Χριστούγεννα 1977

22/12/2017 - 14:30

Τα βουνά, Ανατολή μεριά, ροδοστεφανώνονται, ξεχύνεται δειλά το φως, απλώνεται, λούζει πονετικά καμινάδες, καμπαναριά και στέγες, κατεβαίνει στα καλντερίμια, καλούνε τον ήλιο οι πετεινοί, τα κελαηδοπούλια ξυπνούνε, κροταλίζουν πορτοπαράθυρα, το χωριό ξύπνησε.

Άτονα η καμπάνα αποχαιρετά τον αυγερινό, καλεί τους πιστούς.

Θεότρελες νιφάδες, χωρίς προσανατολισμό, πλανώνται και λιωμένες, καταλήγουν στις ογρές πλάκες. Κάποιες, σκαλώνουν στα σπάνια πανωφόρια που γοργοδιαβαίνουν προτού διαλυθούν άδοξα, και βιαστικές, λιγοστές σιλουέτες χώνονται στη μισάνοιχτη πόρτα της εκκλησιάς να βρούνε προστασία κάτω από το βλέμμα του Παντοκράτορα που με ανοιχτά χέρια αγκαλιάζει όλο το εκκλησίασμα, όλους τους πιστούς. Έργο και προσφορά του μακαρίτη παπά-Γιώργη προς την εκκλησιά, που χρόνια πολλά υπηρέτησε.

Σπουδαίος αγιογράφος, αγωνίστηκε, τέλεψε τον Παντοκράτορα στο θόλο ο παπά-Γιώργης, λίγο πριν το νήμα της ζωής του.

Ήτανε Χριστούγεννα ανήμερα.

Θυμάμαι, πριν οχτώ χρόνια, κάτασπρος, με αυλακωμένο πρόσωπο, τρεμάμενα χείλη, κουρασμένα πόδια και λαμπερά μάτια, ερχόταν πάντα στην ώρα του, εδώ, στην ίδια θέση, κάτω από τον Παντοκράτορα, να μας κάνει κατηχητικό. Να μας δώσει ζωή, ελπίδα, κουράγιο, εφόδια.

Παραμονή Χριστούγεννα, όμως, άδικα περιμέναμε το γέρο δάσκαλό μας. Η ώρα περνούσε, η αγωνία μας έσπρωξε στην αναζήτησή του. Μικρό το χωριό, δεν δυσκολευτήκαμε, τον βρήκαμε φορτωμένο ψώνια να γυρνάει τα φτωχόσπιτα, να μοιράζει δώρα κι αγάπη. Σκελετωμένος στο τριμμένο του ράσο έτρεμε, δυσκολευόταν να περπατήσει, μόνο δυο μάτια γυάλιζαν. Τρέξαμε να τον βοηθήσουμε, μας έκοψε.

-Παιδιά μου αγαπημένα, είπε, μπορώ ακόμα να μοιράζω την αγάπη του Χριστού μας, να ‘χετε την ευχή μου.

-Μα πρέπει να σε βοηθήσουμε, θα ...

-Θέλετε να βοηθήσετε;

-Ναι, ναι.

-Τότε, ακούτε πώς να βοηθήσετε κι εμένα κι εσάς και το Χριστό μας.

-Πώς, πώς, ρωτήσαμε ανυπόμονοι.

-Αντέστε, παρακαλέστε τους γονείς σας, πάρτε ένα Χριστόψωμο, δυο φρούτα, λίγα γλυκά, ό,τι μπορείτε, μοιράστε τα στα φτωχά παιδάκια. Τότε θα με ξεκουράσετε, είπε, κι έκατσε σαν σκιά δίπλα στο γεροπλάτανο.

Κοιταχτήκαμε όλοι, πέντ’ έξι μωρούδια, σκουπίσαμε τα μάτια μας και σκορπίσαμε να κάνουμε την επιθυμία του πνευματικού μας πατέρα.

Ήτανε το πιο τρανό μάθημα κατηχητικού.

Κοιμήθηκα ευτυχισμένος. Κι ονειρεύουμουν γελαστά ματάκια, γλυκές, υμνόσυρτες φωνούλες.

Όπως και σήμερα, έτσι και τότε ξύπνησα με τις καμπάνες. Τότε, τις χτυπούσε μ’ έναν αλλιώτικο, πιο γλυκό τόνο ο παπά-Γιώργης. Έτρεξα να βοηθήσω. Να ανάψω κάρβουνα, να βάλω λιβάνι… ήξερα, ο καντηλανάφτης ήταν άρρωστος, έπρεπε να σταθώ στο πόδι του.

Μα έμεινα άφωνος ως τον είδα. Με κομμένη ανάσα, κιτρινισμένο πρόσωπο, άχρωμα βαθουλωμένα μάτια, σωριασμένος σε μια καρέκλα ο παπά-Γιώργης, πάσκιζε ν’ αναχτήσει δυνάμεις.

-Χτύπα παιδί μου, χτύπα χωρίς σταματημό την καμπάνα να ρθούνε οι χριστιανοί, να προκάνω να τους κοινωνήσω. Κουράστηκα, φαίνεται σήμερα θα τελειώσουν όλα… Ο Χριστός μας θα γεννηθεί για όλους μας.

Αγουροξυπνημένοι, έκπληκτοι τρέξανε οι πιστοί πριν την ώρα τους πλημμύρισε η κατακόμβη, κι ως αντίκρισαν το γέροντα, έπεσε νεκρική σιγή, να τελειώσει τη λειτουργιά ο παπάς μην τον κουράζουνε.

Μεγάλη προσπάθεια, έφτασε η ώρα, ακούστηκε μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε, κοινώνησαν οι χριστιανοί, πήραν αντίδωρο, έκλεισε η εκκλησιά.

Και ξανάνοιξε, για να βγάλουν, Θεόρατο, να μοσκομυρίζει, τον παπά Γιώργη για την τελευταία του κατοικία, δίπλα στο νεογέννητο βρέφος.

Όλοι κλάψαμε, πενθήσαμε το δάσκαλό μας, τον στυλοβάτη του χωριού μας.

Μάθαμε αργότερα, πως την παραμονή το βράδυ, όταν τον βρήκαμε να μοιράζει τα Χριστουγεννιάτικα δώρα, βρήκε το γιο του Θεοδόση του καστανά χτυπημένο από τα ζωντανά που έβοσκε. Είχε αιμορραγία σοβαρή, κινδύνευε η ζωή του. Αμέσως πήρε τον μικρό Λουκά και τον φτωχό πατέρα του με ταξί, πήγανε στο νοσοκομείο της πόλης. Όλη νύχτα στάθηκε στο προσκεφάλι του μέχρι που έγινε εγχείρηση και, κρυφά απ’ όλους, έδωσε αίμα για να σωθεί.

Αυγές, ήτανε στο πόστο του, στην Αγία Τράπεζα να ευλογήσει τον οίνο να γίνει αίμα Χριστού και να ζωντανέψει τη θυσία του Θεανθρώπου. Την δική του θυσία. Το αποκορύφωμα της αγάπης.

Και σήμερα, κάτω από τον Παντοκράτορα, δίπλα στο φίλο μου Λουκά, που κρατάει το σταυρό να ευλογήσει ο καινούριος παπάς τους πιστούς, στέρνω το μυαλό μου μακριά, εκεί, στη Βηθλεέμ. Εκεί, που κάτω από τα χνώτα των ζώων γεννήθηκε ο Χριστός μας. Κι αναρωτιέμαι:

Γιατί τόση κακία, αδικία και μισεμός!

Ξαναγεννήσου Χριστέ μου, να μας σώσεις, να μας διδάξεις.

Ξεχάστηκε η θυσία σου παπά-Γιώργη. Ξεχάστηκαν όλα, όλα. Μόνο το συφέρο μένει.

Ελάτε αδέρφια μου! Ας γίνουμε καλύτεροι απ’ τους προηγούμενους.

 

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Γιώργος Καμβυσέλλης

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey