Δυο ανέκδοτα για το ζωγράφο Θεόφιλο

01/07/2012 - 05:56
Κάθε φορά που βγαίνω από το κουρείο του Τάκη Κουτζαβεκιάρη στην Καλλονή, νιώθω φτωχότερος σε τρίχες μα πλουσιότερος σε ιστορίες.
Κάθε φορά που βγαίνω από το κουρείο του Τάκη Κουτζαβεκιάρη στην Καλλονή, νιώθω φτωχότερος σε τρίχες μα πλουσιότερος σε ιστορίες. Ο κύριος Τάκης ξέρει την αγάπη που τρέφω για τη λαϊκή αφήγηση και πάντα κάτι μου έχει έτοιμο, πάντα κάποιο «τερτίπι» να με κάνει να ξεχαστώ. Βέβαια, εγώ είμαι ο χειρότερος πελάτης του. Κάθε φορά για να με πείσει να πάω να κουρευτώ και να ξυριστώ με σταματάει στη μέση της πλατείας, αφού ήδη από μακριά ξεκινάει να φωνάζει, «Πώς είσαι έτσι, Γιωργάκη, δεν είναι κατάσταση αυτή, σα λήσταρχος κατάντησες». Να λοιπόν τι μου είπε τι προάλλες καθώς πάλευε με τα άγρια γένια μου και τα αρκουδίσια μου μαλλιά:
«Μια μέρα ήταν ο Θεόφιλος κάτω από τον Πλάτανο στο Κεράμι και λαγοκοιμότανε. Τον βλέπει ένας ταβερνιάρης και του λέει, «Έλα να σου βάλω ένα πιάτο φαγητό, να τα πούμε κιόλας». Ο Θεόφιλος δέχτηκε και αφού έφαγαν και ήπιαν καλά, προσφέρθηκε να ζωγραφίσει κάτι στον ταβερνιάρη. Ο ταβερνιάρης τού έδειξε μια κολώνα στο έμπα του μαγαζιού και του λέει, «Θέλω εδώ πάνω να μου ζωγραφίσεις ένα λιοντάρι». Ο Θεόφιλος είδε την κολώνα και δεν του άρεσε, του φάνηκε πολύ στενή. Ήθελε χώρο πολύ ο Θεόφιλος για να ζωγραφίσει μεγάλο λιοντάρι και όχι γάτα. Λέει λοιπόν ο Θεόφιλος, «Ταβερνιάρη, πως το θες το λιοντάρι, δεμένο ή λυτό;». Ο Ταβερνιάρης απάντησε πως το θέλει λυτό γιατί ένας λιόντας ποτέ δεν μπορεί να ζήσει δεμένος. «Εντάξει», είπε μόνο ο Θεόφιλος και άρχισε να ζωγραφίζει. Η δουλειά του τραβούσε σε μάκρος και ο ταβερνιάρης πήγε σπίτι για να ξεκουραστεί. Πήγε, κοιμήθηκε λίγο και όταν γύρισε, ο Θεόφιλος είχε τελειώσει. Μα δεν είχε ζωγραφίσει λιοντάρι στην κολώνα πάνω. Μόνο ένα τοπίο με θάλασσα και ελιές. «Βρε», είπε ο ταβερνιάρης, «που είναι το λιοντάρι;». Ο Θεόφιλος γέλασε και απάντησε. «Λυτό το ήθελες το λιοντάρι, ε λοιπόν σηκώθηκε και έφυγε».
Άλλη μια φορά ο Θεόφιλος πήγε σε μια ταβέρνα στο Μόλυβο και ζήτησε φαγητό. Ο ταβερνιάρης τού έβαλε ένα πιάτο φασόλια κι ένα ποτήρι κρασί. Ούτε ψωμί, ούτε μια πιπεριά ή ένα κρεμμύδι, τίποτα. Ο Θεόφιλος δεν παραπονέθηκε όμως. Είχε μάθει να πορεύεται όπως λάχει. Ο ταβερνιάρης έπειτα ζήτησε από τον ζωγράφο να του ιστορήσει το ταβάνι. «Και σαν τι θες να σου ζωγραφίσω;», ρώτησε ο Θεόφιλος. «Α! θέλω να μου ζωγραφίσεις όλο το ταβάνι γύρω-γύρω. Να μου κάνεις αρχαίους Έλληνες θεούς και πολεμιστές. Εκεί τους Λάπηθες, παραδίπλα τη μάχη των Πελασγών με τους Πυγμαίους, τις Αμαζόνες λίγο πιο πέρα και μετά οπωσδήποτε τον Ηρακλέα και τους 12 άθλους». Ο Θεόφιλος κούνησε απλά το κεφάλι του. Μπήκε πάνω σε δυο τραπέζια για να φτάνει ψηλά και άρχισε δουλειά. Ο ταβερνιάρης, όμως, βαρέθηκε και πήγε σπίτι και εκείνος να ξεκουραστεί. Όταν γύρισε, τι να δει; Ο Θεόφιλος είχε ζωγραφίσει έναν πελώριο άντρα ξαπλωμένο που έπιανε γύρω-γύρω όλο το ταβάνι. «Τι είναι αυτό;», ούρλιαξε ο ταβερνιάρης. «Τι ήθελες, βρε άνθρωπε;» απάντησε ο Θεόφιλος; «Με ένα πιάτο φασολάδα και ένα ποτήρι κρασί ένα μόνο ήρωα σηκώνει να ζωγραφίσει το στομάχι μου. Εσύ ήθελες μυθολογίες και μάχες λες και με τάισες μοσχάρι τας-κεμπάπ!»
Πολλά ανέκδοτα θα πει ο λαός ακόμα για το Θεόφιλο. Τούτα τα δυο, όμως, διά στόματος του μάστορα Τάκη, μου κράτησαν συντροφιά την ώρα του δικού μου κουρέματος. Ποιος αντέχει άραγε ένα βαρετό και αιωνίως σιωπηλό κουρέα; Όχι εγώ πάντως. Σε χαιρετώ λοιπόν, φίλε μου. Ακούς κυρ-Τάκη;

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey