
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Γέμισε το θεατράκι των «Αστέγων» για δύο μέρες
Από το αφιέρωμα στο θεατράκι των «Αστέγων». Από δεξιά η Φ. Παπανδρέου, ο Β. Σαμαράς και ο Π. Χατζηβαγιάνης
Μεταφερθήκαμε σε μια άλλη εποχή, αρκετές δεκαετίες πίσω το βράδυ του Σαββάτου και της Κυριακής, στο υπέροχο αφιέρωμα για τον Βασίλη Τσιτσάνη που παρουσίασαν οι «Άστεγοι» γεμίζοντας κάθε χώρο του μικρού θεάτρου. Ενορχηστρωτής της προσπάθειας ο Βασίλης Σαμαράς, που έγραψε τα κείμενα και συνόδεψε με το μπουζούκι και τη φωνή του τα τραγούδια που ακούσαμε, επίσης με τη φωνή της Φωτεινής Παπανδρέου που είχε αναλάβει και τα κρουστά, αλλά και τον Παναγιώτη Χατζηβαγιάννη στην κιθάρα. Μια όμορφη ατμοσφαιρική βραδιά, η τρίτη που γίνεται στο ίδιο πλαίσιο και από την ίδια ομάδα.
«Θέλαμε κάποια πράγματα με τα οποία έχουμε έρθει σε επαφή να τα μοιραστούμε με τον κόσμο. Μας αρέσει να συνδυάζουμε τη μουσική που παίζουμε με κάποιες πληροφορίες, που δίνουν στο θεατή να καταλάβει και πέντε πράγματα παραπάνω και ίσως να τα δει με καινούριο μάτι» εξηγούν στο «Ε» οι τρεις μουσικοί.
Επίσης επισημαίνουν ότι ενώ υπάρχουν εξαιρετικοί μουσικοί στη Λέσβο και γίνονται συχνά αφιερώματα και μουσικές βραδιές, «αυτός ο συνδυασμός μουσικής και πληροφορίας νομίζουμε ότι λείπει. Έτσι αποφασίσαμε αυτό που θα θέλαμε να δούμε ως θεατές και δεν το βρίσκαμε, να το δημιουργήσουμε εμείς. Από την ανταπόκριση που έχουμε για τρεις συνεχόμενες χρονιές, φαίνεται πως αυτό που κάνουμε δεν αρέσει μόνο σ' εμάς κι αυτό μας χαροποιεί ιδιαίτερα».
Τα αφιερώματα
Ιδέες για ανάλογες μουσικές παραστάσεις έχει πολλές η εν λόγω κομπανία. Ένα μεγάλο μέρος, όμως, της δουλειάς πέφτει στο Βασίλη Σαμαρά που γράφει τα κείμενα, ο οποίος διαβάζει πραγματικά πολλές ώρες ώστε να ανακαλύψει την πληροφορία που θα ενδιαφέρει το κοινό και θα μπορεί να παρασταθεί και με ένα ενδιαφέροντα τρόπο.
Βέβαια, όποιος αποφασίσει να ψάξει πράγματα για τη ζωή και την καλλιτεχνική δημιουργία του Τσιτσάνη έχει να αντιμετωπίσει σημαντικά εμπόδια, εξηγούν. Κι αυτό γιατί, παρότι η βιβλιογραφία είναι πλούσια, «στην πραγματικότητα πρόκειται για αγιογραφίες και είναι πραγματικός άθλος να μπορέσεις να κάνεις μια απόσταξη και να πάρεις την ουσία».
Μετά το προπέρσινο αφιέρωμα στο Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος ασχολήθηκε με πολλά είδη της μουσικής, και το περσινό πολυσυλλεκτικό αφιέρωμα στα τραγούδια του ελληνικού κινηματογράφου, φέτος ασχολήθηκαν για πρώτη φορά με μια μονογραφία: «Μονογραφία γιατί ο Βασίλης Τσιτσάνης έγραψε αποκλειστικά λαϊκό τραγούδι και μάλιστα σφράγισε την ελληνική λαϊκή μουσική ανοίγοντας νέους δρόμους. Ήταν επομένως σχεδόν μια αυτονόητη επιλογή».
Ψάχνοντας τη ζωή του Τσιτσάνη τα μέλη της κομπανίας είδαν ότι δεν είχε κάτι το μυθιστορηματικό: «Πολλοί Έλληνες που έζησαν την ίδια εποχή είδαν τη φτώχεια στην επαρχία και ήρθαν στην Αθήνα. Πολλοί πολέμησαν στο δεύτερο παγκόσμιο, πολλοί άφησαν την Αθήνα κατά τη διάρκεια της κατοχής και περιπλανήθηκαν στην επαρχία. Πολλοί τελικά στέριωσαν στην Αθήνα μεγάλωσαν και πέθαναν εκεί. Το πιο συναρπαστικό, το πιο ξεχωριστό πράγμα που συνέβη στον Βασίλη Τσιτσάνη πρέπει να είναι η μουσική!»
Από το αφιέρωμα στους «Αστέγους»
Ο Βασίλης Τσιτσάνης
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1915 στα Τρίκαλα. Λεπτομέρειες για τη ζωή του μάθαμε στο αφιέρωμα που έγινε στους «Αστέγους», όπου οι συντελεστές του μας παραχώρησαν κομβικά σημεία για τη ζωή του και δημοσιεύουμε αυτούσια:
Ο πατέρας του, αν και κατασκευαστής τσαρουχιών, όταν βλέπει ότι ο γιος του έχει κλίση στη μουσική, επηρεασμένος από το αστικό περιβάλλον των Τρικάλων, κανονίζει να κάνει μαθήματα βιολιού με καθηγητή μουσικής. Έτσι ο Τσιτσάνης ξεκινάει με μια δυτικότροπη μουσική εκπαίδευση. Μεγαλώνοντας αρχίζει να δουλεύει ως μουσικός. Για παράδειγμα έπαιζε βιολί ζωντανά κατά τη διάρκεια προβολής βωβών ταινιών.
Το 1933 τελειώνει το σχολείο, από τους ελάχιστους του ρεμπέτικου που ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το 1935 κατεβαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει νομικά, εγκαταλείπει όμως νωρίς τις σπουδές για οικονομικούς λόγους. Έχει ήδη αρκετά τραγούδια έτοιμα και παίζει σε ταβέρνες με αμοιβή ό,τι έχουν ευχαρίστηση οι πελάτες. Τότε, κάποιος εργαζόμενος σε δισκογραφική εταιρεία τον ακούει και στις αρχές του 1936 ξεκινά τις ηχογραφήσεις. Η λογοκρισία της δικτατορίας του Μεταξά, που απαγόρεψε τα τραγούδια περί ναρκωτικών και περί παρανομίας, ενώ εμπόδισε άλλους δημιουργούς, στον Τσιτσάνη άνοιξε το δρόμο της δημιουργίας και της καταξίωσης. Τα τραγούδια που συστήνει στο κοινό είναι πιο ανάλαφρα από τα προγενέστερα και αρέσουν σε πολύ πιο ευρύ κύκλο ακροατών από το παραδοσιακό ρεμπέτικο, το οποίο απευθυνόταν λίγο - πολύ σε περιθωριακούς κύκλους. Από την άλλη μεριά, την ίδια περίοδο υπάρχει και το ελαφρό τραγούδι, όμως η ερωτική του θεματολογία που περπατά στα σύννεφα αδυνατεί να εκφράσει τις λαϊκές τάξεις.
Ο Τσιτσάνης εκτός από ερωτικά τραγούδια, γράφει και για τις μάνες που περιμένουν τους γιους τους, γράφει για φτώχεια, εξορία, μετανάστευση, τον εμφύλιο. Τη δεκαετία του '40 και του '50 καθιερώνεται πλέον πλατιά, αλλά τη δεκαετία του '60 που αλλάζει πολύ το μουσικό τοπίο, κυρίως με τις μεταγλωττίσεις των ινδικών και αραβικών τραγουδιών, βγαίνει από τη μόδα. Αλλάζει τον τρόπο που γράφει μουσική, αλλά δεν βρίσκεται πλέον στο προσκήνιο του λαϊκού τραγουδιού. Αν και πιο σποραδικά, συνεχίζει να γράφει ωραία τραγούδια και να κάνει επιτυχίες. Μέχρι το τέλος της ζωής του το 1984 δεν κατέβηκε ποτέ από το πάλκο.