Ακόμα κι εδώ που βρισκόμαστε, στο τελευταίο σκαλί, «στου κακού τη σκάλα», πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα εάν οι πολιτικοί μας ηγέτες «εις μικρόν», έστω, «γενναίοι», ομιλούσαν τη γλώσσα της αλήθειας;
ΠΑΝΤΟΣ ΚΑΙΡΟΥ
Ακόμα κι εδώ που βρισκόμαστε, στο τελευταίο σκαλί, «στου κακού τη σκάλα», πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα εάν οι πολιτικοί μας ηγέτες «εις μικρόν», έστω, «γενναίοι», ομιλούσαν τη γλώσσα της αλήθειας; Εάν παρουσιαζόταν, ενώπιον του λαού, ο αρχηγός του κυβερνώντος κόμματος και ομολογούσε πόσο ασυλλόγιστα κι ανεύθυνα, από τη θέση - παλιότερα - της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης ακολουθούσε την πολιτική της στείρας άρνησης, μοίραζε ψεύτικες υποσχέσεις και καλλιεργούσε αυταπάτες στον ελληνικό λαό; Εάν αναγνώριζε την άγνοιά του, τις πλάνες και την ατολμία, την αλαζονεία και τις γκάφες των πρώτων μηνών της διακυβέρνησής του· εάν ομολογούσε πως μόνος του, μόνο του ένα κόμμα δεν μπορεί να έχει εξ ολοκλήρου την ευθύνη, αλλά και τη δύναμη να συμμαζέψει τα συντρίμμια μιας ολοκληρωτικής κατάρρευσης και να ξαναχτίσει εκ θεμελίων ένα καινούργιο, σύγχρονο κράτος και μια ανταγωνιστική, υγιή εθνική οικονομία.
Πόσο θα κέρδιζε τη συμπάθεια του λαού, πόσο θα συνέβαλλε στην εξημέρωση των πολιτικών μας ηθών και πόσο θα προήγαγε τη συναίνεση και την ενότητα και ακόμα τη συστράτευση στο κοινό μέτωπο της επαναθεμελίωσης του κράτους και της αντιμετώπισης της οικονομικής, πολιτικής και ηθικοπνευματικής κρίσης που διέρχεται η χώρα μας;
Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα εάν ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, αντί να καταστροφολογεί καθημερινά σαν Κασσάνδρα και αντί να ποντάρει στην αποτυχία της Κυβερνητικής πολιτικής, προκειμένου ν’ αποκτήσει το ποθητό πρωθυπουργιλίκι για ένα ακόμα ρεζιλίκι μιας «Νέας Διακυβέρνησης», ομολογούσε ενώπιον του λαού πόσο καταστροφική υπήρξε η πολιτική της προηγούμενης Κυβέρνησης, στην οποία υπήρξε και ο ίδιος υπουργεύων, για το όργιο της σπατάλης και της ρεμούλας, που αποτελείωσε την ημιθανή οικονομία κι επέφερε την πλήρη εξαχρείωση των πολιτικών μας ηθών.
Εάν, αντί να ρίχνει λάδι στη φωτιά της αγανάκτησης, της ανυπακοής στους νόμους και της βίας, αντί να αποθαρρύνει κάθε επενδυτική δραστηριότητα αμφισβητώντας τη χρησιμότητα των εφαρμοζόμενων μέτρων για την ανάταξη της οικονομίας, εάν παραδεχόταν ό,τι και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος -διορισμένος από τη δικιά του Κυβέρνηση- υποστηρίζει, ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος για την επιβίωση της χώρας από τον επώδυνο τρόπο της σκληρής προσπάθειας και των θυσιών, ότι ο κακοήθης όγκος που κατατρώγει τις σάρκες του εθνικού οργανισμού δεν αντιμετωπίζεται με τα «μαντζούνια» και τα «γιατροσόφια» -που και ο ίδιος ως αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης συστήνει-, αλλά μόνον με τη δύσκολη κι οδυνηρή -για όλους- εγχείρηση, τότε η προσφορά του θα ήταν σημαντικότερη από μια ακόμα θλιβερή παρένθεση, από ένα μεγαλύτερο κατρακύλισμα του Σισύφειου βράχου, που σηκώνει ο ελληνικός λαός. Εάν έκανε ό,τι και η Αξιωματική Αντιπολίτευση της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας, αντί ν’ αποπλανεί τους αφελείς με «επαναδιαπραγματεύσεις» και φορολογικούς παραδείσους, πόσο θα συνέβαλε στην αλλαγή της ψυχολογίας του λαού - που ίσως παίζει το βασικότερο ρόλο για την αναθέρμανση της οικονομικής μας ζωής - στην αποτελεσματικότητα των μέτρων σταθεροποίησης της οικονομίας, στην ταχύτερη έξοδο της χώρας από την επιτήρηση και την εξάρτησή της από τους δανειστές της;
Και εάν, τέλος, η Αριστερά ξαναθυμόταν το προοδευτικό και πατριωτικό της παρελθόν και εάν, αντί να ποντάρει στην καταστροφή και στο χάος, για να αυξήσει τα θλιβερά ποσοστά της αποδοχής της από τον Ελληνικό λαό, συστρατευόταν στον πατριωτικό αγώνα - ο Ζαχαριάδης το έκανε επί Μεταξά στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο - για την ταχύτερη έξοδό μας από την οικονομική κρίση. Εάν αντί να «πουλάει» στους εύπιστους του λαού μας -και ειδικότερα στην… «άκαπνη» νεολαία- επαναστατικά φούμαρα κι αριστερές πομφόλυγες, του έλεγε τη σκληρή αλήθεια, ότι για να βγει από το βάραθρο που έπεσε -και εξαιτίας των μαξιμαλιστικών διεκδικήσεων της ίδιας της Αριστεράς και του ανεύθυνου τρόπου με τον οποίον πολιτεύτηκε στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης- θα χρειαστεί μια επώδυνη εντατική θεραπεία, ήτοι σφίξιμο του ζωναριού, σκληρή δουλειά και ριζική αλλαγή της νοοτροπίας τού «πέσε πίτα να σε φάω».
Εάν η Αριστερά ξανάδινε τη μάχη των ιδεών, από την οποία παραιτήθηκε από καιρό, για να ανταγωνιστεί τα αστικά κόμματα στον άκρατο λαϊκισμό τους, εάν διέθετε τις δυνάμεις της διανόησής της για τη μελέτη και τη διαμόρφωση προτάσεων, για την ανασυγκρότηση της χώρας, για την εξυγίανση της πολιτικής μας ζωής με τη θέσπιση θεσμικού πλαισίου, που θα διασφαλίζει την ενεργή συμμετοχή των πολιτών στη λειτουργία της δημοκρατικής πολιτείας (η καραμέλα της απλής αναλογικής δεν αρκεί για να λύσει τα προβλήματα, αντίθετα μπορεί να τα πολλαπλασιάσει)· για ένα βραχυπρόθεσμο (για τη σημερινή οικονομική συγκυρία) κοινωνικό συμβόλαιο εργαζομένων - εργοδοτών· για την αποτοξίνωση του πολιτισμού μας από τις «παραισθησιογόνες ουσίες», που αποβλακώνουν το λαό μας, για ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα εκπαιδεύει ελεύθερους και σκεπτόμενους ανθρώπους, για να ζήσουν σε μια κοινωνία χωρίς προνόμια, με δικαιοσύνη και ανθρωπιά. Εάν η Αριστερά αποφάσιζε να γίνει η φωνή και η δύναμη της δημοκρατίας, εάν αποφάσιζε να υπηρετήσει τη μόνη εφικτή και αναγκαία επανάσταση, εκείνη του πνεύματος, της γνώσης και της δημιουργίας, τότε η προσφορά της στην κοινωνία και στη χώρα, που υποφέρει από οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές παθογένειες, θα ήταν μεγάλη και αντάξια του ιστορικού ανανεωτικού ρόλου που έπαιξε στο παρελθόν παγκοσμίως.
Σε μια χώρα όπου η σήψη έχει φτάσει ως το κόκαλο του λαού μας, όπου όλα πρέπει ν’ αλλάξουν κι όλα να ξαναχτιστούν από την αρχή, δεν μπορεί κανείς να παραμένει θεατής και πολύ περισσότερο να αποθαρρύνει και - ακόμα χειρότερα - να… μουντζώνει και να πετροβολά αυτούς που προσπαθούν κάτι καινούργιο να χτίσουν στα χαλάσματά της χώρας. Ακόμα κι αν κάποιοι είναι αθώοι (;) για όσα έφεραν τη χώρα σε αυτή την κατάσταση, θα είναι ένοχοι, γιατί άφησαν τη σήψη να καταλήξει σε θανατηφόρα γάγγραινα στο μέλλον.