Βασίλης Παρωρίτης (β΄ μέρος)

01/07/2012 - 05:56
Ο πάσσαλος ήταν εκεί από πάντοτε. Στήριζε μια καλύβα την οποία ο Αρμαστός διέλυσε για να μη βρίσκει μέσα της κατάλυμα ο κρατούμενός του. Άφησε μόνο τον πάσσαλο και έβαλε στη βάση του το βαρέλι.
Ο πάσσαλος ήταν εκεί από πάντοτε. Στήριζε μια καλύβα την οποία ο Αρμαστός διέλυσε για να μη βρίσκει μέσα της κατάλυμα ο κρατούμενός του. Άφησε μόνο τον πάσσαλο και έβαλε στη βάση του το βαρέλι. Ο Παρωρίτης, την ώρα που ένιωσε στο λαιμό του την καδένα της αλυσίδας, είχε προσπαθήσει να ουρλιάξει. Για αυτήν του την προσπάθεια ο Αρμαστός τον χτύπησε αλύπητα. Όταν συνήλθε, δεν υπήρχε γύρω του παρά ο πάσσαλος και το βαρέλι. Το μεσημέρι της μεθεπόμενης μέρας, ο Παρωρίτης περίμενε με ανυπομονησία να έρθει αυτός που του έφερνε φαγητό. Ο Αρμαστός όμως καθόταν άπραγος, κοιτώντας πέρα τη θάλασσα, σα να ήξερε πως κανείς πια δε θα τους ενοχλήσει.
Πράγματι, κανείς δεν τους ενόχλησε ξανά. Είναι πολύ δύσκολο να καταλάβουμε γιατί δε βρέθηκε κανείς να νοιαστεί για τον Παρωρίτη ή να θέλει να εντοπίσει τον Αρμαστό. Είχε δοθεί αμνηστία, αυτό όλοι το δέχτηκαν με μεγάλη ανακούφιση. Η αμνηστία τερμάτιζε τον αδελφοκτόνο εμφύλιο που είχε ξεκινήσει πριν τρία χρόνια. Φαίνεται όμως πως ανάμεσα σε αυτά που έπρεπε να ξεχαστούν, ήταν ο Παρωρίτης και ο Αρμαστός. Να ξεχαστούν ολότελα γιατί δεν υπάρχει μερική μνήμη. Υπάρχει η λήθη, απόλυτη και δίχως εξαιρέσεις, αλλιώς από εκεί και πέρα τα πράγματα παραμένουν ζωντανά. Ποιος ήθελε ζωντανό τον εαυτό του έτσι όπως διαμορφώθηκε στη φρίκη του εμφυλίου; Αμνηστία.
Ο Αρμαστός καθάρισε την περιοχή γύρω από το βαρέλι και απομάκρυνε κάθε πέτρα και ξύλο με το φόβο ότι ο Παρωρίτης μπορεί να προσπαθούσε να σπάσει την αλυσίδα του με αυτά. Ο Παρωρίτης πέρασε πολλές μέρες ελπίζοντας πως θα τον σώσουν, μα τελικά κατάλαβε και εκείνος πως κάτι τέτοιο ήταν απίθανο. Τα βράδια, όταν ο Αρμαστός έλειπε ή κοιμόταν, ο Παρωρίτης προσπαθούσε να ελευθερωθεί. Είχε διαλέξει έναν κρίκο στην αλυσίδα του, έναν κρίκο που του είχε φανεί κάπως πιο φθαρμένος και πάνω εκεί είχε επικεντρώσει τις προσπάθειές του. Έλεγε από μέσα του πως αν τραβούσε ή έτριβε αυτόν τον κρίκο λίγο-λίγο κάθε βράδυ, με τα δόντια, με τα νύχια του, τελικά ο κρίκος θα έσπαγε. Μετά από μεγάλη προσπάθεια, είχε φτάσει κοντά στο να το καταφέρει. Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκε πιο ήσυχος πάνω στο παγερό σίδερο του βαρελιού του, σκεφτόμενος πως αύριο την ίδια ώρα μπορεί να ήταν στη Χώρα, κάπου ζεστά. Όταν ξύπνησε το άλλο πρωί, είδε πως ο Αρμαστός είχε αντικαταστήσει την αλυσίδα του με μια καινούργια, πολύ πιο ανθεκτική. Είχε κοιμηθεί τόσο βαθιά και μακάρια, ώστε δεν ένιωσε το παραμικρό από τα νυχτερινά μαστορέματα του δυνάστη του.
Ποιος μπορεί να ανασυνθέσει τις συζητήσεις μεταξύ των δυο ανδρών; Τι να έλεγαν μεταξύ τους, πώς να μάλωναν, πώς να έκλαιγε ο Παρωρίτης και να σώπαινε ή να βλαστημούσε ο Αρμαστός, μήπως ήταν ο Αρμαστός που έκλαιγε, τι πράγματα έτρωγαν; Όταν συμπληρώθηκαν εφτά χρόνια, ο Αρμαστός φεύγει από την ιστορία μας και χάνεται για πάντα από τις αφηγήσεις, από κάθε βιβλίο ή έγγραφο, δημόσιο ή ιδιωτικό, χάνεται δίχως ίχνη και μένει μόνο το αίνιγμα του τελευταίου του εγκλήματος. Ο Παρωρίτης εμφανίζεται ένα απόγευμα στα σοκάκια της Χώρας, ρακένδυτος και βρόμικος, με γένια και μούσια, βαστώντας ένα μακρύ ραβδί όπως στις αγιογραφίες οι νικηφόροι άγιοι της ερήμου. Το Κόμμα τού παραχωρεί μια μικρή σύνταξη. Ο Παρωρίτης πέθανε σε μεγάλη ηλικία, 25 χρόνια μετά την απελευθέρωσή του. Λίγοι δικοί του άνθρωποι γνώρισαν αυτά που πέρασε όπως εκείνος επέλεξε να τους τα διηγηθεί. Κανείς τους δεν έχει γράψει ή μιλήσει δημόσια για αυτά. Ο Παρωρίτης, δυο χρόνια πριν πεθάνει, επισκέφτηκε ξανά, ινκόγκνιτο, το Κουφονήσι και έμεινε εκεί τρεις μέρες. Αυτό μαθεύτηκε όταν πια ο Παρωρίτης είχε επιστρέψει ήδη στην Αθήνα.
Οι βοσκοί ήταν οι πρώτοι που είδαν το στοίχειωμα. Μιλούσαν για τον πάσσαλο που τα βράδια άλλαζε τόπο. Για μια ψιλόλιγνη μορφή, εκεί όπου μαρτύρησε ο Παρωρίτης, έναν παράξενο άνθρωπο που εμφανιζόταν και σε κοιτούσε δίχως ποτέ να σου κάνει κακό ή έστω να σου μιλήσει. Όταν είχε νοτιά, άκουγαν κάποιον να χτυπάει ρυθμικά το βαρέλι και μερικές φορές να ουρλιάζει ένα ακατανόμαστο τραγούδι. Αλυσίδες να σέρνονται και δόντια να κροταλίζουν μεταξύ τους. Το φάντασμα του Παρωρίτη, όπως ονομάστηκε, ή από άλλους που διαφωνούσαν, το φάντασμα του Αρμαστού, σε κάποια στιγμή είχε γίνει ιδιαίτερα ενοχλητικό, το έβλεπαν όλοι μπροστά τους, ακόμα και κάτοικοι μακριά στη Χώρα και στον Πάνορμο, όταν τα μεσάνυχτα τύχαινε να κοιτάξουν έξω από παράθυρό τους. Το θέμα συζητήθηκε στο Νομαρχιακό Συμβούλιο, κάτι πρωτοφανές για τα χρονικά, να συζητούν πολιτικοί άνδρες για φαντάσματα σα να επρόκειτο για ένα πρόβλημα αληθινό και απτό. Πάρθηκε απόφαση να απομακρυνθούν το βαρέλι και ο πάσσαλος για να πάψουν οι εμφανίσεις. Να ξεχαστεί το θέμα, να ξεχαστούν επιτέλους όλα, να δοθεί αμνηστία, να ξεπλυθεί το μίασμα του εμφυλίου, να ξεχαστούν, να κρυφτούν κάτω όλα από το χαλί, κάτω από το χώμα.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey