
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Στο σημερινό άρθρο θα επικαλεστώ δύο αναμνήσεις-μαρτυρίες για να αποδείξω (με κίνδυνο να χαρακτηριστώ αναχρονιστικός ή απαισιόδοξος) ότι η εκρηκτική ανάπτυξη της τεχνολογίας σε συνδυασμό με την ανειδίκευτη χρήση της, μάς οδηγεί ταχέως σε έναν κόσμο εκτός πραγματικότητας.
Έβλεπα τις προάλλες τον έγγονό μου να είναι μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης με τις ώρες και να προσπαθεί με ένα δεδομένο πρόγραμμα να κατασκευάσει τηλεοπτικά ένα πλοίο προσαρμόζοντας γραφιστικά υλικά του προγράμματος. Ασυναίσθητα πήγε ο νους μου στα παιδικά μου χρόνια και μάλιστα στην ίδια με αυτόν ηλικία. Τότε τα έτοιμα παιχνίδια (καραβάκια, αραμπαδάκια, αλογάκια κ.α.) ήταν ακριβά και σπάνια. Έπρεπε λοιπόν να τα κατασκευάσουμε οι ίδιοι και καταρχάς να τα επινοήσουμε.
Ο πίτυκας, αυτή η μαγική φλούδα του ελληνικού πεύκου, ήταν το ιδανικό υλικό για να σκαλίσουμε μια βαρκούλα. Επιλέγαμε τις διαστάσεις του πίτυκα και την υγεία του φλοιού. Χρησιμοποιούσαμε επιδέξια το μυτερό μαχαίρι -παρά την ηλικία μας- να κουφώσουμε τον πίτυκα και να διαμορφώσουμε την κατάλληλη καρίνα. Έπρεπε η βάρκα να είναι ζυγισμένη για να μη γέρνει στον πλόο της, και συν τω χρόνω καταφέραμε να σκαλίζουμε και καταστρωματάκια, ένα τρίγωνο της πλώρης και ένα ορθογώνιο για το δοιάκι.
Επρόκειτο για μια βασική αλλά ολοκληρωμένη και προπαντός αυτοδίδακτη ναυπηγική τέχνη, εις δόξαν της αρχαίας ενδόξου ελληνικής.
Η αίσθηση των διαστάσεων, η χαρακτηριστική μυρουδιά του πίτυκα και η ελεγχόμενη δύναμη στο μαχαίρι ούτως ώστε να μην κινδυνεύσει το υλικό ήταν θεία επιτεύγματα, πόρρω απέχοντα από τη σημερινή πληκτρολόγηση, που αδυνατεί να σου διδάξει τα μυστικά της φύσης και της επιδεξιότητας.
Ξύναμε λοιπόν καραβάκια, και ούτε που υποψιαζόμασταν τότε -αργότερα το μάθαμε- ότι συνεχίζαμε μια παράδοση τουλάχιστο 2500 χρόνων, όπως μαθαίνουμε από τον Αριστοφάνη που βάζει τον Στρεψιάδη στις «Νεφέλες» να λέει ότι «το παιδάριον ναυς έγλυφεν, αμαξιτάςσκυτίναςειργάζετο και εκ των σιδίων βατράχους εποίει», δηλαδή « έξυνε καραβάκια το παιδί και αμαξάκια δερμάτινα έφτιαχνε και βατραχάκια με το φλούδι του ροδιού».
Ένα άλλο μεγάλο μυστικό ήταν η καλαμένια τσαμπούνα για όσους λαχταρούσαν μια έστω υποτυπώδη περιπλάνηση στον ήχο του αυλού και κυρίως στις μουσικές κλίμακες.
Ήξερα από εκείνη την ηλικία τι καλάμι θα διαλέξω, πώς θα το καθαρίσω, αν είχε μέσα του κανέναν «κανά» (μια άσπρη φλοιώδη μεμβράνη που τη λέγαμε και «κλέφτη», εννοείται του ήχου), πώς θα ξύσω απαλά και κοντά στον κλειστό κόμπο του καλαμιού το τσαμπούνι, η επεξεργασία του οποίου έδινε και το βάρος του αρχικού τόνου, και τέλος πώς θα διατάξω τις τρύπες για τις νότες, συνήθως τέσσερις έως πέντε.
Εκεί ανακάλυψα τη σοφή αρμονία των μουσικών γενών.
Αν δηλαδή ήθελαεναρμόνια κλίμακα οι τρύπες έπρεπε να είναι σχεδόν σε ίση απόσταση μεταξύ τους, εάν όμως ήθελα χρωματική κλίμακα, έπρεπε η πρώτη τρύπα να είναι πολύ κοντά στην άκρη ενώ η δεύτερη να απέχει πολύ περισσότερο.
Αργότερα, σπουδάζοντας τη βυζαντινή μουσική, είδα ότι ο ήχος του πλαγίου δευτέρου πράγματι έχει τον πρώτο φθόγγο ελάχιστο (6 βυζαντινά μόρια) και τον επόμενο υπερμείζονα (20 βυζαντινά μόρια).
Με αυτά τα μέσα και με αυτόν τον τρόπο σπουδάσαμε κάποτε τη φύση χωρίς μεσολάβηση καμιάς προηγμένης τεχνολογίας και, στην περίπτωση της τσαμπούνας οικειοποιηθήκαμε τα πανάρχαια ακούσματα των μουσικών γενών μιας τονικής μουσικής που εκφράζει συναισθήματα και ιδέες, και ευτυχώς που δεν βρέθηκε κανένας στον δρόμο μας να μας μυήσει στο αλλοπρόσαλλο και ακατανόητο μουσικό σύστημα του ατονικού «δωδεκαφθογγισμού» , που κι αυτό ξεκίνησε σαν … πρόοδος (!), αλλά μακριά από τα συναισθήματα και τα φυσικά ακούσματα των ανθρώπων, και οπωσδήποτε μακριά από τις απόψεις του Αριστόξενου του Μουσικού που πρέσβευε ότι η μουσική στηρίζεται μεν σε μαθηματικές σχέσεις, οι οποίες όμως περνούν μέσα από το αφτί του ανθρώπου.