Να γιατί οι γιαγιάδες της Σκαμιάς ξέρουν από προσφυγιά

22/10/2015 - 13:34

Έζησαν το άγριο πρόσωπο της προσφυγιάς, και δίνουν απλόχερα αγάπη στους πρόσφυγες του 21ου αιώνα που καταφθάνουν στις ακτές της Βόρειας Λέσβου.

«Γιορτάσαμε πρώτα του Αϊ-Γιάννη στο χωριό μας και την άλλη μέρα φορτωθήκαμε στ' αραμπάδια και φύγαμε. Εγώ ήμουνα χήρα με δυο παιδιά στην αγκαλιά και τη μητέρα μου τη γριά από κοντά. Δεν είχαμε πολλά πράματα να πάρουμε μαζί μας. Δεν ήμαστε πλούσιοι εμείς. Τα ρούχα μας πήραμε, καμιά εικόνα απ' το σπίτι και ό,τι χρήματα βρέθηκαν στα χέρια μας. Πολύ λίγα πράματα».

Ανταλλάξιμη από το χωριό Γούρδουνος της Καππαδοκίας η Κατίνα Κασνακίδου περιγράφει τη διαδρομή της προσφυγιάς, το 1924, από την παλιά στην καινούρια της πατρίδα. Οι ερευνητές του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών την ξετρύπωσαν στο τσαρδάκι της στη Δραπετσώνα στα 1959 και συμπεριέλαβαν την αφήγησή της στον εξαιρετικό τόμο «Εξοδος»:

«Φτάσαμε με τ' αραμπάδια στο Ουλούκισλα κι εκεί φορτωθήκαμε όλοι στο τρένο. Οχι σαν εδώ τα τρένα με τα καθίσματα και τις πολυτέλειες. Ο ένας επάνω στον άλλον ήμαστε και καθόμαστε χάμω πάνω στα μπογαλάκια μας. Στη Μερσίνα μείναμε δεκαοχτώ μέρες. Τι έγινε όταν φτάσαμε και είδαμε πρώτη φορά στη ζωή μας θάλασσα. Τρέχαμε όλοι, γυναίκες, παιδιά, κοντά να τη δούμε. "Πάνω ουρανός", λέγαμε, "κάτω ουρανός, πού θα πάμε;"

»Δεν μπορώ να πω πως υποφέραμε πολύ στο πλοίο. Μας δίνανε και τροφή και νερό. Τα πράματά μας τα είχανε βάλει κάτω στο αμπάρι, εμείς ήμαστε οι πιο πολλοί πάνω στην κουβέρτα του βαποριού. Πεθάνανε τρεις στο πλοίο μέσα που ερχόμασταν και τους ρίξανε στη θάλασσα. Δεν ήταν όμως απ' την κακοπέραση. Ηταν πολύ ηλικιωμένοι και τους πείραξε πολύ που αφήσανε τον τόπο τους. Τους έφαγε η στενοχώρια.

»Εμάς μας έδινε θάρρος η ελπίδα. Χήρες οι πιο πολλές με μωρά στα χέρια, ελπίζαμε πως στον καινούριο τόπο θα βρούμε προστασία και θα περάσει η ζωή μας πιο εύκολα. Στον Αϊ-Γιώργη όμως, που βγήκαμε στην καραντίνα, βρήκαμε πολύ άσκημα τα πράματα. Μας κουρέψανε όλους, μας φέρονταν άσκημα, μας βρίζανε.

»Απελπισία μας έπιασε. Επεσε κι αρρώστια, δυσεντερία, και πεθάνανε δέκα άνθρωποι. Τους πήρανε, πού τους πήγανε, πού τους θάψανε, δεν ξέραμε. Ε, πέρασε κι αυτό ύστερα, το ξεχάσαμε κάποτε κι αυτό και μείναμε στον καινούριο τόπο και μεγαλώσανε τα παιδιά μας, που τα φέραμε μωρά εδώ, και πάλι όλο βάσανα ήτανε η ζωή μας».

Ολα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν, κατά πώς λέει ο ποιητής. Σχεδόν εκατό χρόνια αργότερα στα νερά του Αιγαίου θαλασσοδέρνεται ένα νέο κύμα προσφυγιάς. Στη Μυτιλήνη η κυρά-Μαρίτσα, η κυρά Στρατίτσα κι η κυρα-Μηλίτσα, χλιάρυναν το καυτό μπιμπερό στη βρύση κάτω απ' τον πλάτανο και τάισαν ένα μωρό, να μην κλαίει. Θα μπορούσε να είναι κόρες της Κατίνας. Οι ηλικίες τους ταιριάζουν απόλυτα.

 

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Φωτογραφία: ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΡΤΣΙΑΛΗΣ / RIZOPOULOS POST

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey