Άρης Ταστάνης: Ένας πονεμένος ποιητής μάς έφυγε

27/09/2013 - 14:07

Πήγε σαν παλικάρι. Χωρίς να κλάψει, χωρίς να παρακαλέσει κανέναν, χωρίς να δημιουργήσει πρόσθετα προβλήματα και προ πάντων χωρίς να τον λυπηθεί κανένας. Γιατί ο μαχητής ο Άρης δεν ήθελε να τον λυπούνται για κάτι που δεν ήταν υπεύθυνος μηδέ και ένοχος. Δε ζητιάνευε ο Ταστάνης, απαιτούσε.

«… είναι φορές που νιώθω πως η ένταση του πόνου και η απόλυτη παρουσία του στη ζωή μου είναι τόσο ισχυρή, που δε μου επιτρέπει να φοβάμαι. Δε δικαιούμαι να φοβάμαι…»,έλεγε.

Μηδέ το θάνατο φοβόταν ο Άρης. Όταν χάσαμε τον κοινό μας φίλο Γιάννη Τριανταφύλλου (άλλο αγωνιστή και συνιδρυτή του αναπηρικού κινήματος), μου είπε:

«Θα έρθει κι η δικιά μου ώρα, σαν το Γιάννη που βιάστηκε… Και ξέρεις, δε με φοβίζει ο ερχομός του.»

Δεν πάει πολύς καιρός που σε μια νεώτερη επικοινωνία μας εκφράστηκε θυελλώδικα ενάντια στη σημερινή πολιτική μας κατάσταση και την κοινωνική θύελλα που σαρώνει τους έντιμους Έλληνες κι αφήνει την πόρτα ανοιχτή για τους επιτήδειους σαρκοβόρους του εργαζόμενου κι αναξιοπαθούντα πολίτη.

«Τα ψίχουλα που μου δίνουν, δε φτάνουν ούτε για πάμπερς. Όλα τα επιδόματα μας τα κόψανε και στενάζει το αναπηρικό κίνημα…»

Μια βδομάδα πέρασε κι ήρθε φριχτή η είδηση πως ο Άρης μας, ο πονεμένος αυτός ποιητής, ο πολυγραφότερος λογοτέχνης στον αναπηρικό κόσμο, μας εγκατέλειψε, τον εγκατέλειψε η καρδιά του. Δεν άντεχε πια η ύλη, γιατί το πνεύμα του ήταν ως τα τελευταία ακμαίο, νεανικό, κρυστάλλινο. Και έτσι θα παραμείνει ανάμεσά μας.

Πήγε σαν παλικάρι. Χωρίς να κλάψει, χωρίς να παρακαλέσει κανέναν, χωρίς να δημιουργήσει πρόσθετα προβλήματα και προ πάντων χωρίς να τον λυπηθεί κανένας. Γιατί ο μαχητής ο Άρης δεν ήθελε να τον λυπούνται για κάτι που δεν ήταν υπεύθυνος μηδέ και ένοχος. Δε ζητιάνευε ο Ταστάνης, απαιτούσε.

Όπλο του και διέξοδός του, η λογοτεχνία και κυρίως η ποίηση. Κι όλο έγραφε και διαλαλούσε.

«… Γράφω για να πιστοποιώ στον εαυτό μου αδιάκοπα ότι δε φταίω εγώ γι’ αυτό που με χωρίζει από τους άλλους. Γράφω για να διαμηνύσω και στους άλλους ότι δεν ευθύνονται γι’ αυτό που τους χωρίζει από μένα. Γράφω για να δικαιώνομαι, αλλά και για να τους δικαιώνω. Γράφω για μένα και γι’ αυτούς. Η λογοτεχνία είναι η κραυγή της υπέρτατης μοναξιάς μου που αναζητεί τον αντίλαλό της, αντιστεκόμενη στα υπερυψωμένα τείχη…»

Εμείς όμως κλάψαμε για την απώλεια ενός λογοτέχνη και ποιητή που, νεαρός ακόμα, αρρώστησε με μυϊκή δυστροφία των άκρων κι απόμεινε ένας λεβέντης αγωνιστής στο αναπηρικό του καροτσάκι σαράντα τρία ολάκερα χρόνια. Αγόγγυστος.

«Θα έρθεις Άρη στο νησί;», τον ρώτησα.

«Πολύ θα ήθελα.»

«Θα το προσπαθήσουμε, φίλε μου», του ψιθύρισα κι ένα δάκρυ αυλάκωσε τα μάγουλα μας.

Ένα δάκρυ για τον πόνο του, για τον πόνο όλων των ατόμων με αναπηρία, ένα δάκρυ για την Ελλάδα μας την κακοποιημένη.

«Αυτά με πονούν πιο πολύ», φώναξε δυνατά για να τον ακούσουν, θαρρείς, οι υπεύθυνοι!

Και απομείναμε τώρα χωρίς το φίλο μας τον Άρη Ταστάνη.

Αδράχνω το τελευταίο του βιβλίο, «Τα ταξίδια μου», το φυλλομετρώ και διαβάζω. Φωναχτά διαβάζω…

«Κάθισες στο πεζούλι.

Ανάμεσα στις τριανταφυλλιές.

Μου μίλησες ξανά για την “άλλη” ζωή.

Που θα ζήσουμε τα τοπία που πολύ

αγαπήσαμε…

 

Όταν θα γίνω θάλασσα,

να την κοιτάζεις χωρίς φόβο…

 

Όταν θα γίνω βροχή,

να τη μαζεύεις στις χούφτες σου…

 

Όταν θα γίνω άνεμος,

ν’ ανοίγεις τα παράθυρα της ανατολής…

 

Όταν θα γίνω νύχτα,

να ρίχνεις βαρύ ρούχο πάνω σου…

 

Όταν θα γίνω ποτάμι,

τη βέρα σφίξε στο δάχτυλό σου…

 

Κι όταν θα γίνω άστρο.

Μέσα στον καθρέφτη του φεγγαριού.

Άσε με να υπάρχω παντοτινά.»

(«Απλές λέξεις», σ. 9)

 

Απώλεια μεγάλη που έφυγες, Άρη, σφουγγίζω τα δάκρυά μου και σ’ αποχαιρετώ, πάλι με δικούς σου στίχους:

«Με κοίταζε ώρα πολύ στα μάτια

κι ήταν σα να με κοίταζε στερνή φορά.

Όπως οι μελλοθάνατοι τον πρωινό

ήλιο.

Οι μετανάστες στο σταθμό τις

σκουριασμένες στέγες

και τον γαλάζιο ουρανό της πόλης

μας.

Στο μουράγιο δεν είχε για σένα

μαντήλι.

Στη γέφυρα του πλοίου σκούπισες τα

γυαλιά σου.

Τα δάκρυα σκουπιδάκια στο θολό

νερό.

Ανήμπορος να μερώσω με

αναμνήσεις

το βραχνά της απουσίας σου.

Μεγάλος θα είναι ο χρόνος του

χωρισμού…»

(«Αποχαιρετισμός», σελ. 43)

 

Καλό καταβόδιο φίλε μου.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey