Στο μοναστήρι του γέροντα Παΐσιου (μέρος πρώτο)

01/07/2012 - 05:56
Κρεμασμένος απ’ τα καματερά βουνά όξω, ατενίζοντας πέρα, μια το Θερμαϊκό, μια τον Όλυμπο και πιο πολύ το Άθως, το ιερό βουνό, θέλοντας να δω, να χωνέψω όσο πιο πολλά μπορούσα, ένιωθα πλατσουδερή τη μύτη μου ζουλιγμένη ώρα πολύ στο παραθύρι του λεωφορείου.
Κρεμασμένος απ’ τα καματερά βουνά όξω, ατενίζοντας πέρα, μια το Θερμαϊκό, μια τον Όλυμπο και πιο πολύ το Άθως, το ιερό βουνό, θέλοντας να δω, να χωνέψω όσο πιο πολλά μπορούσα, ένιωθα πλατσουδερή τη μύτη μου ζουλιγμένη ώρα πολύ στο παραθύρι του λεωφορείου. Σιγομουρμούριζα ένα κομμάτι από του Καζαντζάκη τη γραφή, «μουλάρι είναι ο θάνατος και θα με περάσει απέναντι στη Παράδεισο», κι όλο πάγαινα. Με λαχτάρα. Πρώτη φορά, βλέπεις, σε τούτο το μυρωδάτο, όλο λεβάντα κυπαρίσσι και λιβάνι, προσκυνητάρι της Ορθοδοξίας.
Παγωμένο τ’ ολόγυρό μου, κοιτούσε αδιάφορα, αμίληχτο, θάρρευα πως είχε τον ίδιο παλμό, τα μάχητα, να βρεθεί επιτέλους στο μικρό ετούτο κομμάτι της αγιασμένης γης, να νιώσει κάτι από το μεγαλείο του.
Δίπλα στο κάθισμα, ένας πολυκαιρισμένος αστός, ιδρωμένος, καλοντυμένος και καλοταϊσμένος, βαριεστημένος ως έδειχνε απ’ τη ζωή και την αφόρητη ζέστη, με το ζόρι απάντησε στην ερώτησή μου.
- Πάει αυτό Σουρωτή; Ξέρετε, στον τάφο…
- Ναι, ξέρω. Του γέροντα… Όλοι τον ξέρουν. Θα σου πω.
Κόλλησα πάλι στο τζάμι, και ξεπροβάλανε από τα μύχια ψυχής μου και πνεύματος κουβέντες σκόρπιες και γραφόμενα για τη ζωή του την ασκητική. Από τότε που, θέλοντας να μοιάσει με το Χριστό, γίνηκε μαραγκός, και μαζί με την ταλαιπωρία και καταπόνηση του σώματός του πάσκιζε να βρίσκει, διαμαντάκια σκόρπια, την πνευματική του τροφή. Από την Κόνιτσα όπου αχρόνιστο παιδάκι βρέθηκε, στερνά στο Όρος Σινά κι άλλες απρόσιτες κορφές και φαράγγια όπου ασκήτεψε, ως το Άγιο Όρος που πέρασε, έφυγε, και ξαναγύρισε για να μείνει σε σπηλιές και καλύβια τριάντα ολάκερα χρόνια, προσευχόμενος κι αγωνιζόμενος για την σωτηρία των ανθρώπων και των λαών. Που ζούσε στην αφάνεια κι απέφευγε κάθε επαφή με τους ανθρώπους, «με τις προσευχές μου τους βοηθάω περισσότερο, τι να έρχονται ως εδώ;», έλεγε, ενώ η φήμη του είχε ξεπεράσει το Άγιο Όρος και τα σύνορα της Ελλάδας, με αποτέλεσμα να πηγαίνουν καθημερινά ευσεβείς προσκυνητές που χτυπούσαν το μικρό καμπανάκι έξω από το καλύβι του να τον δούνε, αγνοώντας την πρόχειρα γραμμένη πάνω στη πόρτα του παράκληση: «Σημειώστε στο χαρτί τι θέλετε να συζητήσουμε, και βάλτε το μέσα στο κουτί. Περισσότερο θα ωφεληθείτε από την προσευχή παρά από την αργολογία».
Και τον αχνέβλεπα, Αγιορείτικη αδρή φυσιογνωμία, σ’ όλη του τη ζωή να προσεύχεται, ώρες ατέλειωτες, εικοσιτετράωρα ολάκερα πολλές φορές, με μιας ώρας ξεκούραση συνήθως, να τρέφεται ελάχιστα σωματικά και με αφθονία πνευματικά, και με κλονισμένη σοβαρά την υγεία του, να τον πηγαίνουν με το ζόρι στα νοσοκομεία κι αυτό σπάνια, γιατί το ανέβαλε, επειδή δεν ήθελε να παραμελήσει τους ανθρώπους που τον είχανε ανάγκη. «Τι αξία έχει η δικιά μου ζωή; Πρέπει να βοηθάμε το συνάνθρωπο γιατί έτσι ευχαριστούμε και τον Θεό που μας δίνει τη φώτιση», έλεγε. Κι όταν πια είχε καταρρεύσει, υπεράνθρωπες κατέβαλε προσπάθειες για να βοηθάει, λέγοντας «Μπορώ δεν μπορώ, πρέπει να μπορώ».
Έτσι είχα ζωγραφίσει το γέροντα Παΐσιο, πνευματικό παιδί του Άγιου Αρσένιου, ο οποίος τον είχε βαφτίσει μαζί με όλα τα αβάπτιστα παιδιά του χωριού Φάρασα Καππαδοκίας, λίγο πριν το ξεριζωμό των Ελλήνων το 1924, και, διαβλέποντας ότι θα γινόταν καλόγερος, του έδωσε το δικό του όνομα Αρσένιος, λέγοντας στους γονείς του, «εσείς, καλά, θέλετε να αφήσετε άνθρωπο στο πόδι του παππού. Εγώ δεν θέλω να αφήσω καλόγερο στο πόδι μου;»
Αγράμματος, του Δημοτικού, κι άνθρωπος του καμάτου και του πόνου ήτανε, όταν αποφάσισε στα 29 του χρόνια να πάει στο Άγιο Όρος και να ενταχθεί στο «αγγελικό», όπως το λένε, «τάγμα» των μοναχών. Να ασκητέψει και να προσφέρει ο γέροντας Παΐσιος, όσο ελάχιστοι στον πονεμένο κι απελπισμένο άνθρωπο.
Περιπλανήθηκε σε μοναστήρια, κοινόβια κι ερημικές σπηλιές, κι όταν πια, στα εβδομήντα του, κόντευε να μεταπηδήσει στην άλλη ζωή, τους τελευταίους οχτώ μήνες έμενε στο μοναστήρι που ο ίδιος, μαζί με μια ομάδα πνευματικών Αδελφών, είχε ιδρύσει. Το Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.
Κι έβλεπε τον θάνατο να έρχεται, μα δεν τον φοβότανε. Απεναντίας τον περίμενε.
Ο ίδιος έδειξε ένα πρωινό τον τόπο που ήθελε να τον θάψουν. Εδώ στο μοναστήρι του· πίσω από το Ιερό της εκκλησίας που είχε χτίσει στη μνήμη του Αγίου Αρσενίου.
«Ενάμισο μέτρο με χωρεί», είπε, και σημάδεψε ένα μικρό τόπο με το ραβδί του.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey