Οι εξυπνάκηδες

01/07/2012 - 05:56
Δεν κάνουν εξαιρέσεις. Οι εξυπνάκηδες. Κι αρέσκονται να παρανομούν· έτσι από μαγκιά· ή καπρίτσιο· ή κακή ανατροφή και συνήθεια. Ή απλά γιατί η παρανομία είναι στο αίμα τους.
Δεν κάνουν εξαιρέσεις.
Οι εξυπνάκηδες.
Κι αρέσκονται να παρανομούν· έτσι από μαγκιά· ή καπρίτσιο· ή κακή ανατροφή και συνήθεια. Ή απλά γιατί η παρανομία είναι στο αίμα τους.
Είναι αυτοί που καταστρέφουν από την απλή σειρά προτεραιότητας στην τράπεζα και στο λεωφορείο, ως τα σοβαρά εθνικά μας θέματα.
Δεν εκπλήσσομαι. Το έχω ξαναδεί. Σε υποανάπτυκτα κράτη. Όχι όλα. Εκεί μόνο που ο σεβασμός στον συνάνθρωπο, ο ομαλός κοινωνικός βίος με άλλα λόγια, είναι είδος άγνωστο.
Δεν το μπορώ όμως, φρίττω, όταν το βλέπω σε μας που οι πρόγονοί μας (καλά που ήτανε κι αυτοί) σκόρπισαν τα εκτυφλωτικά φώτα του πολιτισμού στην οικουμένη ολάκερη.
Θαρρώ πως έχουν την αφέλεια να πιστεύουν ότι είναι δυο σκαλιά πάνω από μας τους «βλάκες», χωρίς να ξέρουν πως, απλά, βρίσκονται δυο σκαλιά πιο πίσω κι απ’ τα μουλάρια.
Κι ας μην γελάνε τώρα που με διαβάζουν, αν διαβάζουν ποτέ σοβαρά κείμενα, γιατί όλοι οι «άλλοι», οι κατ’ αυτούς «βλάκες», εκεί τους έχουμε κατατάξει, κι ας μην το καταλαβαίνουν.
Λέγανε οι παλιοί να έχουμε το «γνώθι σαυτόν». Μα για τούτο το απλό, αλλά σπουδαίο προσόν, χρειάζεται και λίγο νιονιό, που αυτοί το στερούνται.
Τελευταία, με χαρά μου βλέπω να «ξυπνάνε» επιτέλους όλο και πιο πολλοί από εμάς τα θύματα, και διαμαρτύρονται. Όπως προχθές βραδάκι έξω από το πλοίο, στο λιμάνι, όταν ουρά οι πληβείοι περιμέναμε τη σειρά μας καρτερικά να πάρουμε το εισιτήριο και το, κατά φαντασίαν, σαΐνι, ξετρύπωσε πρώτος απ’ όλους.
«Πού πάτε κύριε;», φώναξε ο πίσω.
«Κάτι λεφτά θέλω να δώσω.»
«Κι εμείς λεφτά θέλουμε να δώσουμε.»
«Ναι, αλλά εγώ βιάζομαι.»
«Γιατί βιάζεσαι;»
«Μη χάσω το πλοίο.»
«Με το ίδιο πλοίο θα πάμε κι εμείς, κύριε.»
Οπότε ξύπνησε το από μέσα του κι άρχισε, κατά το λεγόμενο, τσαμπουκά.
«Α παράτα με, ρε φίλε. Εγώ θα κάνω ένα λεφτό…»
Κι αυτό αποτέλεσε μια μικρή πυριτιδαποθήκη που ξεσήκωσε όλους εμάς πίσω, του βάλαμε τις φωνές, ακούστηκαν και κάτι κοσμητικά επίθετα που αποφεύγω να αναφέρω, και μπροστά στο «φωνή λαού οργή Θεού», τον βλέπω τον καλό μου σαν μαδημένη αναψοκοκκινισμένη γαλοπούλα να μην βρίσκει θέση, και να καταλήγει τελευταίος στη ουρά. Πιο πίσω απ’ αυτό που θα πετύχαινε αν ήταν σωστός.
Ή, σαν την «κυρία», που χρειάστηκε να θυσιαστούν δεκάδες άκακα γλυκά ζωάκια για να γίνει το πανωφόρι που φορούσε, η οποία παριστάνοντας τη θρήσκα ήθελε να κοινωνήσει.
Πήγε στην εκκλησία, και στο «μετά φόβου Θεού…» έσπρωξε μικρούς και μεγάλους, παραμέρισε τα παιδιά τα αναμάρτητα που ήταν μπροστά, και θέλησε να πάει πρώτη στον ιερέα που κρατούσε το Άγιο Δισκοπότηρο.
«Συγγνώμη», της είπε ο παπάς, «πρώτα θα κοινωνήσουν τα παιδιά.»
Τραβήχτηκε απογοητευμένη κι εκνευρισμένη η «καθώς πρέπει κυρία», αλλά δεν άντεξε και σε λίγο χώθηκε ξανά ανάμεσα στα παιδιά, σπρώχνοντας μάλιστα κάτι κοριτσάκια, ήταν δεν ήταν οχτάχρονα, λίγο έλειψε να τα ρίξει κάτω, και στήθηκε πάλι πρώτη.
Ψύχραιμος αλλά δίκαιος και αυστηρός ο γέροντας ιερέας, δεν έδειξε καμμιά ταραχή, τα Άγια των Αγίων κρατούσε, και πολύ ήρεμα της είπε:
«Πρώτα τα παιδιά. Εσάς, θα σας κοινωνήσω τελευταία. Περιμένετε παρακαλώ.»
Κι είδανε όλοι την ασεβή κι απολίτιστη αυτή γουνοφορεμένη γυναίκα να φεύγει χωρίς να κοινωνήσει, τιμωρώντας έτσι, νόμισε, τον γέροντα μύστη.
Μήπως, αλήθεια, πρέπει οι τύποι αυτοί κάπου να βάζουνε και το μυαλό τους να δουλεύει;
Για να μην επαναλάβω αυτό που είπε ένας φτωχικά ντυμένος ανθρωπάκος στον αλαζόνα γραβατωμένο που έκανε φτηνή επίδειξη γνώσεων στην ομήγυρη μιας σύναξης λογοτεχνών:
«Μπας και πουλάνε πουθενά μυαλό να σου αγοράσω;»

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey