Ένα γράμμα...

01/07/2012 - 05:56
Δεύτερη φορά που έφευγες, παντοτινά αυτήν τη φορά, δεύτερη φορά που μ’ άφηνες μόνη (χωρίς μάνα), να μετρώ τη λύπη μου, να τα βάζω μ’ ένα Θεό «παντοδύναμο», που όμως σε ξέχασε μέσα σ’ ένα άρρωστο σώμα. Κι έτσι ξέχασα και γω την πίστη μου.
Δεύτερη φορά που έφευγες, παντοτινά αυτήν τη φορά, δεύτερη φορά που μ’ άφηνες μόνη (χωρίς μάνα), να μετρώ τη λύπη μου, να τα βάζω μ’ ένα Θεό «παντοδύναμο», που όμως σε ξέχασε μέσα σ’ ένα άρρωστο σώμα. Κι έτσι ξέχασα και γω την πίστη μου.
Αμφισβήτησα τα πάντα, αμφέβαλα για όλα. Δυσανασχέτησα γι’ αυτή σου την τύχη. Έγινα «άπιστη» ξανά. «Πέσαν έξω» όλες μου οι προσευχές. Κι ίσως ούτε τη δύναμη είχα πια να πιστέψω. Ή, ίσως, δεν ήμουν η πλέον καταλληλότερη.
Χριστιανή να πιστέψω σ’ ένα θαύμα... «Είμαστε παιδιά ενός κατώτερου Θεού», έτσι δεν είπε η Λαμπέτη λίγο πριν πεθάνει;
Μ’ αυτές τις σκέψεις, αποφάσισα να σ’ ακολουθήσω στην τελευταία μας βόλτα, να σε συνοδεύσω στο μεγάλο ταξίδι σου.
Κι η βροχή να πέφτει ασταμάτητα. Μια άγρια, λυπητερή βροχή, μια ταραχώδης βροχή, ένας θυελλώδης μακρύς θόρυβος.
Τι ήθελες να μου πεις; Τι ήθελε να πει ο Θεός για μας;
Σκοτάδια και γκρίζα σύννεφα κάλυπταν τον ήλιο και τον υπέροχο αττικό ουρανό.
Να σ’ ακολουθώ, και να βλέπω τον κόσμο και να μη βλέπω τίποτα. Και να μην μπορεί να βγει απ’ τα χείλη μου κουβέντα, όμως μέσα μου σου μιλούσα με χιλιάδες φωνές, όπως παλιά που καθόμασταν στο μικρό κουζινάκι και κουβεντιάζαμε, και μου έφτιαχνες τούρκικο καφέ, έτσι έλεγες τον ελληνικό (μαθημένη απ’ την Πόλη).

Σ’ αυτό το κουζινάκι που δεν είχε θέα, παρά μονάχα ένα μικρό παράθυρο στον ακάλυπτο χώρο της πολυκατοικίας, μα ήταν πολύ ζεστό, και χαρούμενο.
Πώς μπορούσες, σκεφτόμουν, να ζεστάνεις ένα χώρο, ένα σπίτι ολόκληρο. Πώς έγινε και με την αγάπη σου μας σκέπασες όλους και μας ζέστανες, συγγενείς και μη. Αγαπάς τον άλλον από τις πράξεις του, έτσι σ’ αγάπησα κι εγώ, κι ας μην ήσουν δική μου μάνα.
Γύρισα και κοίταξα το μεγάλο μπρούντζινο καθρέφτη (κειμήλιο από την ιδιαίτερή σου πατρίδα, την Ίμβρο) και πιο πέρα κρεμασμένο στον τοίχο ένα παλιό πιάτο. Αντίκα απ’ την Πόλη. Η ιστορία της ζωής σου στην Ίμβρο, και την Πόλη, είναι η νεώτερη ιστορία της Ελλάδας. Πόσο άραγε ξέρουμε την αλήθεια για τα νησιά που χάσαμε, για την εκδίωξη των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως (πάντα έκλαιγες όταν μου τα ‘λεγες), την αιματοβαμμένη Μικρασία.
Πόσο άδειο ήταν το σπίτι χωρίς εσένα. Ό,τι ακουμπούσα, ό,τι έβλεπα, ό,τι χρειαζόμουν (ασήμαντα καθημερινά πράγματα) μου θύμιζαν εσένα. Γυρνούσα στα δωμάτια και θαρρούσα πως μ’ ακολουθούσες και μου μιλούσες. Έμπαινα στην κουζινίτσα και νόμιζα πως έφτιαχνες φαγητά, και με φώναζες να καθίσω μαζί σου. Έφευγα και μου φώναζες να ντυθώ καλά μην κρυώσω, να προσέχω. Μια αληθινή μάνα...
«Όνειρο η ζωή κι εμείς φαντάσματα, σκιές ονειρικές που σβήνουνε και χάνονται, όπως σβήνουν και χάνονται, μόλις λαλήσει ο πετεινός και φέξει από το παράθυρο του ήλιου η πρώτη αχτίδα, οι φαντασίες της νύχτας.» (Ισμήνη Καπάνταη)

Δωροθέα Δημητρίου
(αφιερωμένο σε μια ιδιαίτερη γυναίκα)

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey