Εφέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από το θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Η επέτειος αυτή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το πρόσωπό του έχει συνδεθεί με μία σειρά από όμορφα χριστουγεννιάτικα διηγήματα, με οδήγησαν στο να του αφιερώσω το παρόν «Έμβολο».
ΕΜΒΟΛΑ
Εφέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από το θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Η επέτειος αυτή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το πρόσωπό του έχει συνδεθεί με μία σειρά από όμορφα χριστουγεννιάτικα διηγήματα, με οδήγησαν στο να του αφιερώσω το παρόν «Έμβολο». «Οι άνθρωποι με θυμούνται Χριστούγεννα και Πάσχα», έλεγε σεμνά, και πώς αλλιώς θα γινόταν, αφού μερικά από τα ωραιότερα αφηγήματά του έχουν άρωμα γιορτινό.
Η συνθήκη της στέρησης που βιώνει σήμερα πλήθος ανθρώπων, και την οποία η κατάσταση της κρατικής μας οικονομίας έχει εντείνει ακόμη περισσότερο, για τον Παπαδιαμάντη ήταν μόνιμο και διαρκές γεγονός καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του. Το 1889 είναι πια σχεδόν 40 ετών και γράφει προς τον πατέρα του: «Σεβαστέ μου πάτερ, ευρίσκομαι χωρίς λεπτόν, διότι επλήρωσα τα χρέη μου και έκαμα ρούχα. Αλλά αν τυχόν έχετε ανάγκην από λεπτά, παρακαλώ τον κ. Αλέξ. Μωραϊτίδην, ον ασπάζομαι, να σας δώση πενήντα δραχμάς, και άμα έλθη εις Αθήνας τάχιστα, συν Θεώ, θα τω τας αποδώσω.»
Ωστόσο, ο δρόμος της ασκητικής του εαυτού που ακολούθησε ο Παπαδιαμάντης, τον βοήθησε στο να μην καταβληθεί από αυτές τις συνθήκες. Ο δρόμος της ασκητικής τού έδωσε την ψυχική δύναμη που ήταν απαραίτητη, ώστε ακόμη και μέσα στις συνθήκες της στέρησης να ενσαρκώσει στα διηγήματά του τον αγώνα της ψυχικής ομορφιάς ενάντια στην ψυχική ασχήμια. Έτσι, η γραφή του είναι σκληρή με τους ήρωες που εκπροσωπούν τη δεύτερη και συμπονετική με τους ήρωες που ενσαρκώνουν την πρώτη.
«Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τα βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίη ένα ρούμι να ζεσταθή ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του.» Έτσι ξεκινά το διήγημα «Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη». Ο ήρωας επινοεί μία απάτη, με την οποία επιχειρεί να στείλει μία γαλοπούλα στο σπίτι του την παραμονή των Χριστουγέννων. Θα περίμενε κανείς ότι ο Παπαδιαμάντης θα ήταν συμπονετικός και θα άφηνε τον ψυχικά άστατο ήρωά του να χαρεί την ημέρα των Χριστουγέννων, έστω και διαμέσου μιας απάτης. Κι όμως, ο Παπαδιαμάντης είναι τόσο σκληρός με τους ψυχικά αδύναμους, όσο ήταν και οι ασκητές του Γεροντικού ή ο Φρειδερίκος Νίτσε. «Ε, μαστρο-Παύλε, είπε πλησιάσασα η κυρα-Στρατίνα… Είδαμε κι επάθαμε να σκεπάσουμε το πράμα, να μη προσβαλθή το σπίτι... Εκείνος που ήτον δικός του ο γάλος, ήλθε μεσάνυκτα κι εφώναζε… και μας φοβέριζεν όλους, κι η φαμίλια σου, επειδής τον είχε κόψει το γάλο, μαθές, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά... κλειδώθηκε μες στην κάμαρα, και δεν ήξευρε τι να κάμη... και επέρασεν η φαμίλια σου όλην την ημέραν κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβον μην ξαναέλθη εκείνος που ’χε το γάλο και μας φέρη και την αστυνομία... Άλλη φορά, τέτοια αστεία να μην τα κάνης, μαστρο-Παυλάκη.»
Αντιθέτως, στον «Αμερικάνο», ένα άλλο χριστουγεννιάτικο διήγημα, ο Παπαδιαμάντης περιγράφει την ψυχική ομορφιά και στέκεται συμπονετικός μαζί της. Το Μελαχρώ της θεια-Κυρατσώς περίμενε πολλά χρόνια υπομονετικά τον αρραβωνιαστικό της, το γιο του Μοθωνιού που έχει ξενιτευτεί στην Αμερική. «Και σαν έφυγε και απέρασαν δυο - τρία χρόνια, την εγύρεψαν πολλοί, γιατί το κορίτσι είχε χάρες κι εμορφιές, και τιμημένη ήτον, και μορφοδούλα, η μόνη κεντήστρα του χωριού μας, και προικιά είχε καλά. Μα το Μελαχρώ δε θέλησε κανέναν.»
Ο Παπαδιαμάντης θεωρεί χρέος του να την ανταμείψει. «Όταν οι γείτονες της θεια-Κυρατσώς της Μιχάλαινας εξύπνησαν μετά τα μεσάνυχτα διά να υπάγουν εις την εκκλησίαν, της οποίας οι κώδωνες εκλάγγαζον θορυβωδώς, πόσον εξεπλάγησαν ιδόντες την οικίαν της πτωχής χήρας, κατάφωτον… Ο ξενιτευμένος γαμβρός, ο από εικοσαετίας απών… επανήλθε με χιλιάδας τινάς ταλλήρων εις τον τόπον της γεννήσεώς του, όπου επανεύρεν ηλικιωθείσαν, αλλ’ ακμαίαν ακόμη, την πιστήν του μνηστήν… Μετά τρεις ημέρας, την Κυριακή μετά την Χριστού Γέννησιν, ετελούντο, εν πάση χαρά και σεμνότητι, οι γάμοι… Η θεια-Κυρατσώ, μετά τόσα έτη, εφόρεσεν, επ’ ολίγας στιγμάς, χρωματιστήν “πολίτικην” μανδήλαν, διά ν’ ασπασθεί τα στέφανα.»