Ο ντράμερ των «Nemesis», Στρατής Αλτιπαρμάκης, μάς θύμισε τη ροκ ιστορία της πόλης, και μας μίλησε για τους «Nemesis», αλλά και για τα υπόλοιπα βήματά του, τόσο στη σύνθεση όσο και στη διδασκαλία ντραμς, του οργάνου αυτού που τόσο καλά ξέρει να παίζει.
Είναι ο ντράμερ των «Nemesis» από τότε που δημιουργήθηκαν και ένας από τους πιο παλιούς εκπροσώπους της ροκ μουσικής στη Λέσβο. Τον συναντήσαμε στο στούντιό του στη Χρυσομαλλούσα. Εκεί, μέσα σε ενισχυτές και όργανα, ο 44χρονος σήμερα Στρατής Αλτιπαρμάκης μάς θύμισε τη ροκ ιστορία της πόλης, τότε που οι μουσικές αντίδρασης μεσουρανούσαν σε όλον τον κόσμο και ο ίδιος με τους συνομηλίκους του ξεκίνησαν, επηρεασμένοι, το ρεύμα αυτό και στη Μυτιλήνη. Επιστρέφοντας στο «σήμερα», ωστόσο, μετά από αυτό το ταξίδι, μας μίλησε για τους «Nemesis», αλλά και για τα υπόλοιπα βήματά του, τόσο στη σύνθεση όσο και στη διδασκαλία ντραμς, του οργάνου αυτού που τόσο καλά ξέρει να παίζει.
Στρατή, ας γυρίσουμε το χρόνο λίγο πίσω… Πότε άρχισες να παίζεις ντραμς;
«Άρχισα να παίζω 14 χρονών. Έφυγα για ένα διάστημα από το σπίτι γιατί μάλωσα με τους γονείς μου, αφού δεν έβρισκα ανταπόκριση στο θέμα της μουσικής. Ήθελα να γίνω μουσικός και ο πατέρας μου δεν ήθελε, γιατί ο δικός του πατέρας, μουσικός της Αγιάσου, είχε περάσει δύσκολα χρόνια και κάποια στιγμή τού είχε πει: “μην τυχόν και κάνεις ποτέ το παιδί σου μουσικό”. Ο πατέρας μου, ήταν κι εκπαιδευτικός, το πήρε αυτό πολύ τοις μετρητοίς.»
Εσύ, όμως, είχες το «μικρόβιο»;
«Από μικρός χτυπούσα ό,τι έβρισκα μέσα στο σπίτι. Απ’ ό,τι μού έχει πει η μάνα μου, όλη μου η ενέργεια ήταν κάτι να μεθοδεύσω σε ήχο, σε κίνηση. Η ίδια ήθελε να με πάει για βιολί και για πιάνο, αλλά ο πατέρας μου δεν ήταν ιδιαίτερα θετικός. Στα 14 μου πλέον είχα αρχίσει να κάνω παρέα με ροκάδες, άκουγα “Deep Purple” και άλλες “αντιδραστικές” μουσικές και κάποια ωραία πρωία αποφάσισα να πάω να βρω αυτά. Βρέθηκα με φίλους στο Καμμένο Χωριό στο Πλωμάρι (σ.σ. Μεγαλοχώρι), όπου ζούσε ένας ζωγράφος που τον λέγαμε “Γάλλο”, με μακριά μαλλιά και γυαλιά και μείναμε σπίτι του για κάποιες μέρες. Ήτανε κάτι βραδιές μαγικές, γιατί ήταν χειμώνας, έβρεχε και είχε πανσέληνο, ακούγαμε μουσικές που μας άρεσαν· και όλα αυτά “έγραψαν” έντονα μέσα μου. Μέχρι ένα πρωί, που με περίμενε στην πόρτα η Αστυνομία για να με γυρίσει σπίτι μου.»
Και γύρισες; Ταρακουνήθηκαν έτσι οι γονείς σου;
«Ναι, δεν είχαν και άλλη επιλογή. Ο πατέρας μου εξακολουθούσε να είναι δύσκολος και να θέλει να γίνω δάσκαλος, ωστόσο όταν οι γονείς μου χώρισαν κι εγώ άσκησα βέτο ότι δε θα βοηθήσω να τα ξαναβρούν αν δε με αφήσουν να ακολουθήσω το δρόμο μου, πήγαμε μαζί και αγοράσαμε την πρώτη μου ντραμς. Από τότε τράβηξα πιο εύκολα το δρόμο μου. Έπαιζα με διάφορους, κάποια στιγμή κάναμε τους “Black Dog” με το Μάικ το Φωτιάδη, αδελφικό μου φίλο, και άλλους μουσικούς. Οι τελευταίοι είχαν νοικιάσει, μάλιστα, ένα μικρό σπιτάκι και το χρησιμοποιούσαμε ως στούντιο. Όταν άρχισα να παίζω κάπως καλύτερα και φάνηκε ότι πάω να εξελιχθώ, μας έδωσαν ένα μικρό δωματιάκι. Ο καθένας έμπαινε στη “θήκη” του, λόγω έλλειψης χώρου. Μπάσο, τύμπανα, κιθάρα κι ένας τραγουδιστής στη μέση. Αν δεν υπήρχε, τραγουδούσε ο κιθαρίστας. Όταν έφυγε ο Κώστας, ο ντράμερ των “Black Dog”, πήρα εγώ τη θέση του.»
Ροκάδες και «καρεκλάδες»
Είχε οπαδούς η ροκ μουσική στα τέλη της δεκαετίας τού ‘70 στη Μυτιλήνη;
«Όταν ήμουν στα 13 ακόμη, δεν είχε πάρα πολλούς. Δε με άφηναν ακόμη να βγαίνω αρκετά, άκουγα όμως πως υπήρχαν οι “ροκάδες” και οι “καρεκλάδες”. Οι δεύτεροι ήταν οι οπαδοί της ντίσκο. Μαζεύονταν στη Λαγκάδα και μετά στο Συνοικισμό και όταν γνώρισα διάφορους τους συμπάθησα. Πήγαινα στα μαγαζιά και μου άρεσε ο ρυθμός της ντίσκο. Με τους ροκάδες, όμως, ένιωθα πολύ πιο άνετα, γιατί δεν πρόσεχαν το ντύσιμο και το στυλ τους (π.χ. δεν είχαν στην τσέπη τσατσάρα να… φαίνεται!), ήταν ατημέλητοι. Υπήρχαν, βέβαια, κι αυτοί που αποκαλούσαμε “φρικιά” και γίνονταν το πρότυπο όλων.»
Εσύ είχες πρότυπα;
«Ναι, όπως όλοι. Αργότερα, ωστόσο, συνειδητοποίησα πως ανά πάσα στιγμή μπορείς να είσαι εσύ το πρότυπο για κάποιον άλλο. Ήταν θέμα ηλικίας, όσο είσαι μικρός έχεις απορίες. Επηρεαζόμασταν πάντως από αυτούς. Μάλιστα, συχνά συμμετείχαμε στο “ραβδί” (σ.σ. καβγά) που γινόταν κάθε τόσο μεταξύ ροκάδων και καρεκλάδων στην πόλη.»
Πού συχνάζατε;
«Είχε δύο ντισκοτέκ τότε η Μυτιλήνη, τη “Fontana” και τη “What”, και καθόμασταν από τη μία οι μεν και από την άλλη οι δε. Πάνω στο χορό ο ένας κορόιδευε, μάλιστα, τον άλλο, κυρίως εμείς τους άλλους, γιατί μας φαίνονταν επιδειξίες. Μέχρι που κατάλαβα ότι τελικά εμείς ήμασταν το ίδιο, απλά δεν το συνειδητοποιούσαμε, ακριβώς λόγω όλης της ροκ φιλοσοφίας. Ήταν, όμως, κάτι που κάναμε από αντίδραση. Η ιδεολογία της ροκ είναι το να αντιδράς σε πράγματα που πιστεύεις ότι δεν είναι σωστά. Παρ’ όλο που δε με ενδιαφέρει πλέον καμμία ταμπέλα, εξακολουθώ να είμαι αντιδραστικός και μου αρέσει. Είναι η αλήθεια της ζωής. Αν δεν έχεις την αντίδραση μέσα σου, δεν ψάχνεις. Πας “εμπρός στον … έτσι, που χάραξε ο … τέτοιος”, όπως εύστοχα έχει γράψει κάποιος.»
Αθήνα και πίσω
Τι έκανες τελειώνοντας το σχολείο;
«Έφυγα στην Αθήνα. Εγώ πήγα για μουσική αναζήτηση, οι γονείς μου με έστειλαν για σπουδές σε σχολή Υπολογιστών. Έμπλεξα με διάφορα συγκροτήματα και παίζαμε σε διάφορα μέρη. Θυμάμαι ένα που ήταν παλιό αρχοντικό σπίτι και το είχαν κάνει μπαρ, και έγραφε όποιος ήθελε το όνομά του σε έναν πίνακα και πήγαινες κι έπαιζες. Πληρωνόμασταν με το ποσό που συγκεντρωνόταν σε μια μεγάλη γυάλα από αυτά που έριχναν οι θαμώνες, και έτσι βγάζαμε τα… σουβλάκια μας.»
Πόσο έμεινες στην Αθήνα;
«Τέσσερα χρόνια. Παρ’ όλο που είχα γνωρίσει μουσικούς που ήθελαν να με προωθήσουν και είχα την ευκαιρία να κάνω καριέρα, αποφάσισα να γυρίσω πίσω.»
Γιατί αυτό;
«Το καλοκαίρι είχα δουλειές μουσικές εδώ με τους “Gain”, το γκρουπ που είχαμε με άλλους φίλους, και καθώς έπαιζαν και δουλειές για το χειμώνα, αποφάσισα να μείνω. Μιλάμε για το ’86 - ’87. Η Μυτιλήνη με κέρδισε γιατί εδώ η έμπνευση είναι καθαρή. Μπορείς ανά πάσα στιγμή να βγεις στη φύση, δε χρειάζεσαι μετρό, ηλεκτρικό κ.λπ. όπως στην Αθήνα.»
Για τους «Nemesis» και για τους … «Scorpions»
Οι «Nemesis» πότε δημιουργήθηκαν;
«Πριν από πέντε χρόνια. Με το Νίκο τον Περιφεράκη και το Δημήτρη παίζαμε οι τρεις μας από πριν, παίζαμε περίπου 10 χρόνια, παράλληλα με τα άλλα που έκανα. Με τους “Nemesis” παίζαμε αρχικά δικά μας τραγούδια και διασκευές συγκροτημάτων που μας άρεσαν. Αργότερα, καθώς μου αρέσει η αλχημεία και η μείξη διαφορετικών πραγμάτων και έχοντας και το παράδειγμα από χώρους της Αθήνας, πρότεινα να έχουμε ένα ποικίλο ρεπερτόριο, ώστε να λειτουργεί και σα “σχολείο” για τους νέους εδώ, αφού κάτι τέτοιο έλειπε.»
Βρήκαν ανταπόκριση στο νεανικό κοινό της πόλης, πάντως.
«Ναι, και όχι μόνο στους νέους, αλλά και στους παλιότερους, που άκουγαν τέτοιες μουσικές. Και μας ακούν πολλοί, γιατί τα παίζουμε όλα. Και τους μαθαίνουμε να ακούν διαφορετικά πράγματα. Κάποιοι το είπαν εγωιστικό, αλλά δεν το βλέπω έτσι.»
Τι έχεις να πεις για τα όσα ακούστηκαν για τους «Nemesis» πέρυσι το καλοκαίρι με τη συναυλία των «Scorpions»;
«Ήταν κάτι που με στενοχώρησε πολύ. Προσωπικά δεν περίμενα ότι θα επιλεχθούμε. Τελικά παίξαμε τελευταίοι πριν τους “Scorpions”, χωρίς να το έχουμε επιλέξει εμείς. Το ότι κάποιοι δεν έπαιξαν, ωστόσο, δεν έχει να κάνει με εμάς, ήταν καθαρά επιλογή των διοργανωτών. Οι κριτικές των άλλων μπαντών που κυκλοφόρησαν τότε για τους “Nemesis” και στο ίντερνετ με απογοήτευσαν, ειδικά γιατί ένιωσα πως έδειξαν την πραγματική εντύπωση που έχουν για εμάς κάποιοι που μπροστά μας δε λένε ποτέ τίποτα.»
Νιώθεις πως υπάρχουν κατάλληλοι και επαρκείς χώροι στη Μυτιλήνη για τις εμφανίσεις γκρουπ όπως το δικό σας;
«Δυστυχώς, όχι. Και δεν υπάρχει και η απαραίτητη φιλοσοφία. Κατά τη γνώμη μου, πάντως, θα ήταν πολύ ωραίο να αξιοποιηθούν για το λόγο αυτό και χώροι εκτός πόλης, όπως τα παλιά ελαιοτριβεία που έχουν γίνει μουσεία και θα ήταν ωραίο να δίνουν βήμα και σε τέτοιου είδους μουσικούς.»
Διδάσκοντας τύμπανα
Πέρα από τα παιξίματα, διδάσκεις ενίοτε και σε μαθητές. Τι μέθοδο ακολουθείς;
«Δεν κάνω συχνά μαθήματα, αν και μου ζητάει πολύς κόσμος. Από τότε που άρχισα να κάνω κάποια μαθήματα και πειραματίστηκα, είδα πως είναι καλύτερο να συναντάς το δάσκαλο πιο αραιά, να παίρνεις κάποια ύλη και να την ταιριάζεις με το στυλ που σου αρέσει, μελετώντας. Η διαφορά, το ότι το έχεις “κατακτήσει”, φαίνεται μετά από κάποιο διάστημα. Στο εβδομαδιαίο μάθημα, όπως γίνεται συνήθως στα ωδεία, μπαίνεις συχνά στη διαδικασία να δείξεις απλά στο δάσκαλο “ότι διάβασες”, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι προχωράς. Όμως, αυτά είναι πράγματα που θα πρέπει να τα δουλέψεις μια ζωή για να τα κατακτήσεις. Αυτό το λέω σε πολλούς που μου ζητούν να τους κάνω μάθημα. Λέω: “Θα σας κάνω μάθημα όποτε είμαι καλά και έχω διάθεση. Αν θέλετε το συστηματικό, κάθε εβδομάδα, πηγαίνετε σε ένα ωδείο.” “Γιατί δάσκαλε;”, με ρωτάνε. Η απάντηση είναι πως μόνο όταν είμαι καλά μπορώ να δώσω, και αυτά που θα τους πω θα τα δουλεύουν ένα εξάμηνο τουλάχιστον.»
Εσύ πώς διδάχτηκες;
«Έτσι με δίδαξε εμένα ο Παναγιώτης ο Γανουσέλλης, που έκανε καριέρα εκτός Λέσβου, αλλά δυστυχώς έφυγε από τη ζωή. Ο τρόπος του δεν ήταν αυτός του δασκάλου ή του φίλου. Η σχέση έμοιαζε πιο πολύ “ερωτική”, με την έννοια του ότι, ενώ και οι ίδιοι θέλαμε να κάνουμε μάθημα, παίζαμε ένα “παιχνίδι” με εμένα να κυνηγάω να τον βρω και αυτόν να μη με αφήνει. Έτσι με έβαλε να ψάχνω με ποιο τρόπο ζει, γιατί παίζει έτσι κ.λπ.. Και όταν αργότερα κατάλαβα το γιατί, άρχισα να το εφαρμόζω κι εγώ στους μαθητές μου. Το θέμα είναι πώς θα επηρεάσεις τον άλλον και θα τον κάνεις να ψάξει να σε βρει και πώς στο τέλος η γνώση που θα έχει θα είναι και δικιά του.»
Αυτήν τη στιγμή τι ετοιμάζεις Στρατή;
«Ετοιμάζω δικά μου κομμάτια, έχω περίπου 15 που δουλεύω. Πρόκειται για μια “επιστροφή στις ρίζες”, που δεν έχει εμπορικό στυλ αλλά βασίζεται στην έμπνευση. Ξεκινάω από το μηδέν, να εφαρμόσω ό,τι έχω μάθει στη μουσική και να το δώσω στον κόσμο. Είναι κάπως σα να… ξαναγεννιέσαι.»