Θεωρίες για τα κίνητρα της εργασίας (ή γιατί η μείωση των μισθών είναι καταστροφική)

01/07/2012 - 05:56
Οι θεωρίες των κινήτρων αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα σημεία της οργανωσιακής θεωρίας, με ιδιαίτερη σημασία για τη διαμόρφωση ερμηνευτικών μοντέλων απόδοσης των εργαζομένων, επειδή συσχετίζονται με την εργασιακή αποτελεσματικότητα και στους παράγοντες που τη μεγιστοποιούν.
Οι θεωρίες των κινήτρων αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα σημεία της οργανωσιακής θεωρίας, με ιδιαίτερη σημασία για τη διαμόρφωση ερμηνευτικών μοντέλων απόδοσης των εργαζομένων, επειδή συσχετίζονται με την εργασιακή αποτελεσματικότητα και στους παράγοντες που τη μεγιστοποιούν.
Ο κοινωνικός ψυχολόγος Douglas McGregor (1960) διατύπωσε τη διπολική θεωρία Χ και Υ. Σύμφωνα με την πρώτη, οι άνθρωποι εκ φύσεως αποστρέφονται της εργασίας και επακολούθως μόνο τιμωρητικές μέθοδοι μπορούν να αυξήσουν την παραγωγικότητα. Τα άτομα που ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία νιώθουν ασφαλή και ικανοποιημένα, μόνο όταν αποφεύγουν να αναλάβουν ευθύνες και πρωτοβουλίες. Αντίθετα, όσοι περιγράφονται από τη θεωρία Υ, χαρακτηρίζονται από έντονη αυτονομία και δημιουργικότητα. Αν το εργασιακό τους περιβάλλον τούς εξασφαλίσει κλίμα εμπιστοσύνης, τότε δράττονται της ευκαιρίας να ξεδιπλώσουν τις ικανότητές τους και να εναρμονίσουν τις φιλοδοξίες τους με τους στόχους της εταιρείας. Ο Schein (1988), δίνοντας μια πιο κοινωνική προσέγγιση, υποστήριξε ότι η συμπεριφορά ενός ανθρώπου επηρεάζεται από τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, οι οποίες μπορούν να καθορίσουν την ταυτότητα και την προσωπικότητά του, η οποία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις μετα-αντιλήψεις, στην ποιότητα δηλαδή των σχέσεων που αναπτύσσονται στο εργασιακό περιβάλλον.
Η θεωρία της ισότητας έχει άμεση σχέση με αυτήν της γνωστικής ασυμφωνίας τού Festinger και τη θεωρία της κοινωνικής ανταλλαγής. Η θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας (Festinger, Abelson, Aronson, McGuire, Newcomb, Rosenberg & Tanncnbaum, 1968) αναφέρεται στην εναρμόνιση των πεποιθήσεων του ατόμου, ώστε να μην είναι συγκρουσιακές, προκαλώντας ψυχολογική ένταση. Για να αισθανθεί κάποιος εργαζόμενος ικανοποίηση, θα πρέπει οι αντιλήψεις του για τη συνεισφορά του στην εργασία να συνάδουν με την προσδοκώμενη αμοιβή. Αν αυτό δε συμβαίνει, ο εργαζόμενος δεν μπορεί να δικαιολογήσει την προσπάθεια που καταβάλλει για να ικανοποιήσει τις εργασιακές απαιτήσεις και κατά συνέπεια αρχίζει να αμφιβάλλει για την αξία της αμοιβής του. Παράλληλα, η θεωρία της κοινωνικής ανταλλαγής (Simpon, 1972) αναφέρεται στα οφέλη που προσδοκούν οι άνθρωποι κατά τη διαμόρφωση των κοινωνικών τους σχέσεων, τα οποία αναμένουν να είναι μεγαλύτερα από το κόστος τής μη σύναψης σχέσεων ή της διατήρησής τους. Συγκρίνουν δηλαδή τη δική τους συνεισφορά και τα αποκομιζόμενα οικονομικά ή κοινωνικά οφέλη με τα αντίστοιχα άλλων ανθρώπων, με τους οποίους διατηρούν κοινωνικές επαφές και σχέσεις.
Η θεωρία της ισότητας (Adams & Rosenbaum, 1962) διατείνεται ότι, εάν ο εργαζόμενος αντιληφθεί μια υπαρκτή ή υποτιθέμενη αδικία εις βάρος του, όπως ότι εργάζεται κάτω από ένα πλαίσιο ανισοτήτων, μειώνει την απόδοσή του. Στην απόδοση του ατόμου περιλαμβάνονται όλα εκείνα που το άτομο κρίνει ότι συνεισφέρει στην εργασία, όπως για παράδειγμα ο κόπος του, τα προσόντα του, η πείρα του κ.ά.. Σύμφωνα με τους Huseman, Hatfield και Miles (1987:222), όταν η αναλογία που προκύπτει από τη σύγκριση είναι άνιση, τότε το άτομο νιώθει αδικία και διακατέχεται από ψυχολογική ένταση, που ο βαθμός της είναι ανάλογος με το βαθμό της θεωρούμενης ανισότητας. Όσο αυξάνεται η ψυχολογική ένταση, τόσο μειώνεται η απόδοση στην εργασία και το άτομο ψάχνει τρόπους για να μειώσει την ανισότητα. Σύμφωνα με τη θεωρία, όταν το άτομο νιώσει ότι αδικείται προσπαθεί να αλλάξει συμπεριφορά, έτσι ώστε να αισθάνεται ότι αυτά που προσφέρει είναι ίσα με αυτά που λαμβάνει. Συνήθως, εάν ο εργαζόμενος πιστεύει ότι αυτά που προσφέρει είναι περισσότερα από αυτά που λαμβάνει, τότε είτε προσφέρει λιγότερα προκειμένου να εξασφαλίσει την άρση της ανισότητας είτε προσπαθεί να αποκομίσει περισσότερα, δηλαδή να μεταβάλει τις αμοιβές προς όφελος του. Τα άτομα αποφασίζουν να μειώσουν την ανισότητα στην οποία υπόκεινται, εγκαταλείποντας το χώρο εργασίας τους ή σταματώντας να προσφέρουν.
«Η ανάγκη για επίτευξη ορίζεται ως γενική προδιάθεση του ατόμου για την επιδίωξη της επιτυχίας και αποτελεί χαρακτηριστικό του ατόμου, που διαμορφώνεται από τη παιδική ηλικία», (Κάντας, 1993). Σύμφωνα με το Murray (1938) τα άτομα που έχουν υψηλή ανάγκη για επίτευξη, επιδιώκουν «να υπερπηδήσουν τα εμπόδια», «να ασκήσουν εξουσία» και «να επιτύχουν ένα δύσκολο στόχο όσο καλύτερα μπορούν και όσο γρηγορότερα γίνεται» (Murray, 1938. Landy & Becker, 1987). Συνήθως, οι στόχοι που θέτουν είναι μέτριας δυσκολίας, ούτε πολύ εύκολοι αλλά ούτε και ακατόρθωτοι. Αποφεύγουν τους εύκολους στόχους, διότι δεν αποτελούν πρόκληση, ενώ αντίθετα οι δύσκολοι εμπεριέχουν υψηλές πιθανότητες αποτυχίας και επομένως αποφεύγονται για να μη ναρκοθετήσουν την υψηλή ανάγκη για επίτευξη.
Η θεωρία της προσδοκίας μελετά τη σύνδεση απόδοσης - αμοιβής, η οποία γίνεται καθοριστική για τους εργαζομένους όταν η κουλτούρα και το οικονομικό σύστημα στηρίζει την υψηλή παραγωγή και ενώ ταυτόχρονα το υψηλό οικονομικό επίπεδο συνεπάγεται αυξημένη κοινωνική επιρροή (Cammann, Lawler, 1973). Πρόσφατες έρευνες υποστήριζαν ότι η παραγωγικότητα είναι υψηλότερη όταν στηρίζονται στην ατομική και συλλογική παραγωγή και όχι μόνο στη συλλογική (Weinstein & Holzbach, 1973). Από την άλλη μεριά, υπάρχουν ενδείξεις ότι όταν οι χρηματικές απολαβές συνδέονται άμεσα με την απόδοση, μειώνουν τη φυσική υποκίνηση των ατόμων (Deci, 1972).

* Ο Ευστράτιος Παπάνης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey