Υπάρχουν σχέσεις, και σχέσεις. Δεν είναι πάντα μόνο αυτό που φαίνεται. Είναι και ό,τι δε φαίνεται. Λεπτές επικοινωνίες από μακριά. Αθέατες σκέψεις. Θέσεις και άρσεις. Διασταυρώσεις βηματισμών, βλέμματα, χαιρετισμοί, ανθρώπινες υπάρξεις που θροΐζουν δίπλα μας. Όλα υπαρκτά.
Υπάρχουν σχέσεις, και σχέσεις. Δεν είναι πάντα μόνο αυτό που φαίνεται. Είναι και ό,τι δε φαίνεται. Λεπτές επικοινωνίες από μακριά. Αθέατες σκέψεις. Θέσεις και άρσεις. Διασταυρώσεις βηματισμών, βλέμματα, χαιρετισμοί, ανθρώπινες υπάρξεις που θροΐζουν δίπλα μας. Όλα υπαρκτά. Άλλα ορατά διά γυμνού οφθαλμού και άλλα αόρατα…
Και τώρα μπαίνω στο κυρίως θέμα. Προσεγγίζω τους «αθέατους» φίλους μου. Και, τέτοιους, έχω πολλούς. Λίγο ξέρω για τη ζωή τους. Περισσότερο τους αισθάνομαι με την καρδιά. Συμβαίνει κάποιες φορές να αμφιβάλλω για το όνομά τους. Είναι σωστά καταγραμμένο στο νου μου; Γιατί, αυθόρμητα τυχαίνει να τους βαφτίζω με δικά μου κωδικά ονόματα. Έτσι, δεν είμαι πάντα σίγουρη ποιο είναι το πραγματικό. Έχω, λοιπόν, τον κατάλογο με τα ονόματα των «αθέατων δικών μου» ανθρώπων.
Ξεκινώ με το «δυνατό παπούτσι». Είναι ο άνθρωπος της εφημερίδας «Εμπρός». Αχάραγα ακόμη φέρνει την ειδησεογραφία στο σπίτι. Δρα μέσα μου σαν ωρολόγιο ευχάριστης πρωινής έγερσης. Με συγκεκριμένους ήχους και γνώριμο βηματισμό αφήνει διακριτικά την εφημερίδα. Στη συνέχεια ανεβαίνει, πάλι, στο μηχανάκι του, και με αλλαγή ταχύτητας προχωρά για την επόμενη στάση. Ωστόσο, το παπούτσι του είναι «δυνατό». Η σόλα ανάγλυφη. Υπογράφει σαν ελαστική ανεξίτηλη βεντούζα. Τα αποτυπωμένα ίχνη βηματισμού, καθώς και η αέρινη κίνησή του είναι καθημερινή σχέση. Το αγαπώ το «δυνατό παπούτσι». Φέρνει την τοπική είδηση φρέσκια. Κάθε μέρα δεν παραλείπω να το ευχαριστώ και να του εύχομαι, πίσω από την πόρτα. Είναι σίφουνας. Δεν προλαβαίνω να ανοίξω. Είναι φευγάτος. Όμως η επικοινωνία είναι επικοινωνία. Συμβαίνει και υπάρχει χρόνια…
Ο «αγέρωχος βράχος». Είναι κάποιος ηλιοκαμμένος κολυμβητής που ξαπλώνει το κορμί του για ηλιοθεραπεία στον πιο ανεξάρτητο βράχο στο Απειλί. Δεν παραλείπει με κάθε ευκαιρία να τονίσει τα ογδόντα φύγε χρόνια του. Στο πάλαι ποτέ γνωστό καφενείο που υπήρχε στο Απειλί ήταν αφέντης και άρχοντας. Τώρα, που υπάρχει μόνο η θύμηση του καφενέ, και το τοπίο είναι σκέτο βράχια, είναι κύρης και αφέντης ολόκληρης της ακτής. Χειμώνα - καλοκαίρι κολυμπά. Είναι ευδιάθετος. Την ιστορία της περιοχής την έχει έτοιμη στα χείλη. Με την πρώτη ευκαιρία εξιστορεί. Ξαναζωντανεύει με τον λόγο τα φωτογραφικά στιγμιότυπα, που όλοι μας, λίγο - πολύ, έχουμε δει από την εποχή εκείνη. Ξέρει τα πάντα για τον καιρό. Η καλή του διάθεση διαχέεται από το βράχο προς πάσα κατεύθυνση. Κολυμπά και γίνεται ένα με το νερό, με την αλμύρα, με το κύμα… Απολαμβάνει τη ζωή και εκπέμπει αισιοδοξία, ευχαρίστηση και ζωντάνια. Βάζει τα γυαλιά σ’ όλους τους νεώτερους… Δεν έχουμε κουβέντες. Είναι όμως για μένα ο «αγέρωχος βράχος». Μόνο που τον βλέπω από μακριά, αισθάνομαι ασφαλής. Είναι μια επιβεβαίωση πως όλα βαίνουν καλώς.
Όλα βαίνουν καλώς. Οι αθέατες φιλίες μου. Ένα κατεβατό με αόρατες σχέσεις υπάρχει μες στην καρδιά μου. Ο «γείτονας με το σκύλο», η «κοπελίτσα με το τηλέφωνο στο αυτί», ο «καθαρός εργάτης», η «γριά», ο «κατσούφης ταξιτζής», το «χαμογελαστό αγόρι», ο «μηχανόβιος»… Όλοι τους είναι μέρος της ζωής μου. Τους αφουγκράζομαι. Τους προσέχω. Αναγνωρίζω τη σημαντικότητα της παρουσίας τους. Μέσα από τον καθένα τους, ξεχωριστά, βλέπω και μαθαίνω και τον εαυτό μου…