Τι δε θα ζήσει ο γιος μου

01/07/2012 - 05:56
Χίλια εννιακόσια ενενήντα τέσσερα. Πού πάτε; Ψάρεμα, ήταν η απάντηση. Ούτε πού, ούτε τι ώρα θα γυρίσουμε, ούτε τίποτα.
Χίλια εννιακόσια ενενήντα τέσσερα. Πού πάτε; Ψάρεμα, ήταν η απάντηση. Ούτε πού, ούτε τι ώρα θα γυρίσουμε, ούτε τίποτα. Μόλις τελείωναν τα σχολεία για καλοκαιρινές διακοπές, μία ήταν η έγνοια μας. Πού θα βρούμε λεφτά για να πάρουμε μια 30άρα μισίνα «χελώνα» (Tortoise ήταν η μάρκα, πράσινη πετονιά σε άσπρο καρούλι και μια πράσινη χελώνα πάνω της, εξ ου και το όνομα). Δέκα σαλαγκιές «της μύγας» και ένα κουτάκι μολυβάκια δαγκωτά. Ούτε καν καρούλα για να βάλουμε πάνω την πετονιά, αυτός ήταν όλος ο εξοπλισμός μας. Τρέχαμε στο σπίτι και φτιάχναμε το δόλωμά μας. Αλεύρι, βούτυρο, φέτα, νερό. Ανακάτεμα, έτοιμη η ζύμη. Προορισμός μας, τα Χαλίκια, η Γοργόνα, το Λιμάνι.

Θυμάμαι όταν ήταν για να έρθει ο ξάδελφός μου ο Κώστας από τη Λαμία, δυο βράδια δεν κοιμόμουν από την αγωνία. Με τον Κώστα έχουμε κάνει τα πιο θρυλικά ψαρέματα. Μια φορά, θυμάμαι, μας είχαν τελειώσει τα μολύβια και μη έχοντας λεφτά να αγοράσουμε άλλα, πήραμε τα τσιμπιδάκια της αδελφής μου και τα διαμορφώσαμε κατάλληλα. Τι αορατότητα και βλακείες. Δίπλα στη ζύμη υπήρχε ολόκληρο τετράγωνο πλαστικό πράσινου χρώματος που έκανε μπαμ κι όμως γυρίσαμε με τέσσερα κιλά μελανούρια. Είχαμε ζυγαριά και κάθε φορά θέλαμε να σπάσουμε το ρεκόρ μας. Δυο πιτσιρικάκια μετρούσαν τις ψαριές τους σε κιλά και μοίραζαν σε συγγενείς τα ψάρια.
Δε λέω, άλλος πλούτος τότε. Ξέραμε τα βάθη και τα μήκη του κάθε ψαρότοπου, είχαμε τέτοια πείρα στα θηράματά μας που ξέραμε σε τι βάθος θα τραβήξει, τι τράβηγμα κάνει ποιο ψάρι, τι κεφάλια, τι προτιμήσεις έχουν, τι καιρός φέρνει μέσα και τι έξω. Τις εποχές και τα αναμενόμενα της κάθε μιας. Αποκτήσαμε σιγά - σιγά και με εμπειρικό τρόπο, από μόνοι μας, γνώση που δε θα μπορούσαμε να αγοράσουμε με όλα τα χρήματα του κόσμου. Γνωρίζαμε τη θάλασσα και μέσα από τη γαλήνη της αντλούσαμε γαλήνη, μαχητικότητα, σχεδιαστικές ικανότητες για τον εαυτό μας. Μαθαίναμε για τη βιολογία των θαλάσσιων όντων, ερχόμασταν κοντά σε κάτι που τα σημερινά παιδιά δε γνωρίζουν: κοντά στη φύση. Και έτσι βάζαμε και τον εαυτό μας στη σωστή θέση. Καταλαβαίναμε πως δεν είμαστε κυρίαρχοι του σύμπαντος και ότι για να πετύχουμε, χρειαζόμασταν όχι αναγκαστικά εξοπλισμό και τεχνολογία, αλλά πείρα και γνώση του σκοπού μας. Τίποτα από αυτά δεν είναι υπερβολή. Κοντά στη θάλασσα γίναμε καλύτεροι άνθρωποι. Παίξαμε ατέλειωτες ώρες τα πιο διασκεδαστικά παιχνίδια.

Ήταν επικίνδυνα όλα αυτά; Και βέβαια. Είχαμε απώλειες, τραυματισμούς, και ένα θάνατο από πνιγμό το 1995, παιδί από την παρέα μας. Το δικό μου γιο θα τον άφηνα ποτέ να κάνει όσα έκανα εγώ; Δεν ξέρω. Έρχονταν τα μότορσιπ στο λιμάνι και πηγαίναμε, κάναμε βουτιές από την πλώρη τους. Πηγαίναμε ελεύθερη κατάδυση στα είκοσι μέτρα μόνο με μια μάσκα, ποιος θα πιάσει άμμο να αποδείξει πως έφτασε πάτο, ποιος θα μαζέψει καλόγνωμες, φούσκες, στρείδια. Κλέβαμε βαρκάκια και πηγαίναμε για χταπόδια, καλαμάρια, καθετή. Όταν νύχτωνε γυρνούσαμε ή μέναμε και άλλο στο μώλο για βραδινό ψάρεμα.
Ο γιος μου θα χάσει τόσα πολλά, δυστυχώς ζώντας μακριά από τη φύση. Αχ, ό,τι μπορέσω θα του δείξω, αλλά πώς να ζήσει αυτά τα πράγματα, πράγματα μιας περασμένης εποχής; Εύχομαι οι μεγαλύτεροι να έχουμε τη σοφία να διατηρήσουμε το περιβάλλον και αυτό το περιβάλλον να έχουμε τη δύναμη να το διδάξουμε στα παιδιά μας. Τόσα μας έδωσε εκείνο, πρέπει να τα περάσουμε στους επόμενους. Και εύχομαι εμείς να βρούμε το κουράγιο να παραδεχτούμε πως τα παιδιά μας πρέπει να πετάνε με δικά τους φτερά, με οποιοδήποτε κόστος, ακόμα και αν αυτό αποτελεί το αιώνιό μας καρδιοχτύπι, την αέναή μας έγνοια.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey