Δύο πρόσφατα γεγονότα έφεραν στην κοινωνική επικαιρότητα το ζήτημα των μουσικών σχολείων: το σκοπό τους, τη θέση που καταλαμβάνουν στην παιδεία και στη μουσική παιδεία της χώρας.
Δύο πρόσφατα γεγονότα έφεραν στην κοινωνική επικαιρότητα το ζήτημα των μουσικών σχολείων: το σκοπό τους, τη θέση που καταλαμβάνουν στην παιδεία και στη μουσική παιδεία της χώρας. Τα δύο γεγονότα δεν έχουν ευθεία σύγκριση, μπορούν όμως να ιδωθούν συμπληρωματικά ως προς το ανοιχτό ζήτημα της μουσικής παιδείας και των μουσικών σχολείων μέσα σ’ αυτήν. Το πρώτο, στις 5/5/2010 στη Βουλή, στη διάρκεια συζήτησης του πολυνομοσχεδίου για την παιδεία, ενώ το δεύτερο, στις 8/5/2010 σε τηλεοπτική εκπομπή της ΝΕΤ για το ελληνικό τραγούδι. Στο πρώτο υπήρξε το διακομματικό αίτημα να δοθούν προσωποπαγείς θέσεις στους αδικημένους του Ν.3475/06, στους «εμπειροτέχνες ιδιώτες» των μουσικών σχολείων. Σ’ αυτούς τους μουσικούς της παραδοσιακής ελληνικής μουσικής προβλεπόταν μόνον η δυνατότητα «ωριαίας αντιμισθίας». Στην εκπομπή της ΝΕΤ παρουσιάστηκε τμήμα της δουλειάς του Μουσικού Σχολείου Βόλου: τραγούδια Ελλήνων συνθετών και παραδοσιακά τραγούδια από την ορχήστρα, τη χορωδία και άλλα μουσικά σύνολα του σχολείου.
Εμπειρία, ιδιωτεία, μεταστροφή
Θετική (αν και ισοπεδωτική) ήταν η προσπάθεια των βουλευτών http://users.sch.gr/szygouras/themata/ms10/mus-sx-vouli-2010.htm να αποκαταστήσουν τους «εμπειροτέχνες». Όμως ο λόγος που αυτοί αδικήθηκαν δεν εξηγήθηκε επαρκώς, κάτι αναμενόμενο στο δημόσιο διάλογο, αφού τα εργασιακά θέματα στη μουσική παιδεία εμφανίζονται αποκομμένα από την ουσία της. Ούτε γιατί μεταστράφηκε η γνώμη βουλευτών και κομμάτων εξηγήθηκε, ούτε γιατί επιχειρήθηκε η αποκατάσταση όσων το 2006 βαπτίστηκαν «ιδιώτες». Τελικά η προσπάθεια των βουλευτών δεν ευδοκίμησε, άφησε όμως στοιχεία άξια σχολιασμού.
Η σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα διακομματική συναίνεση στη Βουλή περί των εμπειροτεχνών, ίσως για κάποιους, εξηγήθηκε πλήρως με τεχνικά επιχειρήματα: «άλλωστε οι περισσότεροι απ’ αυτούς έχουν τίτλους τριτοβάθμιας παιδείας άλλων ειδικοτήτων», ή με επιχειρήματα ψυχολογίας: «η δημοτική μουσική και η ποίηση ήταν η ιστορική συνείδηση του έθνους στα 400 χρόνια της τουρκοκρατίας». Ως πότε, όμως, θα βάζουμε το κάρο μπροστά από το άλογο; Ως πότε θα προηγούνται τα φλέγοντα εργασιακά θέματα με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνονται άσχετα με τα θέματα κεντρικής στόχευσης της παιδείας; Ας σημειωθεί ότι και οι δύο κατηγορίες επιχειρημάτων που ακούστηκαν, περιέχουν στο βάθος τους το πολιτισμικό ζήτημα που αντιμετωπίζει από τη γέννησή του το ελληνικό κράτος.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι εστιάζουμε με ευκολία στο επί μέρους, αγνοώντας εξίσου εύκολα το όλον. Με άλλα λόγια, ποια γενικότερη λογική έχει το επιχείρημα της ισόρροπης παρουσίας των πολιτισμών (με το ζόρι μπορεί να ονομαστεί έτσι, κρίνοντας το πώς αναφέρθηκε στη Βουλή) στη θεμελίωση εργασιακών δικαιωμάτων, όταν το ίδιο σκεπτικό απουσιάζει πανηγυρικά από τη διαδικασία της εισαγωγής φοιτητών στα μουσικά τμήματα των ΑΕΙ; Το παράδοξο δε σταματά εδώ, καθώς αυτή η ίδια απουσία διαμορφώνει αντίστοιχα το πρόγραμμα σπουδών του μουσικού λυκείου. Τα δύο εξεταστέα μαθήματα, «αρμονία και ντικτέ» - με τη σειρά τους - οφείλουν την ύπαρξή τους στη μεταφορά των ωδειακών προγραμμάτων και πρακτικών από το υπουργείο Πολιτισμού στο Παιδείας, τη στιγμή που τα ίδια τα υπουργεία ουδέποτε «φρόντισαν» να συνεργάζονται - αν όχι να ενοποιηθούν - και να μη μάχονται ή να αγνοούν το ένα το άλλο (πρόσφατα βέβαια ενοποιήθηκαν τα υπουργεία Πολιτισμού και Τουρισμού, ενώ στο κοντινό παρελθόν, εκτός από τις επίμονες δηλώσεις περί «παιδείας και πολιτισμού», παρακολουθήσαμε και τον τραγέλαφο της «Ακαδημίας Τεχνών»).
Το θέμα αυτό ως παράδειγμα αναφέρθηκε και μόνο μια του πλευρά εξετάστηκε. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με το ερώτημα «κάτω από ποια ουσιαστική αρμοδιότητα έκριναν οι διευθυντές των Μ.Σ. τους καταλληλότερους εμπειροτέχνες» κ.ο.κ.. Οι αντιφάσεις που μπορεί κάποιος να διαπιστώσει στις σπουδές των μουσικών σχολείων είναι τεράστιες όχι μόνο σε ποιότητα, αλλά και σε ποσότητα, διακλαδιζόμενες από τα γενικά σε επί μέρους θέματα. Οφείλονται σε συνολικότερα χρονίζοντα ζητήματα μουσικής παιδείας που ουδέποτε αντιμετωπίστηκαν, αντίθετα, διά της προσθετικής μεθόδου, διογκώθηκαν. Ποιος ευθύνεται γι’ αυτό; Η εύκολη λύση θα ήταν να πούμε «η Πολιτεία» και να «καθαρίσουμε», έχουμε άλλωστε εθιστεί ως πολίτες να θεωρούμε εαυτούς εκτός της Πολιτείας. Όμως το μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης έχουν οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, δηλαδή οι μουσικοί, που - μη αποτελώντας εξαίρεση στον ελληνικό κανόνα - έχουν κινηθεί φατριαστικά, συντεχνιακά δηλαδή, με πνεύμα συγκρουσιακό και όχι συναινετικό, διευκολύνοντας το πολιτικό σύστημα να αντιμετωπίζει (και να διχάζει) με το γνωστό τρόπο τους πολίτες: μέσω των προσωπικών σχέσεων και όχι μέσω των θεσμών. Προφανέστατα, λοιπόν, το όψιμο κοινοβουλευτικό ενδιαφέρον για την αποκατάσταση συγκεκριμένων εργασιακών δικαιωμάτων και οι φιλότιμες - πλην ανεπιτυχείς - προσπάθειες κάποιων βουλευτών να εξηγήσουν το «γιατί», δεν μπορούν να τους χρεωθούν εξ ολοκλήρου. Το γιατί, λοιπόν, η παραδοσιακή μας μουσική κρίθηκε κατάλληλη να στηρίξει μια νεώτερη εργασιακή μας παράδοση, την ωρομισθία (και ό,τι ακόμα προκύπτει από το ζήτημα αυτό) παραπέμπεται σε συζήτηση του μέλλοντος. Το ίδιο και η συζήτηση για το αν ωφελήθηκε ή όχι ο μαθητής. Η υπουργός έχει προφανώς δίκιο στη ρήση τού (προβλεπόμενου και αυτονόητου) «πρώτα ο μαθητής» και σωστά κατ’ αρχήν ανέβαλε την τοποθέτησή της για το αν αδικήθηκε ή όχι ο εργαζόμενος, για μια γενικότερη ρύθμιση του θέματος «Μουσικά Σχολεία». Πότε; Εξαρτάται και από τους συμμετέχοντες με κάθε τρόπο στο θεσμό, όταν όμως γίνει αυτή η συζήτηση στη Βουλή θα περιλαμβάνει άραγε τα δεκάδες ανοιχτά θέματα, σαν αυτό που μόλις αναφέρθηκε; Μπορούμε επιγραμματικά να πούμε ότι πρόβλημα μουσικής παιδείας υπάρχει στο βαθμό που αυτό μαζικά διαπιστώνεται. Επίσης, ότι θεσμικά και λειτουργικά προβλήματα των μουσικών σχολείων είναι μάλλον αδύνατον να αντιμετωπιστούν χωρίς τη συνάντηση πολλών, διαφοροποιημένων χώρων γύρω από το ίδιο τραπέζι: καθηγητών όλων των βαθμίδων του υπουργείου Παιδείας, καθηγητών ωδείων…