Είναι Κυριακή πρωί. Παρέα μ’ ένα φιλάρεσκο ήλιο, με τη μοναξιά και τη σιωπή των ήχων, τις ανατροπές των χρωμάτων και τη μελαγχολική αισθητική του φθινοπώρου, οδεύω -αναπνέοντας τη δροσιά του πρωινού- για περίπατο στο μεγάλο πάρκο της πόλης.
Είναι Κυριακή πρωί. Παρέα μ’ ένα φιλάρεσκο ήλιο, με τη μοναξιά και τη σιωπή των ήχων, τις ανατροπές των χρωμάτων και τη μελαγχολική αισθητική του φθινοπώρου, οδεύω -αναπνέοντας τη δροσιά του πρωινού- για περίπατο στο μεγάλο πάρκο της πόλης. Η μέρα, αν κι άρχισε όπως προέβλεπαν οι μετεωρολόγοι, «ολίγον ψυχρή και νεφελώδης», η συνέχεια τούς διέψευσε. Παρότι βρισκόμαστε στα τέλη του Νοέμβρη, το καλοκαίρι λες και ξεχάστηκε και δεν λέει να μας εγκαταλείψει. Ερωτοτροπεί με την άνοιξη και μαζί βγάζουν τη γλώσσα στο φθινόπωρο, που αρκείται στο να περιμένει και ν’ αφουγκράζεται τους χτύπους της -χωμένης στο χώμα- καρδιάς της ζωής.
Γεμάτο το πάρκο. Κάθε λογής άνθρωποι, με τα μπουφάν και τα πουλόβερ πλέον στο χέρι, είχαν ξεχυθεί κι ανέμελα γεύονταν μια χαρούμενη και ηλιόλουστη μέρα. Τι κι αν πιο πέρα είχαν στηθεί οι κάλπες για να αναδείξουν το νέο πρόεδρο του γαλάζιου κόμματος. Τι κι αν δέσποζε το ντέρμπι των αιωνίων σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ, και με τις εκατέρωθεν αιχμές, έδινε χρώμα στα εξώφυλλα των αθλητικών εφημερίδων. Τίποτα απ’ αυτά δεν ένιωθες εδώ, θαρρείς κι ήταν άλλος κόσμος.
Δυο ηλικιωμένοι κύριοι, κομψοί μες τα κοστούμια τους, συνομιλούσαν με ύφος σαν άρχοντες μιας άλλης εποχής. Τρεις έφηβοι με αθλητικές φόρμες, με προσπέρασαν τρέχοντας. Μια μάνα με το καροτσάκι του μωρού της, και δίπλα, καμαρωτή η γιαγιά, μ’ ένα χρωματιστό μπαλόνι στο χέρι, χαμογελούσε. Παραπέρα, ένας συμπαθητικός αφρικανός πουλούσε τα παράνομα σι-ντι του. Δυο νεαροί με πατίνια, περνούσαν ανάμεσα στο κόσμο κάνοντας απίθανες πιρουέτες. Μια γοητευτική ξανθιά μ’ ένα πανέμορφο σκυλάκι, έκλεβε τις ματιές όλων. Ένα ερωτευμένο ζευγάρι, στο παγκάκι πιο κάτω, αγκαλιασμένοι κι αδιάφοροι, έσταζαν μέλι «ποτισμένοι με της ηδονής το θάμπος και της ψυχής το αδάμαστο δόσιμο». Ένας πλανόδιος πωλητής, με μια δέσμη μπαλόνια στα χέρια, προκαλούσε κάτι πιτσιρίκια και τους γονείς τους, ν’ αγοράσουν… Τόσος κόσμος… Τόσες εικόνες… Τόση διαφορετικότητα...
Κι όσο πλησίαζα προς την έξοδο -έχουν και οι ρεμβασμοί το τέλος τους- άκουγα, όλο και πιο κοντά, το καμπανάκι απ’ το τραινάκι που ξεναγούσε τους τουρίστες. Στη γωνία, ένα γκρουπ μουσικών του δρόμου, έπαιζε παθιάρικα τσιγγάνικα κονσέρτα. Το βιολί τους, έβγαζε τον πιο γλυκό του ήχο. «Βιρτουόζοι της στιγμιαίας συγκίνησης», ξένοι ως συνήθως, περαστικοί ταξιδιώτες, άγνωστοι κι άφραγκοι σίγουρα, ξέρουν να κάνουν τη μελωδία χάδι. Ευγνώμων, πλησίασα να ρίξω κάτι στην ανοιχτή θήκη, όμως με πρόλαβαν προσφέροντάς μου ν’ αγοράσω το σι-ντι τους. Κι έχω τόσα…
Κόσμος πολύς πηγαινοέρχεται στη μεγάλη λεωφόρο. Ανάμεσα σ’ αυτή την ατελεύτητη πασαρέλα, με το βλέμμα μου στη ροή των χιλιάδων ποδιών και βημάτων, παίρνω το δρόμο της επιστροφής. Στο μυαλό μου στριφογυρίζει η σκέψη και η έγνοια πως έχω να γράψω και το άρθρο μου. Τι να γράψω όμως; Με τι θέμα να καταπιαστώ;… Έχω διαβάσει πως κάποτε ρώτησαν τον Τσέχωφ από πού εμπνέεται τα θέματά του κι εκείνος απάντησε: «Παρατηρήστε τους ανθρώπους. Παρατηρήστε τις κινήσεις τους, το βηματισμό τους, τα ρούχα που φοράνε, τις εκφράσεις τους, τα πράγματα που κουβαλούν. Φανταστείτε τη ζωή τους. Έχετε έτσι όλη την ιστορία». Όσο κι αν έδωσα φτερά στη φαντασία μου -καθ’ υπόδειξη του Τσέχωφ- να πλάσει την ιστορία όλων όσων συνάντησα σήμερα και περπάτησα ανάμεσά τους, δεν τα κατάφερα. Ήταν κομμάτι δύσκολο. Πώς να διαβάσει κανείς την ιστορία των ανθρώπων και τι να γράψει… Τι ξέρω εγώ… Τι ξέρει ο καθένας…
Παρατηρώ τους ανθρώπους, κύριε Τσέχωφ, μα… δυσκολεύομαι. Πιστέψτε με. Δυσκολεύομαι, μέσα απ’ τις κινήσεις, το βηματισμό, τις εκφράσεις τους κι απ’ όσα κουβαλάνε, να δω την ιστορία τους. Δεν είναι ίδιοι πια οι άνθρωποι, αγαπητέ συγγραφέα. Δεν είναι ίδιοι…