Πέρα από τους «αγανακτισμένους» της πλατείας, υπάρχει μια σιωπηρή πλειοψηφία που αγανακτεί με όλους αυτούς που έχουν ενδυθεί το φαιό χιτώνα του αγανακτισμένου και βρίσκονται ανακατωμένοι με το πλήθος των αθώων θυμάτων.
«Στα κανάλια και στις πλατείες παρελαύνουν καθημερινά αυτόκλητοι λαϊκοί εισαγγελείς, επαγγελματίες επαναστάτες, τηλεπερσόνες, πολιτευόμενοι καλλιτέχνες και πρυτανεύοντες θεατρίνοι, που κραυγάζουν υστερικά ότι ζούμε γερμανική κατοχή, απειλούν με «Γουδί», σείουν κρεμάλες επί εσχάτη προδοσία.»
(εφημερίδες)
Πέρα από τους «αγανακτισμένους» της πλατείας, υπάρχει μια σιωπηρή πλειοψηφία που αγανακτεί με όλους αυτούς που έχουν ενδυθεί το φαιό χιτώνα του αγανακτισμένου και βρίσκονται ανακατωμένοι με το πλήθος των αθώων θυμάτων, που έχει προκαλέσει η κατάρρευση της Μεταπολιτευτικής Ελλάδας: τους φοροκλέφτες και τους φοροφυγάδες, τους κατ’ επάγγελμα τσαμπατζήδες, τους «φακελάκηδες» και μιζαδόρους, τους οικονομισάριους του δημοσίου χρήματος, τους αεριτζήδες και κομπιναδόρους των κρατικών προμηθειών και των θαλασσοδανείων, τους παχυλώς σιτιζομένους στα πρυτανεία των ΔΕΚΟ και των άχρηστων Οργανισμών, τους ξεπεσμένους «προνομιούχους» και τους μαϊμούδες αναπήρους, τους αποτυχημένους πολιτευτάκηδες που δεν τους ψήφιζε ούτε η μάνα τους, τους «δεινόσαυρους» του συνδικαλισμού που συμπληρώνουν τριακονταετία στην… υπηρεσία των εργαζομένων, τους αρουραίους των υπόγειων διαδρομών της εξουσίας και όλους αυτούς που χαίρονται σαν το λύκο στην αναμπουμπούλα, που βγήκαν στην μεγάλη «εμποροπανήγυρη» της πλατείας για να δοξαστούν πετροβολώντας την κοινοβουλευτική μας δημοκρατία, αυτήν την δημοκρατία την οποία πολλοί από τις γενιές της Κατοχής, των Μετεμφυλιοπολεμικών χρόνων και της Χουντικής Περιόδου, έχυσαν πολύν ιδρώτα και αίμα για να την στεριώσουν.
Υπάρχει μια σιωπηρή πλειοψηφία που υπομένει και περιμένει να δει και να κρίνει την έκβαση της δύσκολης προσπάθειας που βρίσκεται σε εξέλιξη για την αποτροπή χρεοκοπίας της χώρας, για την ανάταξη της εθνικής οικονομίας και την επανίδρυση της οικονομικής και πολιτικής Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κι αυτή η σιωπηρή πλειοψηφία δεν εκχωρεί το δικαίωμα σε καμμιά πλατεία για να εκπροσωπεί τον ελληνικό λαό, τα εφτά εκατομμύρια των ψηφοφόρων πολιτών· δεν αναγνωρίζει σε κανέναν το δικαίωμα του λαϊκού δικαστή, για να προπηλακίζει ή να «καταζητεί» βουλευτές και υπουργούς, που ανέδειξε με τις θεσμοθετημένες δημοκρατικές διαδικασίες και τους οποίους περιμένει να τους κρίνει και να τους ξαναστείλει ως άξιους και πάλι στη Βουλή ή να τους στείλει ως ανάξιους στο σπίτι τους, πάλι με τις θεσμοθετημένες δημοκρατικές διαδικασίες, όταν σημάνει η ώρα της λαϊκής ετυμηγορίας.
Περιμένει, επίσης, η σιωπηρή πλειοψηφία να ακούσει τις επίσημες και συγκεκριμένες προτάσεις της πλατείας για την έξοδο της χώρας από την κρίση. Να εμφανιστούν οι νέοι ηγέτες - οι ευφυέστεροι και ικανότεροι απ’ ό,τι οι προπηλακιζόμενοι της σημερινής Βουλής - που θα εμπνεύσουν και θα συνεγείρουν το λαό και θα δώσουν τις καλύτερες και τις… ανώδυνες λύσεις στο οικονομικό, πολιτικό και βαθιά πολιτιστικό (αλλαγή νοοτροπίας) πρόβλημα της σύγχρονης Ελλάδας.
Μέχρι τώρα όσα ακούμε από τους ντελάληδες της «ανατροπής» περί αλλαγής κηδεμόνα και περί προσφυγής μας για δανεικά στη Ρωσία ή στην Κίνα, καθώς και τα περί ηρωικού Ζαλόγγου με στάση πληρωμών και ετσιθελική περικοπή τους χρέους, μόνον κατάθλιψη προκαλεί σε όσους διατηρούν κάποια επαφή με τη σύγχρονη πραγματικότητα ή διαθέτουν κάποια στοιχειώδη - έστω - γνώση της νεότερης ιστορίας.
Αλλά ας μη βιάζονται οι νεόκοποι «εθνοσωτήρες» της πλατείας να μας σώσουν από τους Γερμανούς «κατακτητές» μας και τους «πράκτορές» τους «Κουίσλιγκ» της ντόπιας «πολιτικής μειοδοσίας» (να ‘μαστε πάλι στην εποχή των «εθνοπροδοτών» και των «μιασμάτων»)· ας εκμεταλλευτούν την περίοδο αναμονής για την θριαμβευτική ανάληψη από τους ίδιους της εξουσίας, για να διαβάσουν όσα επακολούθησαν μετά την πτώχευση του 1893 και ειδικότερα τη δράση των υπερπατριωτών της «Εθνικής Εταιρείας» που μας οδήγησε στην «Εθνική καταισχύνη» της ήττας του 1897 και στο Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο (ΔΟΕ).
Το ανάγνωσμα αυτών των σελίδων θα το συνιστούσα θερμά σε όλους όσοι ξοδεύουν το χρόνο τους στη συνήθη πλέον… τσάρκα στον τσαντηρομαχαλά της πλατείας Συντάγματος.