Οι ιστορικές περιπέτειες των λέξεων και η ετυμολογία τους

17/04/2024 - 15:11

Στην μακραίωνη διαδρομή της Ελληνικής Γλώσσας, πολλές λέξεις και φράσεις έχουν να μας διηγηθούν ενδιαφέρουσες ιστορίες για τις οδυσσειακές περιπέτειες που έζησαν ταξιδεύοντας στον χρόνο και στον χώρο, όπου οι μεταβαλλόμενες συνθήκες στην κοινωνική ζωή των ανθρώπων άλλαζαν και οι λέξεις καλούνταν να εκφράσουν τις νέες ανάγκες, που δημιουργούσε η ιστορική συγκυρία∙ κάτω από αυτήν την ανάγκη δημιουργήθηκαν, εξαρχής, νέες λέξεις, χρησιμοποιήθηκαν ξένες λέξεις ή αντιδάνεια και λέξεις της Αρχαίας ελληνικής Γλώσσας φορτίστηκαν με νέο νόημα (π.χ. εκκλησία, λειτουργία, μουσική, σοφιστής, τύραννος, πομπή, σχολή, παιδεύω, μυστήριο, εγκύκλιος)∙ και σε ορισμένες φράσεις διατηρήθηκε η μνήμη για ιστορικά γεγονότα και καταστάσεις που σημάδεψαν την ζωή των ανθρώπων.

Η λέξη εκκλησία, στην αρχαία ελληνική Γλώσσα, σήμαινε την συνάθροιση των ελεύθερων πολιτών, την νομοθετική συνέλευση του Δήμου∙ στην «Κοινή» Γλώσσα της Καινής Διαθήκης το «σώμα» των πιστών, καθώς και τον τόπο συνάθροισής τους∙ και, στην σημερινή Γλώσσα, τον χριστιανικό ναό. Λειτουργία: αρχ.ελλην., δημόσιο καθήκον, ανάληψη δημόσιας δαπάνης. Στην «Κοινή» Γλώσσα της Κ.Δ. και την Νεοελληνική, ιεροπραξία της χριστιανικής εκκλησίας ( γενικότερα, ενέργεια οργάνων, δημόσια ή ιδιωτική εργασία).

Μουσική και Μουσείον:αρχ. ελλην, κάθε Τέχνη που προστάτευαν οι εννιά Μούσες. Μουσείον: ναός, τέμενος των Μουσών. Σοφιστής: ο κάτοχος της επαγγελματικής τέχνης, ο ειδήμων∙ στην αρχαία Αθήνα, ο διδάσκαλος της Ρητορικής και της πολιτικής τέχνης∙ σήμερα, αυτός που χρησιμοποιεί «σοφίσματα», λογικά τεχνάσματα, ο στρεψόδικος. Σχολή: αρχ.ελλην., ο ελεύθερος χρόνος, αργία, απραξία, ανάπαυση∙ και σχολάζω= βρίσκομαι σε αργία, αναπαύομαι∙ από την αρχ. ελλην. σχολή κατάγεται η Νεοελληνική λέξη, Σκόλη (ημέρα αργίας) και το Σχολείον και η Σχολή, ως οργανισμοί εκπαίδευσης, όπου οι εκπαιδευόμενοι έχουν ελεύθερο χρόνο για την μάθηση και την μόρφωσή τους.

Στην διάρκεια του χρόνου η γλώσσα εξελίχθηκε, πολλές λέξεις υπέστησαν μορφολογικές αλλοιώσεις {πάθη φωνηέντων, π. χ. τροπή του Ε σε Ο, βρέχω- βροχή, και πάθη συμφώνων, π.χ. κόπτω≥ κόμμα ( το Π αφομοιώθηκε με το Μ και από κόπμα έγινε κόμμα. Άδω≥άδ- μα= άσμα: το Δ, εμπρός από το Μ έγινε Σ. )∙ διαφοροποιήθηκε η προφορά των γραμμάτων, π.χ. εξέλιπε η διαφορετική προφορά του Υ ως ΟΥ και του Ω ως ΟΟ∙ επίσης, στην ιστορική διαδρομή των λέξεων μεταβλήθηκε η σημασία τους, π.χ. η λέξη ΔΑΙΜΩΝ στην αρχαία ελληνική Γλώσσα, σήμαινε τον Θεό, το Θείο ον∙ αντίθετα, η λέξη «δαίμων», στην Κ.Δ. σημαίνει τον Σατανά και στην σημερινή Γλώσσα, ο δαίμονας, το κακοποιό πνεύμα, το «σατανικό μυαλό» αλλά και το εφευρετικό μυαλό, το «δαιμόνιο πνεύμα».



Η εν χρήσει, σήμερα, λέξη «πονηρός», σημαίνει τον δόλιο, πανούργο, φιλύποπτο, τον απατεώνα και, κατά την Κ.ΔΙΑΘΗΚΗ, τον Πονηρό (Σατανά). Η ρίζα ή το θέμα, πον, όπως λέγεται το αμετάβλητο μέρος της λέξης, μας παραπέμπει στην αρχαία ελληνική λέξη πον-ηρός=επίπονος, η οποία προέρχεται από το ρήμα πονέω, που σημαίνει: δουλεύω σκληρά, κοπιάζω, υποφέρω (και Πόνος= εργασία, άλγος. Πόνημα=έργο, σύγγραμμα).

Πώς έγινε η μεταλλαγή της αρχαιοελληνικής λέξης πονηρός, ως προς την σημασία της; Ο εργαζόμενος (πιθανώς, του «δουλοκτητικού καθεστώτος») προσπαθώντας να αποφύγει, με διάφορους τρόπους και τεχνάσματα, την επαχθή εργασία, έγινε πανούργος {με αμετάβλητη σημασία στην αρχαία και νεοελληνική Γλώσσα: παν έργον (ποιών)}∙ παρομοίως, και η λέξη, στα αρχαία ελληνικά, «μοχθ-ηρός» από το ρήμα μοχθώ= δουλεύω σκληρά, διαφοροποιήθηκε η σημασία της, στην διαδρομή του χρόνου, και, σήμερα, σημαίνει τον φθονερό άνθρωπο, που θέλει το κακό των άλλων.

Και ο «κατεργάρης», που προέρχεται ετυμολογικά από την λέξη κάτεργο= φυλακή για βαρυποινίτες ή πλοίο- φυλακή (γαλέρα, όπου οι κατάδικοι κωπηλατούσαν, νυχθημερόν, αλυσοδεμένοι στον πάγκο τους, απ΄ όπου και η παροιμιακή έκφραση «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του»), από την αρχική σημασία του φυλακισμένου στο κάτεργο, κατέληξε να σημαίνει τον πονηρό και δόλιο, διότι επινοούσε διάφορους τρόπους και τεχνάσματα, στην προσπάθειά του να αποφύγει την σκληρή, καταναγκαστική εργασία και να δραπετεύσει από την φυλακή!

Η αρχαία ελληνική λέξη «συκοφάντης» (σύκον + φαίνω), αρχικά, σήμαινε αυτόν που φανερώνει τα σύκα που κρύβονταν στο φύλλωμα της συκιάς∙ στην συνέχεια, αυτόν που κατήγγειλε στο δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας όσους εξήγαγαν, παρανόμως, σύκα από την Αττική (όπου απαγορευόταν η εξαγωγή τους) και, αργότερα, αυτόν που προσάπτει ψευδείς κατηγορίες εκβιάζοντας τους πλούσιους να του καταβάλουν κάποιο χρηματικό ποσό, για να καταλήξει στη σημερινή σημασία του δυσφημιστή, ψευδολόγου, διαβολέα και του «λασπολόγου».

Η αρχαία λέξη άθλιος, από το αέθλιος: αρχικά, σήμαινε τον αθλητή που κέρδισε το άεθλον, το έπαθλον του αγωνίσματος, στο οποίο αγωνιζόταν∙ στην συνέχεια, λόγω της έντασης ( της αγωνίας του αγώνα), της εξαντλητικής άσκησης και της ταλαιπωρίας, κατέληξε να σημαίνει τον ταλαίπωρο και δυστυχή και, ακόμα, με ηθική σημασία, τον ελεεινό!

Στην αρχαία ελληνική, η λέξη αστείος, που προέρχεται από το άστυ= πόλη, σήμαινε τον άνθρωπο της πόλης, τον αστό, που « αστεϊζόταν»: ομιλούσε ευφυώς και διακρινόταν για την ελευθεριότητα και τα χαριτολογήματα της ομιλίας του∙ και έτσι κατέληξε το αστείο να σημαίνει το «χωρατό» και αστείος, ο χωρατατζής∙ και η ιστορία της λέξης «αστείος» συνεχίστηκε- με παρόμοιο τρόπο- στην σημερινή Γλώσσα, με τα χωρατά του χωραΐτη, κατοίκου της «χώρας», της πρωτεύσας του νησιού!



 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey