Είμαι στο βενζινάδικο έξω από την Πέτρα, να έρθεις να με πάρεις, γιατί ο ήλιος καίει!
- Είμαι στο βενζινάδικο έξω από την Πέτρα, να έρθεις να με πάρεις, γιατί ο ήλιος καίει!
- Δεν σας γνωρίζω.
Έκλεισα το ακουστικό και πήγα να παραλάβω την αγαπημένη μου
Μάγδα, που με περίμενε με τρεις βαλίτσες, φορώντας ένα καπέλο μελισσουργού.
- Δεν έχετε το νερό της Nuxe. Θα γυρίσω πίσω.
- Ψάχνεις φαρμακευτικό προϊόν στο μπακάλικο και στο βενζινάδικο; Ρεζίλι θα με κάνεις στο χωριό!
Φόρτωσε τα μπαγκάζια της κι αρνήθηκε να καθίσει στο «βρώμικο Βρούτο».
- Να έρθεις με τα πόδια.
Έβαλα μπροστά τη μηχανή, η Μάγδα στρογγυλοκάθισε στη θέση του συνοδηγού την τελευταία στιγμή. Φτάσαμε στο σπίτι κι άρχισε να αδειάζει τις βαλίτσες της στο γραφείο μου.
- Να σου πω, αυτό το γραφείο είναι του πατέρα μου.
- Ευκαιρία να ολοκληρώσω κάτι εργασιούλες, αφού εσύ σπανίως το χρησιμοποιείς δημιουργικά.
Τα μολύβια ήταν στοιχημένα, το ίδιο τα βιβλία και το κομπιούτερ. Είπε: «ωραία είσαι εδώ»!
- Πάμε για μπάνιο!
πρότεινα, η σπασίκλα μπήκε στο δωμάτιο που της έδωσα, βγήκε σε λίγο με ένα ωραιότατο παρεό και το γνωστό καπέλο.
- Θα μας πάρουν με τις πέτρες.
- Στην Πέτρα είμαστε, χρυσό μου, έχετε άφθονες.
Γυρίσαμε από την Εφταλού αργά το απόγευμα. Όλη την ημέρα πλατσουρίζαμε στα πεντακάθαρα, παγωμένα νερά, βουτώντας σαν τις φώκιες, στα διαλείμματα ξαπλώναμε στην αμμουδιά. Η Μάγδα διάβαζε το τελευταίο μυθιστόρημα του
Ουμπέρτο Έκο, εγώ ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη μου. «Ωραία είστε εδώ» ξαναείπε δεύτερη φορά την ίδια μέρα. Φοβήθηκα μήπως προκύψουν επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα. Η ώρα είχε πάει δέκα, το φεγγάρι μεσουρανούσε κι εμείς τελειώναμε το φαγητό μας στο Αυλάκι. Για εργασίες ούτε λόγος! Γυρίσαμε στο σπίτι, έκανε ντους, ντύθηκε και ρώτησε σιγά: «Τώρα;»
- Τώρα τι;
- Δε θα βγούμε; Ποτάκι;
Περασμένες δύο, ύστερα από αρκετές καϊπιρίνιες και ενάμισι πακέτο τσιγάρα, δεν ήθελε να πάει σπίτι. «Κι άλλο», μουρμούριζε. Λίγο πριν τις τέσσερις, ανεβαίνοντας στο μπαλκόνι, άρπαξε μια πολυθρόνα, την έστησε και βούλιαξε. «Φέρε μου ένα τασάκι κι εσύ πήγαινε για ύπνο. Εγώ θα καθίσω να απολαύσω τη θέα».
- Ποια θέα; Θέα έχει το πρωί.
- Εγώ θα μείνω.
Πήγα για ύπνο. Γύρω στις δώδεκα και μισή, το σπίτι μύριζε γαλλικό καφέ, είδα κι έπαθα να ξεκολλήσω την επιστήμονα από τη βεράντα, για να ξεκινήσουμε για τον Πολιχνίτο. Μια φίλη μας είχε καλέσει στα θερμά λουτρά. Φτάνουμε στο χαμάμ, η ατμόσφαιρα σαγηνευτική, ένα ξύλινο κτίριο, αφρόλουτρα με μέλι και γάλα, τρίχινα γάντια κι αρωματικά κεριά.
- Καίει το νερό, δεν μπαίνω.
- Μάγδα, βγάλε το μαγιό σου και βούτα.
- Αποκλείεται, αυτό απαγορεύεται, είναι αντίθετο στις αρχές μου.
Εντέλει μπήκε. Χωρίς μαγιό. Ένας Θεός ξέρει πόσα είπαμε μια συμμορία γυναικών την επόμενη μισή ώρα: για παλιούς έρωτες, για καινούριους, για τους σταθερούς αγαπημένους του καλοκαιριού, για αρωματικά λάδια, για καλλυντικά, για ζώδια. Κάποια στιγμή, η φίλη με σκουντά, «η κλεψύδρα άδειασε» μου λέει «η δική σου είναι σαν ζαβλακωμένη, θα λιποθυμήσει». Έζησε. Βγήκαμε όλες μαζί κι αράξαμε στις πολυθρόνες να ιδρώσουμε με την ησυχία μας. Αρχίσαμε τις επαλείψεις με αιθέρια έλαια, με κρέμες και υδατικές ρεφενέ. Πεινασμένες, κουρασμένες, σαν στη μέση του πουθενά, τσακίσαμε μια ποικιλία στο καφενείο του χαμάμ, γελάσαμε, χαλαρώσαμε και ξεκινήσαμε για το χωριό λίγο μετά τα μεσάνυχτα φορώντας τα αγαπημένα μας παρεό και το μαγιό.
- Μάγδα, αύριο έχεις διάβασμα, της πέταξα. Σε περιμένει το γραφείο του μπαμπά μου.
- Αύριο, θα με πας στα μπουζούκια, βλαμμένο! Και τα βιβλία θα τα μαζέψω. Είναι τόσο ωραίο αυτό το παλιό γραφείο! Μοιάζει με ιεροσυλία να το χρησιμοποιείς.