
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Διερευνάται η υπόθεση από τις φορολογικές αρχές στη Λέσβο
Υποθέσεις πλαστών τιμολογίων αγοράς αγροτικών προϊόντων (ελαιολάδου) διερευνούν οι φορολογικές αρχές της Μυτιλήνης.
Υποθέσεις πλαστών τιμολογίων αγοράς αγροτικών προϊόντων (ελαιολάδου) διερευνούν οι φορολογικές αρχές της Μυτιλήνης. Τα τιμολόγια αυτά κόβονταν προκειμένου οι παραγωγοί που πουλούσαν το λάδι, να λαμβάνουν μεγαλύτερη επιστροφή Φ.Π.Α. από αυτήν που δικαιούνταν.
Ουσιαστικά επρόκειτο για μια συμφωνία μεταξύ των εμπόρων ή ελαιομεσιτών που αγόραζα το προϊόν και των παραγωγών που το πουλούσαν.
Με τον τρόπο αυτό, οι παραγωγοί πετύχαιναν να πάρουν την τιμή που επεδίωκαν και οι έμποροι να αγοράζουν σε τιμή που τους ικανοποιούσε. Η διαφορά καλυπτόταν από τα κρατικά ταμεία, που κατέβαλλαν τις αυξημένες επιστροφές τού Φ.Π.Α..
Στέλεχος των φορολογικών μηχανισμών της Μυτιλήνης, αναφερόμενο σε αυτή την υπόθεση, μας είπε χαρακτηριστικά: «Σε όλη την Ελλάδα γινόταν αυτό το πρόγραμμα. Γιατί η Λέσβος να αποτελούσε εξαίρεση;», φράση που επιβεβαιώνει τις πληροφορίες τού «Ε».
Καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν πως υπάρχουν περιπτώσεις όπου λάδι ίδιας ποιότητας αγοράστηκε την ίδια ημέρα και από δύο διαφορετικούς παραγωγούς, σε δύο διαφορετικές τιμές. Π.χ. ο Παραγωγός Α πούλησε λάδι «άσσο» προς 2,20 ευρώ το κιλό και την ίδια μέρα ο Παραγωγός Β πούλησε λάδι «άσσο» προς 2,60 ευρώ το κιλό.
Η διαφορά στην τιμή δίνει και διαφορετική επιστροφή Φ.Π.Α., όπως είναι αντιληπτό.
Σε άλλες περιπτώσεις διαπιστώθηκε ότι παραγωγός εμφανιζόταν να έχει πουλήσει πέντε τόνους λάδι, όταν η παραγωγή του δεν ξεπερνούσε τους δύο τόνους. Στις περιπτώσεις αυτές, ο παραγωγός λάμβανε μεγαλύτερη επιστροφή Φ.Π.Α. από αυτήν που πραγματικά δικαιούνταν.
Η δεύτερη κατηγορία εικονικών τιμολογίων, πέρα από την επιστροφή τού Φ.Π.Α., χρησιμοποιούνταν για να δικαιολογηθούν ελληνοποιήσεις ελαιολάδου που εισαγόταν από την Ισπανία ή άλλες χώρες και το οποίο αργότερα διοχετευόταν στην αγορά ως ελληνικό προϊόν.
Η υπόθεση των εικονικών τιμολογίων αγοράς αγροτικών προϊόντων είναι ζήτημα που απασχολεί τις υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών εδώ και πολλά χρόνια. Ανάλογες υποθέσεις με αυτήν που ερευνάται στη Λέσβο, έχουν διαπιστωθεί σε όλη την χώρα.
Νέο νομικό πλαίσιο
Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που στις αρχές του χρόνου τέθηκε σε εφαρμογή ένα νέο νομικό πλαίσιο για τη φορολογία των αγροτών. Σύμφωνα με αυτό, ένα μεγάλο τμήμα των αγροτών είναι πλέον υποχρεωμένο να τηρεί βιβλία εσόδων και εξόδων, ενώ όλοι οι αγρότες είναι υποχρεωμένοι να καταθέτουν στην Εφορία συγκεντρωτικές καταστάσεις των τιμολογίων, είτε αφορούν σε αγορές είτε σε πωλήσεις που έκαναν.
Για να περιοριστεί το φαινόμενο των πλαστών και εικονικών τιμολογίων, το Υπουργείο Οικονομικών από τον Απρίλιο του 2013 είχε θεσπίσει ένα σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της επιστροφής Φ.Π.Α..
Με βάση το σύστημα αυτό, εκτός από τα τιμολόγια που καταθέτει κάθε παραγωγός, λαμβάνεται υπόψη και η δήλωση Ενιαίας Ενίσχυσης που καταθέτει κάθε χρόνο. Αυτό σημαίνει πως ένας ελαιοπαραγωγός μπορεί να εμφανίσει τιμολόγια που να δείχνουν ότι πούλησε 15 τόνους λάδι, αλλά αν η έκταση που καλλιεργεί είναι 10 στρέμματα με ελιές, θα λάβει επιστροφή Φ.Π.Α. πολύ μικρότερη, τόση όση αναλογεί στην παραγωγή που μπορούν να δώσουν τα 10 στρέμματα.
Το αντικειμενικό σύστημα εφαρμόστηκε για πρώτη φορά πέρυσι. Τα προηγούμενα χρόνια το μοναδικό κριτήριο για την καταβολή της επιστροφής τού Φ.Π.Α. ήταν τα τιμολόγια, γι’ αυτό και γίνονταν πολλές λαθροχειρίες. Τα αδύναμα σημεία του συστήματος είναι πως δε λαμβάνει υπόψη την πραγματικότητα στις εμπορικές συναλλαγές των παραγωγών.
Για παράδειγμα, πολλοί παραγωγοί ελαιολάδου πουλάνε το λάδι μετά από δύο ή τρία χρόνια επειδή περιμένουν να πετύχουν υψηλότερες τιμές.