Η πορεία της ζωής των ανθρώπων έχει αλλάξει σημαντικά, συγκρινόμενη με αυτήν μερικές δεκαετίες πριν.
Ο ρόλος της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής σταδιοδρομίας στην υπογεννητικότητα
Η πορεία της ζωής των ανθρώπων έχει αλλάξει σημαντικά, συγκρινόμενη με αυτήν μερικές δεκαετίες πριν. Μετά την ολοκλήρωση του σχολείου, στην οποία λίγοι κατόρθωναν να φτάσουν λόγω οικονομικών κυρίως λόγων ή έλλειψης υποστήριξης από το περιβάλλον, ο αντρικός πληθυσμός στο παρελθόν εντασσόταν όσο το δυνατό γρηγορότερα στο εργατικό δυναμικό της χώρας, ενώ ο γυναικείος προχωρούσε στη δημιουργία οικογένειας. Οι μεταλυκιακές σπουδές, ωστόσο, στις μέρες μας θεωρούνται σχεδόν δεδομένες και στόχος της πλειοψηφίας των μαθητών είναι η εισαγωγή τους σε κάποιο πανεπιστημιακό ίδρυμα. Οι οικονομίες της μεταβιομηχανικής εποχής και η έντονη ανταγωνιστικότητα που τις διακρίνει απαιτούν υψηλά μορφωμένο ανθρώπινο δυναμικό και δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για εφησυχασμό. Η υψηλή εκπαίδευση τείνει να γίνει μονόδρομος για την εξασφάλιση σταθερής και σχετικά καλά αμειβόμενης εργασίας. Αυτήν τη στιγμή στην Ευρώπη περίπου οι μισοί νέοι ηλικίας 20 - 24 ετών είναι εγγεγραμμένοι σε κάποιο ανώτερο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Στη Γαλλία, τη Δανία και τη Φινλανδία οι νέοι αυτής της ηλικιακής κατηγορίας που σπουδάζουν ξεπερνούν το 50% (Sobotka, 2004).
Στη νότια Ευρώπη σημειώνονται υψηλά ποσοστά ανεργίας, ιδιαίτερα ανάμεσα στο γυναικείο πληθυσμό, φαινόμενο που δεν είναι το ίδιο συχνό στις χώρες του Βορρά. Αυτή η χρόνια υψηλή ανεργία έχει στρέψει εφήβους και νέους στην απόκτηση ολοένα περισσότερων προσόντων, κυρίως μέσω της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ως αποτέλεσμα, οι νέοι με υψηλότερη μόρφωση παραμερίζουν τους λιγότερο μορφωμένους από θέσεις που παραδοσιακά τους ανήκαν, τουλάχιστον μέχρι να βρουν θέση εργασίας αντάξια των σπουδών τους. Κατά μέσο όρο περίπου 350.000 νέοι εισάγονται κάθε χρόνο στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, από τους οποίους η πλειοψηφία είναι γυναίκες. Ο αριθμός αυτός είναι κατά πολύ μεγαλύτερος αν προστεθούν οι φοιτητές των τεχνολογικών ιδρυμάτων. Αξιοσημείωτο είναι και το ενδιαφέρον για την παρακολούθηση μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Ενώ κατά το ακαδημαϊκό έτος 2003 - 2004 ο αριθμός των φοιτητών που εισήχθησαν σε μεταπτυχιακά προγράμματα ήταν 21.655, μέσα σε τρία μόλις χρόνια ανήλθε σε 34.192, με πρωταγωνιστή και πάλι το γυναικείο φύλο.
Για ένα σημαντικό, λοιπόν, ποσοστό νέων η εκπαίδευση μετά την αποφοίτηση από το σχολείο μπορεί να συνεχίζεται για δέκα περίπου χρόνια. Ο αριθμός αυτός είναι μεγαλύτερος αν καθυστερήσει η εισαγωγή στο επιθυμητό πανεπιστημιακό ίδρυμα ή μεταπτυχιακό/διδακτορικό πρόγραμμα ή παραταθεί η επιτυχής ολοκλήρωση των σπουδών. Αποτελέσματα έρευνας των Brunello και Winter - Ebmer (2003) σε πανεπιστημιακούς φοιτητές ευρωπαϊκών χωρών έδειξαν ότι στη Σουηδία και την Ισπανία πάνω από το 30% των φοιτητών που ερωτήθηκαν υπολόγιζαν να πάρουν το πτυχίο τους με τουλάχιστον ένα χρόνο καθυστέρηση. Το ποσοστό ήταν μικρότερο στη Γαλλία (17%) και τη Γερμανία (10%) και κατά πολύ χαμηλότερο (κάτω από 5%) στην Ιρλανδία, τη Μεγάλη Βρετανία, την Ελβετία και την Πορτογαλία.
Οι Goldscheider και Waite (1986) επισημαίνουν ότι ο αντίκτυπος των σπουδών είναι μεγαλύτερος στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άντρες, καθώς η πιο γόνιμη, από βιολογικής άποψης, περίοδός τους μένει ανεκμετάλλευτη. Σύμφωνα με πολλούς μελετητές (Happel, Hill and Low, 1984· Kravdal, 1994· Gustafsson, 2001), όσο πιο υψηλό είναι το επίπεδο της μόρφωσης, τόσο παραμερίζεται η ιδέα του γάμου και αναβάλλεται το πέρασμα στη μητρότητα. Σε έρευνες που διεξήχθησαν στη Γερμανία, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Σουηδία (Gustafsson et al. 2002) βρέθηκε ότι οι γυναίκες με υψηλότερη μόρφωση έγιναν μητέρες σε μεγαλύτερη ηλικία και ότι ήταν πρωτοπόρες στην Ευρώπη ως προς την αναβολή της μητρότητας. Η αναβολή αυτή συχνά έχει αντίκτυπο και στο συνολικό αριθμό παιδιών που τελικά αποκτώνται ή οδηγεί και στην ατεκνία. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία που αφορούν τα ποσοστά γεννήσεων στην Αυστραλία, σε γυναίκες με χαμηλή εκπαίδευση αντιστοιχούν κατά μέσο όρο 2,3 παιδιά, σε γυναίκες με πτυχίο πανεπιστημίου 1,8 παιδιά, ενώ σε εκείνες με μεταπτυχιακές σπουδές το ποσοστό πέφτει σε 1,3 παιδιά. Όσον αφορά στη μη τεκνοποίηση, το 11% του γυναικείου πληθυσμού που δεν τεκνοποίησε είχε λάβει χαμηλά επίπεδα εκπαίδευσης, το 22% είχε πανεπιστημιακό πτυχίο, ενώ το 34% είχε αποκτήσει μεταπτυχιακή εκπαίδευση.
Η συντριπτική πλειοψηφία γυναικών που γίνονται μητέρες σε νεαρή ηλικία εγκαταλείπουν τις σπουδές τους πριν ολοκληρωθούν ή μειώνουν τις εκπαιδευτικές τους προσδοκίες (Kierman, 1997). Τα αποτελέσματα των ερευνών των Berthoud και Robson (2001) σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης έδειξαν ότι οι γυναίκες που έγιναν μητέρες πριν τα 21 τους χρόνια είχαν χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης σε σχέση με εκείνες που βίωσαν τη μητρότητα αργότερα.
Λόγω των σπουδών και, επομένως, της αργοπορημένης ένταξης στην αγορά εργασίας, καθυστερεί και το πέρασμα στην ενηλικίωση. Όπως παρατηρούν πολλοί ερευνητές, το φαινόμενο αυτό είναι πιο έντονο στις χώρες της νότιας Ευρώπης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους Έλληνες νέους, οι οποίοι δεν εγκαταλείπουν την πατρική εστία, παρά μόνο όταν αποκατασταθούν πλήρως επαγγελματικά και αποκτήσουν ένα αξιόπιστο, σταθερό εισόδημα. Σχετική έρευνα στην Ιταλία και την Ισπανία έδειξε ότι η είσοδος στην αγορά εργασίας επιταχύνει την απομάκρυνση από την πατρική εστία και τη δημιουργία οικογένειας.
* Η Ειρήνη - Μυρσίνη Παπάνη είναι υποψήφια διδάκτωρ Πανεπιστημίου Μακεδονίας και ο Ευστράτιος Παπάνης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου.