις ξεπεράσουν τα συγκεκριμένα όρια ηλικίας. Απώτερος στόχος, η ζωτικότητα της ηγεσίας να βρίσκεται σε υψηλούς ρυθμούς δημιουργικότητας. Έτσι το σύστημα παραμένει βιώσιμο και πλήρως εναρμονισμένο με τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Στην Ελλάδα τα ποσοστά αυτής της κινητικότητας των νέων ηλικιών, όσον αφορά σε παρόμοιες δομές, δεν ξεπερνούν το 0,5%!!!
Η «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης», εξαιρουμένων ελαχίστων περιόδων της, θεωρείται υπεύθυνη για όλα τα «δεινά» της σημερινής Ελλάδας, κουλτούρα που οδήγησε στο περίφημο μνημόνιο. Ένας αγροίκος πλούτος που έβλεπε την Ελλάδα ως λάφυρο συγκρότησε τον ιδιότυπο ελληνικό φονταμενταλισμό, του οποίου τους συνεκτικούς κρίκους αποτέλεσαν ο ξύλινος λαϊκιστικός, κομματικός λόγος, ο άκρατος καταναλωτισμός, η ανομία και ατιμωρησία στην κοινωνία μας, η φοροδιαφυγή και κάθε άλλου είδους διαφθορά και συναλλαγή, από την καθημερινή ζωή έως την κατάντια των πανεπιστημίων και την ανεξέλεγκτη εισροή λαθρομεταναστών.
Αυτή η τάξη πραγμάτων απέκλειε συστηματικά τους νέους ανθρώπους από τα κέντρα σκέψεως και αποφάσεων, παρεκτός και αν ανήκαν σε πατριές και οικογένειες. Στη μεταπολιτευτική μας κουλτούρα καλλιεργήθηκε έντονα, επίσης, η σχιζοφρενική μας σχέση με το δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό. Ένας συνδυασμός κακομοιριασμένου αισθήματος κατωτερότητας και μιας ψωροπερήφανης και αστήρικτης αυθάδειας. Ήταν θεμιτό και νόμιμο να παίρνουμε από τους ξένους τις BMW, τις τηλεοράσεις, τα κατεψυγμένα, τις επιδοτήσεις και τα χρηματοδοτικά πακέτα. Οφείλαμε, όμως, να τους βρίζουμε για… την υποδούλωσή μας στην τεχνική και στον ορθολογισμό τους.
Σήμερα «οι γέροντες» της μεταπολίτευσης βρίσκονται αγκιστρωμένοι παντού: στην πολιτική, στην τοπική αυτοδιοίκηση, στο συνδικαλισμό, στα γράμματα, στη μουσική, στην τέχνη, στη δημοσιογραφία, στις αγροτικές ενώσεις, στην τηλεόραση, όπου ό,τι συμβαίνει προέρχεται από το μουχλιασμένο ντουλάπι προσώπων και ιδεών των μίζερων ελληνικών μίντια. Μια ιδιότυπη δικτατορία Κρόνων που καταπίνει τις σάρκες των παιδιών της. Ως μουτζαχεντίν της στασιμότητας στοιχίζονται πίσω από μια εξιδανικευμένη φαντασίωση του παρελθόντος. Το μελλοντικό τους σύνθημα θα μπορούσε να είναι η παλιά ραδιοφωνική εκπομπή του μακαριστού Χριστόδουλου, «όπισθεν ολοταχώς». Η «ανανέωση», όπου αυτή επιχειρείται, θυμίζει «λίφτινγκ» και όχι ουσιαστική ανανέωση. Εντελώς αυτονομημένη από την κοινωνία, αποσπασμένη από την πραγματικότητα. Δηλαδή, εκτός Ιστορίας.
«Πίστη στην πρόοδο σημαίνει πίστη στη βαθμιαία ανάπτυξη των ανθρωπίνων δυνατοτήτων και όχι σε αυτόματη ή αναπόδραστη εξελικτική πορεία», μας λέει ο Νίκολας Καρ. Η «συγκροτημένη άποψη για το παρελθόν» ενδυναμώνει την εθνική συνείδηση, την κάνει ανθεκτικότερη στις προκλήσεις της πραγματικότητας. Ο σκοταδισμός της στασιμότητας απλώς καλλιεργεί ένα αίσθημα εθνικής μειονεξίας.
Στο ασφυκτικό περιβάλλον του Μνημονίου, ένα θετικό υπόδειγμα αναδύεται. Μαθαίνουμε ξανά να μετράμε, να συγκρίνουμε, να αξιολογούμε, να κοστολογούμε. Πρόκειται για μια δραστική αλλαγή αντίληψης. Το ξεπερασμένο μοντέλο συγκρούεται με τη μεγάλη μάζα των ανθρώπων και έρχεται αντιμέτωπο με μια ιδιαίτερη νέα γενιά, που είναι μορφωμένη, ενημερωμένη και διεκδικεί ανθρώπινες αξίες και προοπτικές, τις οποίες το παλιό μοντέλο δεν μπορεί να προσφέρει. Τα δίκτυα της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας οργανώνουν και μετατρέπουν τις φαντασιακές κοινότητες σε κοινωνίες προσώπων που υπηρετούν έναν κοινό σκοπό. Από τον πυρήνα της κρίσης ξεπροβάλλουν νέοι τρόποι αυτοαναγνώρισης και νέα πολιτικά υποκείμενα. Αλλάζουν τα σημεία θέασης του κόσμου: οι άνθρωποι βλέπουν από Νότο προς Βορρά, και εξ Ανατολών προς Δυσμάς. Το κεντρικό βλέμμα δεν είναι πια το κυρίαρχο. Ποικίλα φανερώματα μας βεβαιώνουν τα παραπάνω: κινήσεις πολιτών, ομάδες εθελοντών, περιοδικά, συλλογικά μπλογκ, στέκια, ποδηλατοδρομίες, άλλος τρόπος διασκέδασης, χάπενινγκ. Από τα μεγάλα αστικά κέντρα έως την περιφέρεια, έως τη Λέσβο, διακρίνονται αυτοί οι νέοι από τα ενδιαφέροντά τους στη μουσική, στον κινηματογράφο, στο θέατρο, και κυρίως από την κριτική τους διάθεση απέναντι στην τηλεόραση και τα μίντια. Οι νεώτερες γενιές με ταπεινωμένο βίαια τον ορίζοντα των προσδοκιών, κινούνται αργά μα σταθερά από το ατομοκεντρικό σύμπαν τού ’90 και του ’00, το σύμπαν που τους διαμόρφωσε πνευματικά αλλά και τους φενάκισε, προς έναν κόσμο πιο συλλογικό. Αυτοί οι νέοι Έλληνες διαθέτουν υψηλή τυπική μόρφωση και κυρίως ένα κοσμοπολίτικο πνεύμα που δε διέθεταν οι προηγούμενες γενιές. Είναι ό, τι πολυτιμότερο διαθέτει τούτη η δημογραφικά γερασμένη χώρα, με το ανύπαρκτο ηθικό και τη σαρωτική απαισιοδοξία. Από αυτούς θα φανούν, αργά η γρήγορα, οι καινούργιες πολιτικές και τα καινούργια μυαλά που δε θα γενικολογούν, αλλά που θα αναδεικνύουν συγκεκριμένα θέματα και θα φέρνουν νέες, σύγχρονες ιδέες στην πολιτική. Αυτό αποτελεί ήδη τη νέα αφήγηση που διαμορφώνεται στο χώρο των νέων και είναι αυτή που θα συνεγείρει την κοινωνία για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της.
Η νεότητα δεν είναι ηλικία, είναι τρόπος ζωής. Η ανανέωση δεν υπηρετείται με το ληξιαρχικά νεαρό της ηλικίας, αλλά με το διαφορετικό, το προοδευτικό, το ανατρεπτικό, το νέο πολιτικό λόγο. Με μια πιο μακροπρόθεσμη ενατένιση του πολιτικού σύμπαντος, όπου οι κοινωνίες, όπως οι νέοι, θέλουν να έχουν τη ζωή «μπροστά» τους.
Όπως θα έλεγε και πάλι ο Καστοριάδης, «θα πρέπει να περάσουμε από τους μεσσιανισμούς και τις εσχατολογίες, την κατάσταση της αλλοτρίωσης κι ετερονομίας, στη διαύγεια της αυτοσυνειδησίας, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο, γιατί προσκόπτει συνεχώς στις συμπληγάδες τόσο του συλλογικού θυμικού, το οποίο αρέσκεται να επαναπαύεται σε βολικούς μύθους που τροφοδοτούν με νόημα και σκοπό την ανθρώπινη ύπαρξη, όσο και των μεμονωμένων ατόμων ή ομάδων που διατηρούν προσωπικά συμφέροντα στη διατήρηση των παραδοσιακών κρατικών και κοινωνικών δομών. Μια επιπλέον δυσκολία στη σταδιακή πορεία προς την αυτονομία φαίνεται να είναι και η οδύνη, η ενστικτώδης αποστροφή που συνοδεύει το αναπάντεχο ξεγύμνωμα των θεσμών αλλά και κάθε πηγής ευρύτερου υπαρξιακού νοήματος που εξασφαλίζει σιγουριά, ασφάλεια κι εγγύηση ατομικής και κοινωνικής επιβίωσης.».
Η απώλεια, η έλλειψη, μας παρακινεί να επιθυμούμε και η επιθυμία είναι η κινητήριος δύναμη για τα πάντα στη ζωή μας. Ακριβώς εκεί βρίσκεται η δύναμη της απώλειας, στο ότι μας ωθεί να διεκδικήσουμε. Κάθε καινούργια φάση στη ζωή μας απαιτεί την εγκατάλειψη, την απώλεια μιας προηγούμενης για να προχωρήσουμε. Προκειμένου να «απογαλακτιστούμε», χρειαζόμαστε να αποδεσμευτούμε από τις παιδικές μας εξαρτήσεις και να αμφισβητήσουμε τη γονεϊκή παντοδυναμία. Αλίμονο αν δεν το κάνουμε. Οι νέοι, ανεξαρτήτως ηλικίας, πρέπει να αρχίσουν να είναι τώρα αυτό που θα θέλουν να γίνουν μετά. Δεν αξίζει να γεράσουμε κατηγορώντας τον μπαμπά και τη μαμά μας για όσα ποτέ δεν αποτολμήσαμε. Είναι στο χέρι μας, όσων αισθανόμαστε και είμαστε νέοι, να γράψουμε στην άμμο τη δική μας φράση - τώρα που μπορούμε (αν μπορούμε). Η μυθολογία των αποτυχημένων γράφεται πάντα από τεμπέληδες.