Ένα από τα ωραιότερα άρθρα που έχουν γραφτεί για τον Οδυσσέα Ελύτη δημοσιεύτηκε την Κυριακή 7-4-2019 στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ.

Ο Δημήτρης Γέρος για τον Οδυσσέα Ελύτη

29/04/2019 - 12:09

Σε σχεδόν τέσσερις σελίδες ο σπουδαίος ζωγράφος γράφει ένα απλό, κατανοητό και προ παντός συγκινητικό άρθρο για την ζωγραφική του μεγάλου ποιητή χωρίς να παραλείψει να αναφερθεί και στην αγαπημένη του Λέσβο.

Το 1992 ο Οδυσσέας Ελύτης, είχε ζητήσει από τον Δημήτρη Γέρο να γράψει ένα άρθρο για την ζωγραφική του προκειμένου να δημοσιευθεί σε αφιέρωμα του περιοδικού Αντί (τεύχος 492) και εκείνος ανταποκρίθηκε με χαρά. Καθώς εφέτος συμπληρώνονται 40 χρόνια από την απονομή του βραβείου Νόμπελ στον Ελύτη, ο Γέρος θέλησε να μας το θυμίσει δημοσιεύοντας εκείνο το άρθρο αναθεωρημένο και συμπληρωμένο.

 

Ο εικαστικός Eλύτης: Οι οπτικές κυριολεξίες ενός ποιητή

 

Ασφαλώς ένας ζωγράφος βλέπει διαφορετικά τα εικαστικά έργα από έναν τεχνοκριτικό. Θα τολμούσα να πω, με κίνδυνο πάλι να παρεξηγηθώ, πως, στην πλειοψηφία τους, οι τεχνοκριτικοί αγνοούν την τεχνική της ζωγραφικής και συχνά συμβαίνει να παραπλανώνται από τις εικόνες, κάτι που δεν μπορεί να συμβεί με τους κριτικούς της λογοτεχνίες, αφού αυτοί έχουν να κάνουν με λέξεις που δύσκολα επιδέχονται παρερμηνειών. Όχι σπάνια, με αφορμή ένα διακοσμητικό στοιχείο στον πίνακα ζωγραφικής, ένα στοιχείο ασήμαντο, που η μόνη του σχέση με το έργο είναι να συμβάλλει στην ισορροπία των τομών προκειμένου αυτές να φανούν ιδανικές, οι τεχνοκριτικοί, δίνουν ερμηνείες που μπορεί να μην έχουν καμιά σχέση με το όραμα του δημιουργού. Αναλύουν στοιχεία της εικόνας και υμνούν δεξιοτεχνίες που μερικές φορές οφείλονται στη τύχη. Τα τυχαία αυτά, τα διακοσμητικά, που πλαισιώνουν το κυρίως θέμα του ζωγραφικού έργου, δεν γίνεται να ξεγελάσουν εύκολα έναν ζωγράφο. Αντιθέτως, ένας έμπειρος ζωγράφος (δεν εννοώ και σημαντικός) ενδέχεται να εντυπωσιασθεί από τα έργα ενός «άπειρου» συναδέλφου του τού οποίου η αισθητική και η ευαισθησία δημιουργούν εικόνες που -ακόμα κι αν τα μέσα τους είναι λιτά- συχνά συμβαίνει να αποτελούν σημαντικά εικαστικά έργα. Αυτά τα έργα ίσως να μην τα χαρακτηρίζει καμιά επαναστατικότητα ή κανένας νέος -ισμός, μπορούν όμως να ξεχωρίζουν από τα «έργα» έμπειρων μεν αλλά ατάλαντων δε εικαστικών. Εξ άλλου ο ταλαντούχος καλλιτέχνης φαίνεται κυρίως από την ικανότητά του να ξεχωρίζει το καλό-ωραίο από το κακό-άσχημο.

Βεβαίως χρειάζεται η τεχνική επάρκεια, όπως επίσης οι ευρύτερες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις και η, όσο το δυνατόν, καλύτερη ενημέρωση για το τι συμβαίνει στον χώρο της Τέχνης σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο καλλιτέχνης όμως που κρύβει μέσα του τη σπίθα που τον προκαλεί να εξωτερικευθεί θα τα καταφέρει ακόμη και χωρίς την τέλεια τεχνική κατάρτιση. Αυτό που νομίζω πως έχει ενδιαφέρον σε ένα δημιουργό είναι η ποιότητά του αυτή καθ’ εαυτή. Είναι ο μέσα του κόσμος, αυτός που εμείς οι τρίτοι δεν γνωρίζουμε, και ο οποίος τον αναγκάζει να αποκαλυφθεί, να ξεδιπλωθεί μέσα από τα έργα του. Αυτή η «αναγκαία ποιότητα» είναι που θα χρησιμοποιήσει το υλικό ακόμη και με ανορθόδοξους τρόπους προκειμένου να επιβληθεί. Τέτοια έργα έχουν πάντοτε ενδιαφέρον και δεν εξαρτάται η αποτύπωση τους στον καμβά ή στο χαρτί από την τεχνική, το μέγεθος, το υλικό κλπ. Διότι το μήνυμα, όταν προηγείται από τη σύλληψη της εικόνας, μας αφορά ιδιαίτερα, και επομένως θα απεικονισθεί με κάθε μέσον και με κάθε τρόπο. Για να φέρω ένα παράδειγμα η καταστροφή της Γκουέρνικα, που το μήνυμά της έχει αποδοθεί αριστουργηματικά από τον Πικάσο, νομίζω πως θα μετέδιδε το ίδιο ακριβώς ρίγος αν είχε προκαλέσει την έμπνευση δύο άλλων επίσης Ισπανών καλλιτεχνών, του προγενέστερου ρομαντικού Γκόγια ή του μεταγενέστερου ανεικονικού Τάπιες.

Πιστεύω πως το δημιουργικό άτομο θα αφήσει τη σφραγίδα του σε ό,τι και αν καταπιαστεί. Ένας ποιητής ή ένας συγγραφέας θα μπορούσε να ήταν εξ ίσου καλός ζωγράφος ή μουσικός. Αν κάποιος λ.χ. απαγόρευε σε έναν μουσουργό να συνθέτει μουσική και του επέτρεπε να ασχοληθεί με ο,τιδήποτε άλλο, εκείνος θα επέλεγε μια άλλη από τις Καλές Τέχνες για να εκφραστεί και σε σύντομο διάστημα, όσο δηλαδή θα αρκούσε για να κατακτήσει τη νέα τεχνική, θα διέπρεπε.

Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, όπως και άλλοι ομότεχνοί του (Βικτώρ Ουγκώ, Γκύντερ Γκράς, Ζάν Κοκτώ κ.ά.) νιώθει την ανάγκη να εκφραστεί και με τη ζωγραφική. Ίσως επειδή έχει να μας πει κάτι ακόμη το οποίο νομίζει πως θα το προσλάβουμε καλύτερα από τον χρωστήρα του ή, ίσως, (και αυτό το θεωρώ περισσότερο πιθανό) γιατί αυτή η ενασχόληση τον διασκεδάζει. Η δημιουργία είναι χαρά, κι αυτό φαίνεται αμέσως στα έργα που έχει κάνει και τα οποία μπορεί κανείς να τα δει τυπωμένα με καλαισθησία σε μερικά από τα βιβλία του.

Από παιδί έβλεπε «την ποίηση συνυφασμένη με τη ζωγραφική» και το πάθος του γι’ αυτήν εκδηλώθηκε αρχικώς με μερικά δημοσιευμένα δοκίμια. Εξ άλλου η συναναστροφή του με κάποιους σπουδαίους Γάλλους εικαστικούς, που τους γνώρισε μέσω του Τεριάντ στο Παρίσι, και η φιλία του με μερικούς Έλληνες στην Αθήνα, δεν ήταν τυχαία, ούτε ερήμην της κλίσεώς του προς τη ζωγραφική. Είναι επίσης γνωστό ότι στον ενθουσιασμό των πρώτων υπερρεαλιστικών του χρόνων, με οδηγό τα τρία Τ (Τέχνη-Τύχη-Τόλμη), δημιούργησε κολάζ και «αντικείμενα» τα οποία επεδείκνυε με υπερηφάνεια στους φίλους του. Στα χρόνια που ακολούθησαν ο ποιητής, εκτός από τα κολάζ, δημιούργησε και έργα με υδροχρώματα ενώ έχει ακόμη κάνει μερικές ωραιότατες μονοκονδυλιές.

Για να επιτύχεις έργα με υδροχρώματα επιβάλλεται κατ’ αρχήν το έργο να υπάρχει εντελώς ολοκληρωμένο στη σκέψη σου. Επί πλέον χρειάζεται εμπειρία, γνώση του υλικού, επιδεξιότητα, ευκινησία και αποφασιστικότητα. Ό,τι ο χρωστήρας δημιουργήσει πρέπει να είναι οριστικό. Τα λάθη δεν επιτρέπονται γιατί σπανίως επιδιορθώνονται. Ή επιτυγχάνεις το στόχο σου με την πρώτη ή το έργο είναι για πέταμα. Αυτά, όσοι από τους λογοτέχνες δεν έχουν ζωγραφίσει ποτέ, δεν τα γνωρίζουν ούτε αντιλαμβάνονται την αγωνία της εικαστικής δημιουργίας που σε «ξυπνάει τις νύχτες ανήσυχα για κάποια απόχρωση του μωβ», και -μάλλον από κρυφό φθόνο- μερικοί βρίσκουν «εύκολα» τα εικαστικά έργα του Ελύτη, παρ’ ότι εκείνος προτίμησε να καταπιαστεί με δύσκολα υλικά προκειμένου να εκφράσει με εικόνες μερικά από τα οράματά του.

Ίσως από μια προσωπική κλίση προς τη λιτή έκφραση να ξεχώρισα με την πρώτη ματιά τις ζωγραφιές του (μιλώ κυρίως για τις γκουάς και τις ακουαρέλες) τις οποίες προτιμώ από τα έργα μερικών φίλων του ζωγράφων, οι οποίοι κατά καιρούς, φαίνεται πως τον έχουν εντυπωσιάσει. O ποιητής-ζωγράφος αναπτύσσει με τις εικόνες του μια «εικαστική» γλώσσα που έχει πολλά κοινά με την ποίηση του, ένα προσωπικό χρωματολόγιο (κυρίως στα έργα τα εμπνευσμένα από την Σαπφώ), επινοώντας έναν ιδιαίτερο τρόπο απλούστευσης της πραγματικότητας και της φόρμας που συχνά αγγίζει τα όρια μιας συμβολικής απλοϊκότητας. Δεν υπάρχει τίποτα το υπερβολικό σε αυτές τις ζωγραφιές στις οποίες διακρίνουμε συσχετισμούς ευρωπαϊκών σχολών με ορισμένες πλευρές της δικής μας παράδοσης. Όλα είναι μετρημένα με ακρίβεια, όλα ζυγισμένα σωστά, στη θέση τους, χωρίς κανέναν πλεονασμό.

Το θέμα του έργου είναι συνήθως ένα, παρουσιάζεται μόνο του και επιβάλλεται με στιβαρή απεικόνιση, αποφεύγοντας τη χρήση διακοσμητικών στοιχείων. Προσεγγίζει το ουσιώδες χωρίς καμιά χρωματική ή σχεδιαστική φλυαρία. Συμβαίνει συνήθως αυτό με τα έργα των αυτοδίδακτων καλλιτεχνών οι οποίοι δεν είναι υποχρεωμένοι, διδασκόμενοι επί μακρόν «τεχνοτροπίες», να τα μάθουν όλα και να τα εκφράσουν πάλι όλα μαζί σε έναν πίνακα.

Στις περισσότερες εικόνες του Ελύτη υπερισχύει η πρωταρχική σύλληψη της ιδέας του έργου και αυτό γίνεται σαφές αμέσως χωρίς να επιδέχεται παρερμηνείες. Για παράδειγμα: οι ερωτευμένες γυναίκες της «Σαπφούς» δηλώνουν ευθέως τους σκοπούς τους, το «Καράβι σε κήπο» είναι ολοφάνερο πως διαπλέει τας φιλύρας, «Τα φύλλα» είναι ζωντανά και τρισδιάστατα, «Τα νούφαρα» επιπλέουν σε ροζ και λουλακί ιριδισμούς, το άλλο «Καραβάκι» διασχίζει το βαθύ πέλαγος της Ανατολής, «Οι χορδές» πάλλονται ακόμη από το τελευταίο άγγιγμα του ποιητή (ή της μούσας του), στο πιάτο της «Καθαρής Δευτέρας» υπάρχουν οι ελιές, στο «Κάτοπτρο» δεν υπάρχει κανένα είδωλο για να μας ξαφνιάσει, «Τα βότσαλα» χοροπηδούν με τον φλοίσβο και «Τα ψάρια», οι ροφοί, ανεβαίνουν προκλητικά ως το παράθυρο.

Μια ξεχωριστή δύναμη χαρακτηρίζει τις ανεικονικές του συνθέσεις αποτελούμενες κυρίως από τετράγωνα και παραλληλόγραμμα σχήματα. Το βαθύ μπλε της θάλασσας με τις αποχρώσεις του, και όχι το γαλάζιο του ουρανού, είναι αυτό που τον ελκύει περισσότερο αποτελώντας και το κυρίαρχο θέμα : «Εγκόλπιο», «Μπλε και πράσινο». Σε άλλα πάλι το μπλε υπάρχει για να πλαισιώσει το κυρίως θέμα, όπως στο έξοχο «Μεταλλικό», ή παραλλάσσεται εντέχνως για να καταλήξει στο «Μαύρο σώμα». Με επιδεξιότητα επιτυγχάνει ιδανικές διαχύσεις της υγρής μπογιάς σε σπάνιους συνδυασμούς, ενώ το χρώμα τρέχει πάνω στο χαρτί, στροβιλίζεται, δημιουργεί εικόνες της φαντασίας και κυκλοφορεί λαμπερό από έργο σε έργο με την πολύχρωμη διαφάνεια του πελάγους. Το πάθος του για τα χρώματα και μια «χειροτεχνική» διάθεση που φαίνεται να είναι το έναυσμα αυτών των εικόνων (αλλά όχι και ο σκοπός) έχουν δημιουργήσει φόρμες και σχήματα άλλοτε ψυχρά και ακίνητα, άλλοτε θερμά και ευκίνητα/ευλύγιστα, όλα πάντως αποδοσμένα με ποικίλες αποχρώσεις σύμφωνα με την ευαισθησία και τη λυρικότητα του κορυφαίου ποιητή.

Οι ένθετες μεταξοτυπίες της «Σαπφούς» είναι αναπαραγωγές από διαφανογραφίες, όπως είχε ονομάσει ο Ελύτης αυτά τα έργα, που έκανε το 1968 εμπνευσμένος από τα ποιήματα της επίσης μεγάλης Λέσβιας ποιήτριας, που τυπώθηκαν αργότερα σε 77 μόνον αντίτυπα εκτός εμπορίου. Με την αναμφισβήτητη εικαστική τους υπόσταση, τα λαμπερά τους χρώματα και την εξαιρετική εκτύπωση, αυτές οι μεταξοτυπίες είναι τόσο ελκυστικές-ερεθιστικές, που οι φιλότεχνοι, προκειμένου να τις αποκτήσουν, θα έπρεπε να τις κλέβουν ο ένας από τον άλλον. Τοπία και γυναίκες της Λέσβου απεικονίζονται εδώ σε ευρηματικές συνθέσεις, αποδοσμένες, παρά τα έντονα, σχεδόν κραυγαλέα, χρώματα σε πλήρη αρμονία. Μάλλον από αδιαφορία και περιφρόνηση για τους κανόνες και όχι από άγνοια, και επειδή έτσι άρεσε του ποιητή, βγήκαν στην επιφάνεια αυτές οι τολμηρές συνθέσεις που θα τις ζήλευαν ακόμη και οι πλέον φανατικοί εκφραστές της ποπ αρτ. Γυναίκες σε «μια άκρα ησυχία» άλλοτε γυμνές, με σώματα σε αποχρώσεις του ροζ ή της ώχρας, που περιποιούνται η μία την άλλη, κι άλλοτε ντυμένες να συζητούν, να χειροτεχνούν ή να υποδέχονται κατσίκες, κάτω από ένα φως που μοιάζει να διαχέεται στον χώρο από διαφορετικές πηγές, έτσι ώστε κορμιά και αντικείμενα να χάνουν τον όγκο τους και χωρίς σκιές να μας δίνουν την εντύπωση πως αιωρούνται πάνω από το έδαφος. Το ίδιο αυτό φως, συχνά σκληρό και ανελέητο, που ασφαλώς δεν πηγάζει από τη μωβ πανσέληνο της Μυτιλήνης (όπως αυτή εικονίζεται σε μια από τις μεταξοτυπίες) ανατρέπει την προοπτική των τοπίων του δίνοντάς μας τη ψευδαίσθηση ότι όλα κινούνται, οι χώροι αναποδογυρίζονται, οι θάλασσες χύνονται στον ουρανό και ότι ο ουρανός είναι προέκταση της θάλασσας. Ψευδαισθήσεις που ζούμε καθημερινά τα μεσημέρια του θέρους όλοι εμείς που κατοικούμε στη Λέσβο.

Όσο παρατηρώ τα έργα του, τόσο περισσότερο τα εκτιμώ. Και δεν είναι καθόλου η «συγκίνηση» το μοναδικό μου κριτήριο, αφού πιστεύω πως αυτά δεν έγιναν για κανέναν άλλο λόγο παρά για να ευχαριστήσουν τον δημιουργό τους. Αυτός εξάλλου θα έπρεπε να είναι και ο πρώτος λόγος για δημιουργία. Στις ζωγραφιές του δεν διακρίνω καμιά ιδιοτέλεια, κάτι που δεν νομίζω να συμβαίνει συχνά με τους πίνακες των επαγγελματιών ζωγράφων. Γι αυτό και έχουν γίνει σε μικρές διαστάσεις και δεν βγήκαν ποτέ προς πώληση.

Με τα κολάζ του Ελύτη έχει ασχοληθεί διεξοδικά ο Ευγένιος Αρανίτσης στο βιβλίο «Το δωμάτιο με τις εικόνες» και επομένως δεν χρειάζεται τώρα να αναφερθώ σ’ αυτά. Θα ήθελα όμως να κάνω μνεία σε μια από τις υδατογραφίες του, που παρ’ ότι δεν εντάσσεται σε καμιά από τις επί μέρους θεματικές ενότητες αυτής της σειράς εν τούτοις συνδυάζει πολλά από τα στοιχεία τους. Πρόκειται για τον «Φυλλένιο», ένα έργο για το οποίο δεν γνωρίζω ποια η σχέση του με τον τίτλο, πού τα φύλλα και ποιο το φύλο του. (Εδώ θα έπρεπε να έρθουν οι τεχνοκριτικοί να μας διασκεδάσουν). Παρά ταύτα είναι μια πολύ ωραία ζωγραφική, άρτια, ισορροπημένη, διάφανη, γεμάτη κίνηση, με θαυμάσιους συνδυασμούς του κυπαρισσί και πολυάριθμες αποχρώσεις του κίτρινου και της ώχρας.

Οι εικόνες του Ελύτη, που φαίνεται πως «ανεβαίνουν από το βυθό των ποιημάτων του στην επιφάνεια» του χαρτιού, δεν έχουν σχεδόν καμιά σχέση με τον κόσμο του υπερρεαλισμού. Τα μόνα έργα που παραπέμπουν στην αυτόματη γραφή της πρώτης νεότητας του ποιητή, είναι οι μονοκονδυλιές. Σύστοιχες προς τα ζωγραφικά του «Φύλλα», «Πλατύφυλλα», «Φυλλόδενδρα» κ.ά. εμπεριέχουν την δεξιοτεχνία του ταλαντούχου ταχυδακτυλουργού από την πένα του οποίου, με μια κίνηση, σε κλάσματα δευτερολέπτου, θα ξεπηδήσουν υπερμεγέθη φύλλα σπάνιων ή άγνωστων ποικιλιών, παλλόμενα από το απογευματινό αεράκι που δροσίζει το δωμάτιο του ποιητή στις παρυφές του Λυκαβηττού.

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey