Επισκεφθήκαμε με την Ερατώ ξανά την Αγκαθερή του Πλωμαρίου, ύστερα από την παρακάτω συζήτηση εφέτος τον Ιούλιο με έναν Αγκαθεριανό, το Γιώργο Στεριανό, που με τη γυναίκα του, την παιδίατρο Χρυσούλα Ζωγράφου, κατοικούν από χρόνια στην Καλλονή.
Επισκεφθήκαμε με την Ερατώ ξανά την Αγκαθερή του Πλωμαρίου, ύστερα από την παρακάτω συζήτηση εφέτος τον Ιούλιο με έναν Αγκαθεριανό, το Γιώργο Στεριανό, που με τη γυναίκα του, την παιδίατρο Χρυσούλα Ζωγράφου, κατοικούν από χρόνια στην Καλλονή:
- Έγραψες πως πήγαινες μικρός τα καλοκαίρια στην Αγκαθερή, για πότε μιλάμε;
- Πρώτη φορά το 1947 όταν βαφτίστηκα από το μικρό παπαδέλι της Κουρνέλας, στον πύργο του παππού μου Αριστείδη, μέσα στην κολυμβήθρα, που μετέφεραν ο πατέρας μου Στυλιανός και ο τρίτος του αδελφός, ο νονός μου ο Γιώργος, από το πέτρινο μονοπάτι που σήμερα καταστρέφεται παρά τις διαμαρτυρίες των Οικολόγων Πράσινων. Τελευταίο Αγκαθεριανό καλοκαίρι ήταν το 1961 όταν τελείωσα την Τετάρτη τάξη του εξαταξίου γυμνασίου.
- Τότε δεν ήταν που σε έπιασα να κόβεις ρόγες και κληματόφυλλα από ροζακί σταφύλια στο αμπέλι μας κι είπες πως σε έστειλε η γιαγιά σου η Δέσποινα για να τυλίξει γιαπράκια;
- Στα αλήθεια, με έστειλε!
- Στο είπα και τότε, αν ήταν αλήθεια θα σου είχε παραγγείλει να κόψεις φύλλα από σουλτανί κι όχι από ροζακί που δεν κάνουν για γιαπράκια γιατί έχουν μεγάλες σχισμές!
- Με πρόδωσε και τώρα η ίδια μικρή λεπτομέρεια.
- Αδύναμος να σου τις βρέξω, μιας και ήμουν μικρότερος-μαθητής δημοτικού, σε υποχρέωσα για να μη σε καταδώσω, που ανακάτεψες και τη γιαγιά σου, να μου ορκισθείς πως δεν θα ξαναπατήσεις στις πεζούλες του παππού μου.
- Στου Φράγκ’ τ’ αμπέλ’ σκι’ Αγκαθερή;
- Στου Γιάννη Αγιακάτσικα, που τον είπαν Φράγκο επειδή ο παππούς του είχε πάει μετανάστης στη Γαλλία φορώντας βράκες και γύρισε με φράγκικα παντελόνια. Αλλά γιατί εσάς σας λένε «της Πακίτριγιας;»
- Η Μαρία Βακκαλοπούλου, η προγιαγιά μου, όταν παντρεύτηκε τον Πλωμαρίτη εστιάτορα Στέλιο Κυριαζή έφερε από την Πέργαμο ένα μικρό Σμυρναίικο μηχανισμό και πατίκωνε περίτεχνα λαϊκά σχέδια με φυσικά χρώματα από άγρια λουλούδια σε μεταξωτά μαντήλια που εμπορευόταν.
- Μας έκλεψες άλλη φορά;
- Δυστυχώς όχι και τούτο γιατί δεν ξαναπήγα από τότε διακοπές στην όμορφη αγκαθωτή Αγκαθερή.
- Να πάμε εφέτος ένα Σάββατο να δεις το καινούριο αμπέλι που έφτιαξα στη θέση του παλιού.
Ξεκινήσαμε από τη Μυτιλήνη με τις θείες Κατερίνα και Παρθενόπη, τις δυο μικρότερες αδελφές του πατέρα μου, ήπιαμε ένα καφέ στο Πλωμάρι και από εκεί ανεβήκαμε στην Αγκαθερή όπου κάναμε πικ-νικ στο ελαιόκτημα του παππού και κοιμηθήκαμε το μεσημέρι δίπλα από το εγκαταλειμμένο μελισσοκομείο του θείου μου Βαγγέλη, κάτω από τα πεύκα. Το απόγευμα ανάψαμε ένα κερί στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης και εκεί στο μεγάλο πρίνο ανταμώσαμε τον Γιάννη Βαμβαδέλλη τον γιο της Βατώς, που μας έφτιαξε καφέ για να θυμηθούμε το εκεί καφενείο της μητέρας του. Μιλήσαμε με την μοναδική σημερινή κάτοικο της Αγκαθερής την Χριστίνα Πατεντάδαινα και ανεβήκαμε με το αυτοκίνητο στην κορυφή του λόφου, στον πύργο του Φράγκου, και χαρήκαμε το αμπέλι που έφτιαξε ο Γιώργος στο μεγάλο πλάτωμα, που διαμόρφωσε ισοπεδώνοντας τρεις μικρές πεζούλες, για να μπορεί να κυκλοφορεί το σκαπτικό μηχάνημα, ανάμεσα στα ζωηρά καρποφόρα κλήματα που ήδη είχαν καλύψει το μεταλλικό πλέγμα στήριξής τους. Θαύμασα το μεγαλείο του έργου, ρώτησα τον Γιώργο κι έμαθα:
- Κάθε πότε και πώς το ποτίζεις, πού βρίσκεις νερό εδώ στην κορυφή;
- Δε χρειάζεται. Είναι ξερικό, έτσι το είχε κι ο Φράγκος, οι ρίζες φθάνουν στα δέκα μέτρα βάθος.
- Έχεις βγάλει κρασί;
- Πέρυσι για πρώτη φορά.
- Με την τέχνη του παππού σου;
- Εκείνος δεν πιανόταν. Πρόσεξε τη φιστικιά, φαίνεται το μπόλιασμα που έκανε ο ίδιος τότε στην άγρια πετραμίθρα, δοκίμασε τον καρπό της. Δες τις μυγδαλιές, τις συκιές, τις αχλαδιές που ξαναζούν από τότε που έβαλα το αμπέλι, κόψε αυτά τα μεγάλα αρκόμπλα και πάστωσέ τα, να έχεις πρώτης τάξεως μεζέ ούζου το χειμώνα. Μη φοβάσαι από μένα όπως τότε, αν μια χρονιά τα μαζέψεις την άλλη γίνονται μεγαλύτερα, θεριεύουν!
- Δικαιούμαι ένα μπουκάλι κρασί;
- Θα πιούμε για να το συγκρίνεις με το Καλλονιάτικο, εκείνο το μπρούσκο της δεύτερης πατρίδας σου και αντί να πεις σαν τον Αριστοτέλη: «ηδίων ο Λέσβιος», να ομολογήσεις πως γλυκύτερος είναι ο Αγκαθεριανός!
Όταν αποχαιρετήσαμε τον Γιώργο και τη Χρυσούλα, ρώτησα την Ερατώ: Αποδίδει άραγε οικονομικά και συμφέρει να φτιάξεις ένα αμπέλι στην κορυφή του βουνού, μία ώρα μακριά από το τόπο κατοικίας σου;
Και εκείνη απάντησε: Αποδίδει και συμφέρει άμα αγαπάς τον τόπο, τον εαυτό σου και κυρίως την Ερατώ σου!