«Μια σκέψη πάνω σ’ ένα ηλιόλουστο πρωινό»

01/07/2012 - 05:56
Κάθομαι στο λιμάνι και χαζεύω την ηρεμία της θάλασσας. Απολαμβάνω μια πολύ όμορφη μέρα. Γύρω, απόλυτη σιωπή, από αυτές που μου αρέσουν. Δε με πειράζει, δε με μελαγχολεί. Ένας ήλιος τόσο λαμπερός, διαπερνά τα πάντα, το μυαλό, τις σκέψεις, φωτίζει τις λέξεις μου, τις οδηγεί στο χαρτί.
Κάθομαι στο λιμάνι και χαζεύω την ηρεμία της θάλασσας. Απολαμβάνω μια πολύ όμορφη μέρα. Γύρω, απόλυτη σιωπή, από αυτές που μου αρέσουν.
Δε με πειράζει, δε με μελαγχολεί. Ένας ήλιος τόσο λαμπερός, διαπερνά τα πάντα, το μυαλό, τις σκέψεις, φωτίζει τις λέξεις μου, τις οδηγεί στο χαρτί.. ζεσταίνει το σώμα μου και με ηρεμεί.
Ένας αραιός παφλασμός ακούγεται πολύ σιωπηλός, ανεπαίσθητα σχεδόν. Κυματάκια απ’ τις βάρκες που σπάνε στις άκριες του λιμανιού.
Τα τραπεζάκια άδεια, κανείς δεν κυκλοφορεί, λέω. Τίποτα δε θυμίζει Καλοκαίρι εκτός από αυτή την ηλιοφάνεια. Καλύτερα. Καιρός για περισυλλογή και ηρεμία (μέσα στην τόση στεναχώρια κι αβεβαιότητα των ημερών).
Μια νερόπαπια διασχίζει μια μεγάλη λουρίδα της θάλασσας, που μοιάζει «λάδι». Τη βλέπω πολλή ώρα πώς απολαμβάνει το κολύμπι της, πώς γυαλίζουν στον ήλιο τα φτερά της. Ξαναβουτά με απίστευτη ευκολία, γλιστρά στο νερό. Όλα διάφανα σήμερα. Τη βλέπω κάτω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας. Τη θαυμάζω. Ένας εξαίρετος κολυμβητής.
Ξαναβγαίνει, στεγνώνει ταχύτατα στον ήλιο και συνεχίζει τη θαλάσσια βόλτα της.
Στο βάθος ακούγεται η μηχανή μιας βάρκας, «χαλάει» την ησυχία. Δε μ’ ενοχλεί ούτε αυτό. Ούτε οι ψαράδες που αλληλοχαιρετιούνται μεσ’ απ’ τις βάρκες τους. Άλλωστε αυτοί, σκέφτομαι, μπορούν και «διαβάζουν» τον καιρό μονάχοι τους, έχουν τους δικούς τους κωδικούς, διακρίνουν τα σημάδια για τις καλοκαιρίες ή τις κακοκαιρίες. Παρατηρούν τα πουλιά της θάλασσας, τα σύννεφα και τ’ άστρα.
Μια παρέα γλάρων λιάζεται πάνω σ’ ένα βράχο. Ανοίγουν και ξεδιπλώνουν τα φτερά τους, κρώζουν δυνατά, και σπάνε για λίγο τη σιωπή και τη γαλήνη του τοπίου.

Δυο - τρεις νεαροί πιο πέρα ψαρεύουν. Αν ζωγράφιζα αυτήν τη σκηνή, αυτό το τοπίο έτσι όπως το βλέπω γαλήνιο, θα ήταν άδειο από ανθρώπους, ούτε τη δική μου παρουσία θα έβαζα. Άλλωστε απούσα ένιωθα, ένας απλός παρατηρητής...
Η ώρα περνά έτσι τόσο όμορφα στον ήλιο, και γω σκέφτομαι και παρατηρώ πώς παίζει ο καιρός με τα συναισθήματά μας... πώς απ’ τις συννεφιές των προηγούμενων ημερών, φτάσαμε να είμαστε πιο χαρούμενοι τώρα με τον ήλιο. Πώς άλλαξαν, λέω, περίεργα οι εποχές από τότε που ήμασταν μικροί. Μπερδεύτηκαν τώρα. Δεν υπάρχει αλληλουχία θαρρώ, Άνοιξη - Καλοκαίρι, Φθινόπωρο - Χειμώνας.
Άλλαξαν βέβαια κι οι άνθρωποι. Εκείνο που με λυπεί περισσότερο, είναι που «φύγαν» οι περισσότεροι.
«Έφυγαν έφυγαν ένας αέρας οι άνθρωποι» (πάει στον Ελύτη).
Λοιπόν, πριν λίγες μέρες έτυχε να βρίσκομαι στα βουνά, συγκεκριμένα στους βράχους των Μετεώρων. Είχε συννεφιά και κρύο. Τα μοναστήρια λες κι έβγαιναν μεσ’ απ’ τα σύννεφα. Ή ακόμη σου δίναν την εντύπωση πως ενώνονταν τα σύννεφα με τη γη και τον ουρανό. Επικρατούσε μια «φοβισμένη» σιωπή. Με τρόμαζαν όλα. Ακόμη κι οι Αγιογραφίες δε με καθησυχάζουν όπως άλλοτε. Ίσως έφταιγε πως αλλάζουν όλα τρομαχτικά στη ζωή μας, σκέφτηκα. Ότι είναι όλα φτωχά και δυσοίωνα. Ίσως.
Όμως τα βουνά, όσο ωραία και να είναι, εμένα μου κλείνουν τον αέρα. Εγώ θέλω θάλασσα, να μπορώ ν’ ανασαίνω, να μπορώ ν’ αγναντεύω, να μπορώ να ταξιδεύω. Κι ανοιχτούς ορίζοντες, σαν εκείνους του Καββαδία. Και τα παράλια απέναντι να με περιμένουν...
Δε μας αρμόζουν εμάς τα βουνά. Εμείς που μεγαλώσαμε πλάι στο κύμα κι ανασάναμε αγέρα πελαγινό, δεν μπορούμε τίποτ’ άλλο πια ν’ αγαπήσουμε...

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey