Ένα παραμύθι για τα δύσκολα χρόνια*

01/07/2012 - 05:56
Η Λαμπρή πλησίαζε κι ο Γιωργής μαθητής στην έκτη πια του Δημοτικού, δεν έβλεπε την ώρα να κλείσει το Σχολείο για να απολαύσει τις χαρές και την ξεγνοιασιά των πασχαλινών διακοπών. Εκείνο το πρωί ξύπνησε λίγο περίεργα.
Η Λαμπρή πλησίαζε κι ο Γιωργής μαθητής στην έκτη πια του Δημοτικού, δεν έβλεπε την ώρα να κλείσει το Σχολείο για να απολαύσει τις χαρές και την ξεγνοιασιά των πασχαλινών διακοπών.
Εκείνο το πρωί ξύπνησε λίγο περίεργα. Απ’ το ραδιόφωνο ακούγονταν εμβατήρια, σαν αυτά που πριν ένα μήνα έπαιζαν οι μπάντες στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου. Ο πατέρας, που κανονικά έπρεπε να είχε ήδη φύγει για τη δουλειά, ήταν ακόμη στο σπίτι και συζητούσε χαμηλόφωνα με τον παππού του.
- Μαμά που είναι οι «ελβιέλες» μου; Έχουμε γυμναστική σήμερα! Ρώτησε την μητέρα του.
- Δεν έχετε σχολείο σήμερα Γιωργή μου και μάλλον θα ξαναπάς σχολείο μετά την Κυριακή του Θωμά, του είπε, με ένα μάλλον βαρύ ύφος, ο πατέρας του.
- Μα γιατί έκλεισε το σχολείο τόσο νωρίς; ρώτησε ο Γιωργής.
- Το γιατί θα το καταλάβεις όταν μεγαλώσεις, του είπε με ένα ύφος γεμάτο σοφία ο παππούς του.

Λίγες μέρες αργότερα παρατήρησε πως ο μπάρμπα-Βασίλης, ο ταλαιπωρημένος από τη ζωή γείτονας, έλειπε και το σπίτι του ήταν κλειστό. Το θέμα τον ενδιέφερε ιδιαίτερα γιατί ο συγκεκριμένος γείτονας ήταν μια πηγή πρόσθετου εισοδήματος για τον Γιωργή. Πάντα κάποιες δεκάρες, από τα ρέστα, του έμεναν σαν φιλοδώρημα όταν πήγαινε στο περίπτερο της πέρα γειτονιάς να αγοράσει για λογαριασμό του μπάρμπα-Βασίλη μια εφημερίδα, που τ’ όνομά της θύμιζε πρωινό, αυγή ή κάτι τέτοιο.
- Μαμά που πήγε ο κυρ-Βασίλης; Μέρες έχω να τον δω.
- Πήγε διακοπές! Του απάντησε ανόρεχτα η μητέρα του.
- Δεν καταλαβαίνω. Διακοπές τέτοιο καιρό; Κάνει κρύο ακόμη! Αντιγύρισε ο μικρός.
- Άσε τις ερωτήσεις και πήγαινε να μου φέρεις αλεύρι απ’ τον μπακάλη. Όταν θα μεγαλώσεις θα καταλάβεις!, του είπε η μητέρα του και έκλεισε τη συζήτηση.

Την Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ ο Γιωργής καμάρωνε διπλά. Πρώτον γιατί για πρώτη φορά, σαν Πρόσκοπος πια, έπαιρνε μέρος στην περιφορά του Επιταφίου και δεύτερο η Ελενίτσα τού είπε πόσο όμορφος ήταν με τη στολή και το κοντάρι!
Στο τέλος της βραδιάς, αφού ο Αρχηγός τούς ευχήθηκε, μ’ έναν περίεργο αλήθεια τρόπο, «Καλή Ανάσταση παιδιά», η Ομάδα χώρισε και ο Γιωργής χοροπηδώντας πήρε να γυρνά στο σπίτι τραγουδώντας με νόημα:
- «Την κοπελιά μου την λένε Λενιώ, την κοπελιά μου την λένε Λενιώ», μα πριν προλάβει να αποσώσει τον στίχο ακούει από πίσω του τη μητέρα του έντρομη να φωνάζει:
- Σουτ! Γιωργή, τρελάθηκες; Θέλεις ο πατέρας σου να μείνει χωρίς δουλειά;
- Γιατί; Τι κακό έκανα; Τραγουδούσα, δεν πείραζα κανένα.
- Πάμε, πάμε τώρα, θα καταλάβεις όταν μεγαλώσεις, του είπε καρτερικά ο πατέρας του.

Λίγα χρόνια αργότερα, στο Γυμνάσιο πια, ο Γιωργής ετοίμαζε μια εργασία για το μάθημα της ιστορίας. Ήταν η αργία της 28ης Οκτωβρίου και έπρεπε να καταγράψει τις αναμνήσεις κάποιων συγγενών του από τον καιρό του πολέμου και την Κατοχή. Ο Γιωργής δεν πονοκεφάλιαζε για το τι θα γράψει. Η εργασία ήταν σχεδόν έτοιμη και σε λίγο θα την έδειχνε στον παππού του για να διορθώσει τυχόν ορθογραφικά λάθη ή ιστορικές ανακρίβειες. Άλλωστε η εργασία αφορούσε τον ίδιο τον παππού του και τα κατορθώματά του στα βουνά, όταν σαν αντάρτης πολεμούσε τους Γερμανούς.
- Παππού για δες, τα έγραψα σωστά; ρώτησε γεμάτος καμάρι περιμένοντας να δει τον παππού του να συγκινείται.
Ο παππούς αφού τέλειωσε το διάβασμα, έβγαλε τα γυαλιά του φανερά συγκινημένος και είπε με το γνωστό σοφό του ύφος:
- Γιωργή, η εργασία σου είναι εξαιρετική, αλλά δε νομίζω ότι είναι φρόνιμο να πας αυτή την εργασία στο σχολείο. Έλα να σου πω μια ιστορία για την πείνα της Κατοχής για να τελειώσεις γρήγορα.
- Μα τι λες, παππού! Χρόνια ήθελα να πω σε όλους για το πόσο γενναίο παππού έχω και το τραύμα που έχει από την εποχή εκείνη. Γιατί δεν πρέπει να γράψω για κάτι που όλοι πρέπει να είμαστε περήφανοι;
- Αχ, Γιωργή! Θα καταλάβεις το γιατί όταν μεγαλώσεις.

Θα πρέπει να ήταν στην Πέμπτη Γυμνασίου και στα Αρχαία μάθαιναν από το Θουκυδίδη για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ήταν μάλιστα έτοιμοι να αρχίσουν να μελετούν το κεφάλαιο που αναφερόταν στον Επιτάφιο του Περικλή. Ο Γιωργής περίμενε με ανυπομονησία αυτό το κεφάλαιο, γιατί όταν είχε πάρει το βιβλίο των Αρχαίων Ελληνικών, στην αρχή της χρονιάς, ο πατέρας του είχε πει να προσέξει ιδιαίτερα αυτό το κεφάλαιο. Σε αυτό ο Θουκυδίδης περιγράφει τον περίφημο λόγο του μεγάλου Αθηναίου πολιτικού, που αποτελεί τον αιώνιο ύμνο των αρετών του Δημοκρατικού Πολιτεύματος. Σ’ αυτήν τη στιγμή λοιπόν, ο κ. Παναγούλιας, ο φιλόλογός τους, με σκυμμένο το κεφάλι είπε με φωνή ταραγμένη:
- Και τώρα παιδιά ανοίξτε το βιβλίο δέκα σελίδες πιο κάτω από εκεί που σταματήσαμε εχθές, για να δούμε πώς εξελίχθηκε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος.
- Μα Κύριε, πετάχτηκε ο Γιωργής, γιατί πηδάμε το κεφάλαιο με τον λόγο του Περικλή;
- Θα καταλάβεις, νεαρέ μου, το γιατί, όταν μεγαλώσεις! Εύχομαι σύντομα! Απάντησε με ένα περίεργο ύφος ο καθηγητής του.

Το επόμενο διάστημα διάφορα περίεργα συνέβαιναν στη ζωή του Γιωργή. Είχε μπει πια στην Έκτη Γυμνασίου, τελειόφοιτος δηλαδή, και άρχισε να πηγαίνει φροντιστήριο στο Κέντρο της Αθήνας, προετοιμαζόμενος για τις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Πολλά βράδια ένιωθε μια ένταση στον αέρα της Αθήνας, καθώς πότε η Νομική Σχολή, πότε η ΑΣΟΕΕ και πότε το Πολυτεχνείο αντηχούσαν από τις φωνές φοιτητών, ενώ παντού γύρω ο τόπος ήταν γεμάτο αστυνομικούς. Τα γιατί του Γιωργή πλήθαιναν, όπως πλήθαιναν και οι απαντήσεις του τύπου «όταν μεγαλώσεις θα καταλάβεις», που έπαιρνε.
Ένα απόγευμα και ενώ ετοιμαζόταν να πάει στο φροντιστήριο, προσπαθούσε να χαλαρώσει ψάχνοντας για κάποιον πειρατικό σταθμό στο τρανζίστορ που του χάρισαν οι δικοί του στα γενέθλιά του. Αφού γύρισε στις συνηθισμένες συχνότητες, αναζητώντας αγαπημένα τραγούδια, ξαφνικά έπεσε σε ένα μάλλον καινούργιο ραδιοφωνικό σταθμό, σίγουρα ερασιτεχνικό. Δεν μετέδιδε ροκ μουσική και τις γνωστές γλυκερές αφιερώσεις, αλλά μιλούσε για άλλα πράγματα. Μιλούσε για πράγματα που ένιωθε ότι έλειπαν αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Και η μουσική ήταν τελείως αλλιώτικη. Τραγούδια που είχαν πάψει από χρόνια ν’ ακούγονται και άλλα σύγχρονα που αποκτούσαν άλλο νόημα, έντυναν φωνές γεμάτο πάθος και ένταση. Ντύθηκε και κατέβηκε στο κέντρο με μια περίεργη αποφασιστικότητα στο βήμα και τη σκέψη του.
Τα επόμενα βράδια ο Γιωργής έλειψε από το σπίτι του και όταν κάποιο ξημέρωμα γύρισε πίσω, είχε ήδη μεγαλώσει πολύ, έχοντας καταλάβει όλα όσα δεν καταλάβαινε τα χρόνια που πέρασαν, κι ακόμα περισσότερα…

* Αυθόρμητα, κάποιο απόγευμα με νέους ανθρώπους, στην Καλλονή της Μυτιλήνης, στις 17 Νοέμβρη του 2007, κι ενώ ο Στρατής κοιμόταν.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey