ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ: Αποχαιρετισμός στην Ηγουμένη Ευγενία Κλειδαρά (μέρος β΄)

«… τροπάρια σε ζώντα ρασοφόρο»!

17/07/2013 - 15:17

Ήταν εκεί γύρω στο 1983 - ’84, όταν το ποιητικό μου άστρο άρχισε να λάμπει και μάλιστα με τρόπο καταιγιστικό. Είχα εκδώσει την πρώτη μου ποιητική συλλογή - την καλύτερη, νομίζω, που έγραψα - «Στοχασμοί στο Ημίφως», που την έστειλα και στην Ηγουμένη, συλλογή που φαίνεται την εντυπωσίασε.

Ήταν εκεί γύρω στο 1983 - ’84, όταν το ποιητικό μου άστρο άρχισε να λάμπει και μάλιστα με τρόπο καταιγιστικό. Είχα εκδώσει την πρώτη μου ποιητική συλλογή - την καλύτερη, νομίζω, που έγραψα - «Στοχασμοί στο Ημίφως», που την έστειλα και στην Ηγουμένη, συλλογή που φαίνεται την εντυπωσίασε. Γράφονταν τότε, συνεχώς, εγκωμιαστικές κριτικές στο «Δημοκράτη», εφημερίδα που απ’ ό,τι έμαθα πήγαινε και στη Μονή του Αγίου Ραφαήλ.

Ως τότε δεν είχα καμμιά απολύτως σχέση, μήτε με τη Μονή μήτε με την Ηγουμένη. Ώσπου μια μέρα, το επόμενο καλοκαίρι, με συνάντησε στην αγορά ο, μακαρίτης σήμερα, λόγιος και δημοσιογράφος Δημήτρης Λεοντής, ένας από εκείνους που με είχαν κριτικάρει, και με ρώτησε αν πουλιόταν κάπου το βιβλίο μου, γιατί το ζητούσε η Ηγουμένη του Αγίου Ραφαήλ.

Ομολογώ παραξενεύτηκα. Τι θα μπορούσε να έβρισκε στα «κοσμικά» μου ποιήματα μια μοναχή;

Ωστόσο, το άλλο πρωί, έκλεισα τη συλλογή μου σ’ ένα φάκελο και την έστειλα στη Μονή.

Δεν πέρασε εβδομάδα, όταν η αδελφή μου - που κατοικεί μόνιμα στη Μυτιλήνη - δέχτηκε τηλεφώνημά της.

- Θα ήθελα πολύ να γνωρίσω τον αδελφό σας, τον ποιητή, δεσποινίς Νικορέτζου. Έμαθα πως ήρθε από την Αθήνα και βρίσκεται εδώ. Αν μπορεί, θα στείλω αυτοκίνητο να τον φέρει στη Μονή. Πείτε του πως θα χαρώ ιδιαίτερα να τον δω. Ξέρω πως ο πατέρας σας είναι απ’ το Πλωμάρι κι είμαστε και συγχωριανοί.

Το ίδιο απόγευμα ήρθε το αυτοκίνητο και με ανέβασε στη Μονή. Ήταν η πρώτη φορά που τη συναντούσα, μολονότι είχα στο παρελθόν κι άλλες φορές ανέβει στη Μονή, ως απλό προσκυνητής - επισκέψεις που γίνονταν οικογενειακώς.

Από τότε άρχισε η φιλία μας, μια φιλία - ομολογώ - πολύ πιο ένθερμη από την πλευρά της, απ’ ό,τι απ’ τη δική μου, μια και εγώ δεν ανήκα, όπως προείπαν, στον κύκλο των ιδιαίτερα θρησκευομένων.

Στη νεοεκδοθείσα, τότε, πρώτη ποιητική συλλογή μου είχα περιλάβει και πέντε - έξι ποιήματα θρησκευτικής πνοής που φαίνεται τη συγκίνησαν.

- Σας κάλεσα, κύριε Νικορέτζο, μου είπε, να σας δω και να μου διαβάσετε μερικά απ’ τα ωραία κατανυχτικά σας ποιήματα.

Ξαφνιασμένος από αυτή την απρόσμενη πρόσκληση, ένιωθα περίεργα. Πρώτη φορά μού συνέβαινε να με καλούν σε μοναστήρι με μόνο λόγο να διαβάσω ποιήματά μου, από τη στιγμή που οι στίχοι μου απευθύνονταν σ’ ένα καθαρά κοσμικό ακροατήριο.

- Έχω σημειώσει μερικά σας ποιήματα, συνέχισε η Ηγουμένη.

Άνοιξε τη συλλογή μου σε κάποιες σελίδες, που είχε τσακίσει, και μου διάβασε τους τίτλους: «Δεητικό», «Το κερί», «Αλληλούια», «Σ’ άλλους ουρανούς», « Πάτερ Νύμφων».

- Αχ, αυτό το «Δεητικό» σας, κύριε Νικορέτζο. Είναι ένα αριστούργημα. Της το διάβασα, μολονότι, προσωπικά, δεν το θεωρούσα καθόλου αριστούργημα. Το αντιγράφω κι εδώ για να το κρίνουν και οι αναγνώστες, μια και είναι μόλις δύο τετράστιχα. Ιδού:

«Το φτερωτό τραγούδι σου ψιθύρισε ποιητή
τώρα που τ’ άστρο χάνεται σ’ ονειρική κραιπάλη
πες το ρυθμό που η άδολη ψυχή σου αποζητεί
στης θύμησης τη χίμαιρα, στης λήθης το κανάλι.

Χριστέ μου, μες στο σύθαμπο προσμένω να φανείς
καθώς στη δύση ρόδινοι κατηφορίζουν ίσκιοι,
τα πέλαγα σκοτείνιασαν και ψίθυρος κανείς.
- Καληνυχτώ σας νούφαρα, κυκλάμινα κι υβίσκοι...
(7/9/1980)

- Πω, πω; Έκανε. Θεϊκό, θεϊκό...

Τι να έλεγα; Από λόγους ευγένειας, ανταποδίδοντας την αβρότητα, της είπα:

- Την επόμενη φορά, Ηγουμένη, που θα με καλέσετε στη Μονή, να μου επιτρέψετε να σας απαγγείλω δικά σας ποιήματα. (Πρέπει να σημειώσω εδώ ότι ποιήματά της, ως τότε, ουδέποτε είχα διαβάσει, μη γνωρίζοντας το παραμικρό για την αισθητική τους αξία, ή πόσο αφελή και παιδαριώδη θα μου φαίνονταν αργότερα).

Η ιδέα την ενθουσίασε:

- Τι λέτε; Αλήθεια; Θα μου κάνετε αυτή την τιμή; είπε, φανερά ενθουσιασμένη. Πολύ θα το χαιρόμουν να τ’ άκουγα από σας. Νομίζω πως θα ήταν καλή ιδέα να τα μαγνητοφωνήσουμε, με υπόκρουση κλασικής μουσικής. Συμφωνείτε;

Στο μεταξύ ήρθαν τα κεράσματα. Γλυκό ντοματάκι, μπακλαβάς και βυσσινάδα.

Με τόση περιποίηση που δεχόμουν, ένιωσα την υποχρέωση πως έπρεπε να δεχτώ. Noblesse oblige.

Συμφωνήσαμε να συναντηθούμε το επόμενο απόγεμα. Νωρίς νωρίς, γύρω στις 5, ήρθε απ’ το σπίτι το αυτοκίνητο της Μονής και με έφερε στις Καρυές, για να ηχογραφήσουμε τις απαγγελίες.

Ήταν Αύγουστος μήνας κι η ζέστη ήταν αφόρητη. Εξόν απ’ τη ζέστη ήταν κι η υγρασία και τα μονότονα ψελλίσματα των τζιτζικιών, που οργίαζαν. Κουφόβραση.

Η Μονή δεν είχε τότε τις τωρινές ανέσεις με τα κλιματιστικά και στην άκρη του σαλονιού που καθίσαμε, ένας παλιομοδίτικος επιδαπέδιος ανεμιστήρας έριχνε υποτυπώδεις ριπές δροσιάς, καθώς ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα.

Η Ηγουμένη είτε ετοιμάσει τα πάντα. Το μαγνητόφωνο που θα κατέγραφε τη φωνή μου και ένα δεύτερο μαγνητόφωνο με μουσική που θα συνόδευε την απαγγελία μου, με ορατόρια του Μπαχ και του Χαίντελ.

Η ιστορία αυτή κράτησε - κατά διαστήματα -σχεδόν τρεις εβδομάδες, γιατί κάναμε δοκιμαστικά που τα σβήναμε.

Η Ηγουμένη φρόντισε οι απαγγελίες μου να «τυπωθούν» σε κασέτες, καθώς αργότερα διαπίστωσα, που επωλούντο στο μικρό βιβλιοπωλείο της Μονής, δεξιά τω εισερχομένω. (Φαντάζομαι να υπάρχουν θρησκευόμενοι Μυτιληνιοί που να διασώζουν στα σπίτια τους κάποιες από αυτές τις κασέτες).

Από τότε αναπτύχθηκε μια θερμή φιλία ανάμεσά μας, ιδιαίτερα μάλιστα όταν έλαβα το 1989 το Βραβείο Ποίησης της Ακαδημίας Αθηνών, που ανέβασε πολύ τις... μετοχές μου, και όταν της έφερα να γνωρίσει τον Πρόεδρο της Ελληνικής Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων. (Αργότερα η ίδια έγινε και χορηγός των ετήσιων λογοτεχνικών της βραβείων).

Τα καλοκαίρια που ερχόμουν στο νησί, συχνότατα με καλούσε σε δείπνο, στο παραπλεύρως δωμάτιο του γραφείου της, συνήθως με ψάρια (τσιπούρες ή μεγάλα μπαρμπούνια), ενώ η ίδια έτρωγε μια ανάλαδη ρυζόσουπα.

Κάποιες φορές έφερνα μαζί μου και το φίλο μου Αλφόνσο Δελή μαζί με τον τότε ταμία της «Λεσβιακής Παροικίας» Ηλία Παπαδόπουλο και τη σύντροφό μου - Πρόεδρο Πρωτοδικών τότε - Αιμιλία Λίτινα. Το δείπνο έπαιρνε σε μάκρος και κάποτε κρατούσε ως τις μεταμεσονύχτιες ώρες, όταν η σιδερένια πόρτα της Μονής είχε ήδη κλείσει με τη δύση του ηλίου.

Ένα βράδυ μάλιστα, μετά το δείπνο, μας έκανε και μια έκπληξη.

- Θέλετε ν’ ακούσετε το ευφήμιό μου (θα το έλεγα εφύμνιο, εγκωμιοΰμνο), που μου ψάλλον οι αδελφές;

Σηκώθηκε, προχώρησε προς την πόρτα, και φώναξε:

- Κορίτσια... ελάτε.

Ύστερα ακούσαμε φωνές μελωδικές στην ησυχία της νύχτας που έψαλλαν, συγκεντρωμένες έξω απ’ την πόρτα του γραφείου της:

- Μητερούλα μου αγία
μητερούλα μας αγνή...

Ακούγοντας τις ζωηρές γυναικείες φωνές με τα λόγια του ευφημίου στ’ όνομά της, μας περιέλουσε ένα σύγκρυο. Νιώθαμε συναισθήματα δέους, συγκίνησης και έκπληξης και εγώ - για να πω την αμαρτία μου - επιπλέον και ένα αίσθημα απορίας ή θυμηδίας, γιατί μου φαινόταν αδιανόητο πώς ήταν δυνατό να ψάλλονται τέτοιου είδους... τροπάρια σε ζώντα ρασοφόρο. Αυτό που ζούσα εκείνη την ώρα, υπερέβαινε τα όρια της φαντασίας μου - ή της αποδοχής μου, αν θέλετε. Όμως συνέβαινε. Και θαύμασα τι ιερά συναισθήματα μπορούσε να δημιουργήσει μια μοναχή, που είχε σχεδόν αγιοποιηθεί εν ζωή.

Μετά το πέρας του ύμνου στην Ηγουμένη, το ίδιο σιωπηρά και διακριτικά, οι κόρες αποσύρθηκαν.

Έβλεπα συχνά τις φορές που ανέβαινα στη Μονή - και αυτές οι εντυπώσεις μου έχουν μεγάλο βάθος χρόνου - τις εκδηλώσεις των πιστών (απανταχού της Γης) στο πρόσωπό της, προπαντός των αρρώστων, των πονεμένων, των απελπισμένων, εκδηλώσεις και επικλήσεις που έφταναν στα όρια θρησκευτικής υστερίας.

Κάποια φορά, θυμάμαι, που τόλμησε να κατέβει στον αυλόγυρο της Μονής, το πλήθος όρμησε κατά πάνω της, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή της.

- Ένα κομμάτι απ’ το ρασάκι σας, αγία μητέρα, κραύγαζε ο κόσμος, που ζητούσε επιτακτικά να της φιλήσει το χέρι ή έστω να την αγγίξει.

Αν δεν έβλεπα το γεγονός με τα μάτια μου, δε θα το πίστευα. (Θα πρέπει να συνέβη προ 15ετίας).

Από τότε η Ηγουμένη δεν παρουσιαζόταν μπροστά σε πολύ κόσμο, γιατί κανένας δεν ήταν σε θέση να προβλέψει τι θα μπορούσε να επακολουθήσει. Απίστευτα κι όμως αληθινά.

Όσο έντονα εξωτερίκευε την αγιότητά της, το ίδιο έντονα εκδήλωνε και την κοσμική της συμπεριφορά, όταν δεχόταν πρόσωπα επίσημα, Υπουργούς, Νομάρχες, Δημάρχους, προπαντός στρατιωτικούς -Στρατηγούς, Ναυάρχους, Πτεράρχους- στους οποίους έδειχνε ιδιαίτερη αδυναμία, έχοντας κρεμασμένους στους τοίχους του γραφείου της τους θυρεούς -που τους καμάρωνε- και των τριών όπλων, όπως και του Λιμενικού, της Πυροσβεστικής, της Αστυνομίας και πάει λέγοντας.

Και όσο κι αν θα φανεί παράξενο, η συμπεριφορά της είχε συχνά και στοιχεία γυναικείας φιλαρέσκειας.

Στις τόσες φορές που φωτογραφηθήκαμε μαζί, αλλά και με άλλους, πρόσεχε πολύ τη στάση που έπαιρνε μπροστά στο φακό, φτιάχνοντας κάθε λίγο και λιγάκι το ράσο της, να μην της σκεπάζει το πρόσωπο, ζητώντας απ’ το φωτογράφο να μας «πάρει» από όχι και τόσο κοντινή απόσταση, για να βγει... ωραία!!!

- Πώς φαίνομαι, πώς φαίνομαι;, ρωτούσε.

- Μια χαρά, αγία μητέρα. Είναι πολύ εκφραστικό το χαμόγελό σας. (Αυτό το χαμόγελο το παντοτινό, θα προσέθετα εγώ.)

Ο έλεγχος και η αυτοκυριαρχία της σε όλα τα δύσκολα προβλήματα της Μονής - τόσο στο ατομικό επίπεδο της ζωής των μοναχών, όσο και στα προβλήματα που ανέκυπταν στην εν γένει λειτουργία του ιερού προσκυνήματος - υπήρξε παροιμιώδης.

Αν συζητούσε στο γραφείο της ένα θέμα που την ενδιέφερε προσωπικά, δεν το διέκοπτε κι ας περίμεναν απ’ έξω ένα σωρό ξένοι, που είχαν έρθει ειδικά για να τη δουν.

Θυμάμαι κάποια φορά - απογευματινές ώρες - που συζητούσαμε στο γραφείο της για τις προσπάθειές μου να βραβευτεί από την Ακαδημία Αθηνών, επιμένοντας εκείνη να λάβει το βραβείο όχι για το φιλανθρωπικό αλλά για το ποιητικό της έργο, μολονότι επί ώρες πάσχιζα να την πείσω πως τέτοια δυνατότητα θα φαινόταν αστεία, έστω και ως σκέψη, στα μάτια των αθανάτων της Τάξης των Καλών Τεχνών και Γραμμάτων, ήρθαν, τρεις τουλάχιστον φορές, οι μοναχές και μας διέκοψαν.

- Μανούλα, έχουν έρθει τρεις μητροπολίτες από τη βόρεια Ελλάδα και ζητούν να σας δουν.

Την τρίτη φορά σηκώθηκα να φύγω, μα με σταμάτησε.

- Μη φεύγεις, Δημήτρη, μου είπε σχεδόν επιτακτικά.

- Μα, οι μητροπολίτες, Ηγουμένη, θα περιμένουν, είπα.

- Δεν πειράζει. Ας περιμένουν και λίγο. Θα τους δω κι εκείνους.

Δεν ίδρωσε καν το αυτί της.

Όταν και τέταρτη φορά μάς ενόχλησαν οι αδελφές, σηκώθηκα, χωρίς άλλη συζήτηση και τη χαιρέτησα, λέγοντάς της πως είχαμε όλο το περιθώριο να ολοκληρώσουμε τη συζήτησή μας μιαν άλλη φορά!

Θα μου χρειάζονταν σελίδες επί σελίδων για να περιγράψω προσωπικές μου μνήμες από την Ηγουμένη, μνήμες που ανάγονται σε χρόνο δεκαετιών.

Θα ήθελα, στο σημείο αυτό, ν’ αναφερθώ και σ’ ένα προσωπικό μου ευτράπελο, πριν ολοκληρώσω με άλλα δραματικά.

Θυμάμαι, λοιπόν, ένα αλησμόνητο Πάσχα, κάπου 20 χρόνια πίσω, Τρίτη της Διακαινησίμου, όπου γιόρταζε η Μονή και γινόταν η περιφορά της κάρας του Αγίου Ραφαήλ από την ίδια, περιστοιχιζόμενη από τον ιερό κλήρο και άγημα στρατού, με τα όπλα τους υπό μάλης. Μετά τη δοξολογία και τα υπόλοιπα τελετουργικά, παρετέθη επίσημο γεύμα στις αρχές του νησιού (Νομάρχη, Δήμαρχο, Στρατιωτικό Διοικητή, Βουλευτή, Δημοσιογράφους και άλλους επισήμους του τόπου), γεύμα στο οποίο παρακάθισα κι εγώ, με πρόσκληση της Ηγουμένης.

Κατέφθασαν οι οβελίες, τσουγκρίστηκαν τα αυγά και οίνος έρρευσε πολύς. Στην κεφαλή των τραπεζιών, σε σχήμα «Π», είχε καθίσει η Ηγουμένη, ανταλλάσσοντας ευχές με όλους, που «ηφραίνοντο», συζητώντας και κάνοντας προπόσεις. Ακολούθησε καφές στο γνωστό αρχονταρίκι του ισογείου, όπου μας προσφέρθηκαν γλυκά και πασχαλινά τσουρέκια.

Μετά τον καφέ και όταν πια οι επίσημοι είχαν αρχίσει να αποχωρούν, η Ηγουμένη με πήρε ιδιαιτέρως και μου ψιθύρισε στο αυτί.

- Δημήτρη, περίσσεψε στην κουζίνα ένα ψημένο αρνί. Θέλεις να το πάρεις στην αδελφή σου;

- Πού να κουβαλάω ολόκληρο αρνί, Ηγουμένη; Θα με δει ο κόσμος και θα γελοιοποιηθώ.

- Μη νοιάζεσαι. Θα το τυλίξουμε σε λαδόκολλα και θα πω του οδηγού, που θα σε κατεβάσει στη Μυτιλήνη, να το βάλει στο πορτ-μπαγκάζ.

Όταν έφτασα σπίτι και με είδε η αδελφή μου να σηκώνω ολόκληρο αρνί, κάπου 17 κιλά, έμεινε σύξυλη και με το στόμα ανοιχτό.

- Τι είναι αυτό που κουβαλάς;, με ρώτησε.

- Αρνί, της είπα. Μας το προσέφερε η Ηγουμένη.

- Και πού θα το βάλω αυτό το... θωρηκτό; (Είχε πιάσει όλο το τραπέζι). Ούτε στο ψυγείο χωρά, ούτε στην κατάψυξη. Ποιος θα το φάει;

Τελικά βρήκε την πιο... «χριστιανική» λύση. Τεμάχισε το... θωρηκτό, το έκανε μερίδες σε τάπερ και το μοίρασε στις γειτόνισσες, που πήραν όλες τα ανάλογα κοψίδια. Κράτησε και για μας δύο μερίδες, για το καλό, και έτσι το αρνί όδευσε και σε άλλων τα σπιτικά, να ευφράνει «καρδίας και νεφρούς».

(ΑΥΡΙΟ το γ΄ και τελευταίο μέρος!)

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey