Δείγμα πολιτισμού, είναι

01/07/2012 - 05:56
Ένα σκολειό, που λες, είναι τα ταξίδια και μη θαρρείς, δεν είναι πολυέξοδα σαν τη δωρεάν παιδεία μας, κι αν ξεψαχνίζεις ό,τι απλώνεται ομπρός σου μα κι αυτά που είναι μισοκρυμμένα, μια κι η ζωή σε κάθε τόπο είναι ένας αχταρμάς λύπες, χαρές, ευτυχίες, επιτυχίες, μαζί κι εκπλήξεις.
Εύθυμα, αλλά σοβαρά

Ένα σκολειό, που λες, είναι τα ταξίδια και μη θαρρείς, δεν είναι πολυέξοδα σαν τη δωρεάν παιδεία μας, κι αν ξεψαχνίζεις ό,τι απλώνεται ομπρός σου μα κι αυτά που είναι μισοκρυμμένα, μια κι η ζωή σε κάθε τόπο είναι ένας αχταρμάς λύπες, χαρές, ευτυχίες, επιτυχίες, μαζί κι εκπλήξεις και θέλει να τις οσφραίνεσαι, να τις γεύεσαι σε βάθος για να παίρνεις φώτιση και γνώσεις, τότεσου, μεγάλο θα ‘ναι το κέρδος σου.
Σαν πριν τριάντα χρόνια, που φώναξα έναν ξερακιανό Κινέζο, καλό παιδί μα πεινασμένο, με δυο σκισμές ανάμεσα τα αναργεμένα ματοτσίνουρά του, χωρίς κόρη κι ασπράδι, που ακόμα δεν κατάλαβα αν και πώς έβλεπε, τον Κόεν, μα αρνήθηκε, κι υστερνά τη λυγερή και πεταχτούλα μιγάδα την Μάλβισα που ξετρέλαινε όλους στο εργαστήριο βιολογίας, εκεί που και ο απατός μου έκανα έρευνα για το τρανό σκολειό που με είχε πέψει απ’ την πατρίδα μας για να με ξεφορτωθούν αφεντικοί μου κομματάρχες μια και δεν προσκυνούσα κανένανε, κι αυτή που λες η μαυρούλα, κούκλα, λαμπαδόχυτη και σαρκοχειλούσα, αρνήθηκε να έρθει μαζί μου κι έτσι που το σκέφτομαι πιο καλά, γιατί ποιος θα ‘κανε ζάπι τη συμβία μου.
- Ντροπή και μόνο που το λες, μου χίμηξε, άμα της το χάραξα.
Ο αδερφός μου όμως, καθηγηταράς σε τούτο το εργαστήρι, δεν μυρίστηκε το μπαρούτι κι επέμενε να με συνοδέψει η Μάλβισα που χαϊδευτικά την έλεγα Βλάμισσα.

Και κίνησα ολόμονος να διασχίσω με το λεωφορείο όλη την Αμερική, από Ανατολή σε Δύση, κι απ’ τις ακτές του Ατλαντικού στα μεγάλα κύματα του Ειρηνικού, εκεί που ξεγυμνωμένα κορμιά σε μια σανίδα απάνω παλεύουν με το υγρό στοιχείο και μένουν ορθοί στο μανιασμένο αφρό τους, στη Σάντα Μπάρμπαρα.
Βδομήντα δυο ώρες, τρεις μέρες και τρεις νύχτες ήμουνα πίσω από τον οδηγό, να συμμετέχω και να αποτυπώνω τα πάντα. Ήταν εύκολο να κρατάω την μπροστινή θέση, μια κι οι άλλοι θέλανε χαβαλέ, να τρώνε, να πίνουν, να παίζουν τα παιδιά, να αναστατώνουν το μελισσοκόφινο τούτο και μετά να κοιμούνται.
Κι έβλεπες μαυράκια, ασπράκια, μυξιάρικα, χοντρουλά, μικρομέγαλα, να σπρώχνονται πάνω και κάτω απ’ τα καθίσματα, να χοροπηδούν σαν τα καλικαντζαράκια, κυράδες πολύχρωμες, λιανές ή τρικάπουλες, με ογκώδη στήθια κι αρώματα να σε πνίγουν, με μαλλιά κολλημένα από λίγδα, ζελέδες και μπογιές κι άντρες λιγοστούς μα άχρηστους, όλοι χοντροί εξόν τον Πορτορικάνο που κυνηγημένος για διάφορα, είχε φιράξει, γιατί μόνο αυτοί πάνε εδώ με λεωφορείο, και η αφεντιά μου που σπούδαζα κοινωνιολογία κι ήθελα να βλέπω και να καταγράφω.
Είχα κι έναν καλό χάρτη που μουτζούρωνα πόλεις, χωριά, πολιτείες, αυτοκινητόδρομους, ποτάμια, βουνά, ό,τι περνούσαμε. Όλα αλλάζανε, ο οδηγός κάθε έξι ώρες, κάθε βράδυ το λεωφορείο, κάθε δυο - τρεις ώρες καινούργιοι και παλιοί επιβάτες. Όλα εξόν τον Greek, που, συχνά, ξεκίναγε το λεωφορείο μα δεν έφευγε γιατί με περίμεναν που αργούσα. Ξενοδοχείο μαθές ήταν για μένα, έπρεπε να πλυθώ, να ξυριστώ, να πιω καφέ, κανένα σάντουιτς, και... ν’ αποπατήσω.

Κι ετούτο είναι απόψε το θέμα μας.
Γιατί ως έμπαινα στις τουαλέτες του μικρού ή μεγάλου σταθμού λεωφορείων, πεντακάθαρα, μέχρι και χαρτί ειδικό για να βάζεις στο κάλυμμα της λεκάνης είχανε σε πολλά μέρη, για σοβαρότερες περιπτώσεις, κι έδινα δίκιο στον αδερφό μου τον προφέσορα, που φεύγοντας, όταν στο σακκίδιό μου έβαζα δυο ρόλους χαρτί υγείας, έχοντας κατά νου την Ελλάδα μας, έμπηξε φωνή τρόμου.
- Τι τα θέλεις αυτά;
- Τρία μερόνυχτα στο λεωφορείο, αδέρφι, θα χρειαστούνε.
- Μην είσαι αφελής! Μου είπε χαϊδευτικά, γιατί έτσι αποκαλούσε τους βλάκες, Θεός συχωρέστονε.
Και δες σήμερα πολιτισμό στα νοσοκομεία, δημαρχεία, εφορίες ΙΚΑ, ΜΙΚΑ κι άλλα δημόσια, δημοτικά και ιδιωτικά κτήριά μας (πλην ολίγων εξαιρέσεων) που ή σιχαίνεσαι να μπεις μέσα ή αν λόγω ηρωισμού ή ανάγκης εισέλθεις, διαπιστώνεις τη σπασμένη λεκάνη ή νιπτήρα, τη χαλασμένη βρύση, τη βρόμα, και μονίμως την έλλειψη χαρτιού. Προσωπικά κουβαλάω στην τσέπη μου. Τι κάνουν οι άλλοι, αδυνατώ να απαντήσω. Όμως κάποιος ευεργέτης εδώ στο μικρό μας μέρος, είχε αφήσει τιμητικά τα χαρτομάντηλά του δίπλα στο θρόνο του Δημάρχου και μάλλον θα του απονείμουν μετάλλιο, αν δεν τα βουτήξει ο επόμενος για τη μύτη του.
Στο δε Πνευματικό Κέντρο παραδίπλα, είδα τουαλέτες κινητές κι από περιέργεια άνοιξα, μα ήταν ρε παιδιά άβυσσος· γιομάτα. Τα πάντα. Αίσχος. Έκλεισα προτού λιποθυμήσω. Ο άλλος, ο γεροντής με την ακράτεια, πήγε τρεχάτος παραδίπλα και σαν το αδέσποτο άφησε τα αποτυπώματά του στον τοίχο απάνω.
- Τους χρειάζεται, είπε χαιρέκακα.
Ε, είναι να μη νιώθεις ντροπή;

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey