Απογευματινός περίπατος

01/07/2012 - 05:56
Περπατώ, απογευματάκι, μ’ ένα φεγγάρι αγκαλιά, με τα λιγοστά αστέρια που μόλις ανέτειλαν στον πεντακάθαρο ουρανό. Ακόμη δεν έχει σκοτεινιάσει. Η δύση έβαψε κατακόκκινο όλο το τοπίο, τη θάλασσα, τους ορίζοντες στον ουρανό.
Περπατώ, απογευματάκι, μ’ ένα φεγγάρι αγκαλιά, με τα λιγοστά αστέρια που μόλις ανέτειλαν στον πεντακάθαρο ουρανό. Ακόμη δεν έχει σκοτεινιάσει. Η δύση έβαψε κατακόκκινο όλο το τοπίο, τη θάλασσα, τους ορίζοντες στον ουρανό.
Το χώμα γύρω μου και τα χωράφια νοτισμένα, μυρίζουν βροχή και δροσιά βραδινή. Απορώ με τα λιγοστά λουλουδάκια πώς τόλμησαν ν’ ανθίσουν Γενάρη μήνα. Μικρά ρυάκια νερών τρέχουν στις άκρες των δρόμων. Σιωπή και γαλήνη.
Κάνω να γυρίσω το βλέμμα μου πίσω και βλέπω το κάστρο σκοτεινό, φωτισμένο ελάχιστα από μέσα μ’ ένα κόκκινο χρώμα. Έχω την αίσθηση πως από κάπου, από κάποιες πολεμίστρες θα ξεπηδήσουν πειρατές, θ’ ακουστούν κανονιοβολισμοί, θα γεμίσει ο τόπος καπνό και μπαρούτι...
«Σταματώ» για λίγο το χρόνο (κάτι μέσα μου αρνείται πεισματικά ν’ ακολουθήσει το «τώρα» που πια δεν έχει ουσία), γυρίζω πίσω, ελάχιστες δεκαετίες πριν. Αλλάζουν όλα, θέλω να ζήσω για λίγο την άλλοτε ωραία εποχή, η παρούσα είναι άχαρη, σχεδόν με σκοτώνει.
Δε με κυνηγά καμμιά νωθρή πραγματικότητα, κανένα άγχος, καμμιά δυσκολία ή στεναχώρια, δε μ’ ακολουθούν μελαγχολικοί άνθρωποι, οι καιροί δεν είναι σκυθρωποί, ούτε απαισιόδοξοι.
Η μάνα μου τραγουδά στην κουζίνα (έχει ωραία φωνή), το ράδιο παίζει Χατζιδάκι. Η παραμάνα πιο μέσα κάνει διάφορες δουλειές και λέει ιστορίες. Έρχεται κάθε μέρα στο σπίτι μας, το δικό της είναι λίγο πιο πάνω, εκεί που μένουν οι «μπουγοζιανοί», ένα μικρό σπιτάκι μ’ ασβεστωμένες γλάστρες και τριανταφυλλιές.
Το ράδιο συνεχίζει, «χάρτινο το φεγγαράκι». Όλα χάρτινα, εύθραυστα, πολύτιμα, γι’ αυτό αλλιώς ωραία. Δεν υπάρχουν ακόμη τηλεοράσεις, δε μας παρασύρει κανένα κύμα ματαιοδοξίας.

Το ραδιόφωνο κάνει αφιερώματα σε μελοποιημένους στίχους, σε ποιήματα, στιχουργούς, ποιητές. Είναι σαφώς όλα πιο αγνά, πιο ταπεινά, πιο όμορφα. Η ζωή είναι ποιότητα.
Δεν κουδουνίζουν τηλέφωνα, μιας και δεν υπάρχουν, δεν ανησυχούμε μην ακούσουμε τίποτα δυσάρεστο.
Με τον μπαμπά στο μαγαζί επικοινωνούμε με ραβασάκια που τα πηγαίνουμε εμείς ή άλλα παιδιά.
Βγαίνουμε στη γειτονιά, τρέχουμε, δε φοβόμαστε, τα καλντερίμια είναι οι δρόμοι μας, κατεβαίνουμε στη θάλασσα, πηδάμε στα βράχια, φτάνουμε στον Άι-Νικόλα, στο λιμάνι, πηγαίνουμε στην πίσω πλευρά του χωριού, την αρχαία Μήθυμνα, κι από εκεί ανεβαίνουμε τρέχοντας στο Κάστρο. Αγναντεύουμε τη θάλασσα που απλώνεται μπροστά μας, ώσπου πάει το μάτι μας ένα ατέλειωτο γαλάζιο. Πίσω μας, τα γειτονικά παράλια της Μ. Ασίας. Κάπου - κάπου προσπαθούμε να βρούμε κατά πού πέφτει το Κουτσούκ-κουγιού ή πόσο μέσα είναι η Τροία.
Ξαναριχνόμαστε στο κυνηγητό, κατεβαίνουμε με βιάση τα σκαλιά, γρήγορα πριν βραδιάσει. Όχι, δε φοβόμαστε τα σκοτάδια, ως κι αυτά είναι πιο ήμερα. Θέλουμε να προλάβουμε την παραμάνα, μη φύγει χωρίς το φιλί μας, να ρωτήσουμε αν αύριο θα ξανάρθει, να πάρουμε θετική απάντηση.
Αύριο θα ‘χει πάλι ήλιο, θα ξαναβγούμε στους δρόμους, θα ξεχυθούμε στις γειτονιές. Είναι τόσο γλυκιά αυτή η ελευθερία.
Περπατώ και βραδιάζει, πέφτει τώρα πιο βαριά η νύχτα. Τα χρώματα σβήνουν σιγανά στον ορίζοντα. Φεγγοβολούν τ’ άστρα στον ουρανό. Λάμπει μαγευτικά το φεγγάρι. Μυρίζουν όλα γύρω μου δροσιά, πέφτει μια βραδινή ομίχλη. Τυλίγονται όλα στη χειμωνιάτικη νύχτα.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey