Ο Δημήτρης Μιχαηλίδης, γιος του Κίμωνα, φιλολόγου και διανοούμενου, ήταν ένας από τους σημαντικότερους καθηγητές της Συγκριτικής Φιλολογίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Γεννήθηκε στην Πέτρα της Λέσβου, σπούδασε στην Αθήνα κι έφυγε στην Ιταλία για μεταπτυχιακές σπουδές, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα κι εργάστηκε ως καθηγητής στην έδρα Μεσαιωνικής και Συγκριτικής Φιλολογίας στο Λέτσε. Πέθανε πριν από τέσσερις εβδομάδες περίπου, κηδεύτηκε και θάφτηκε στη Ρώμη. Όπως με πληροφόρησε κοινή φίλη, η πλούσια βιβλιοθήκη του, που αριθμεί χιλιάδες τόμους στην Ιταλία, όσο και στο σπίτι του στο Παλαιό Φάληρο, περιήλθε στη δικαιοδοσία του Πανεπιστημίου του, όπου και θα δημιουργηθεί πτέρυγα προς τιμήν του εκλιπόντος.
Γνωριζόμασταν λίγο. Δεν ερχόταν στην Πέτρα συχνά. Τα λίγα εκείνα καλοκαίρια που τον έβλεπα αμυδρά στη βεράντα μας, τον ρωτούσα πώς περνούσε τις διακοπές του. «Παιδί μου, εξαιρετικά! Νοικιάζω δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο στο Παρίσι, το ίδιο πάντα, ξέρεις με ενοχλούν οι αλλαγές εμένα, κι επισκέπτομαι από το πρωί ως το απόγευμα τις βιβλιοθήκες, συγκεντρώνω το υλικό και το βράδυ η μαμά μου με βοηθά στην αποδελτίωση.» Νομίζω δεν εξέδωσε πολλά πράγματα. Είχε μια τεράστια έφεση να συγκεντρώνει και να ταξινομεί υλικό για πιθανές μελέτες. Κι ήταν μονομανής με τη λεπτομέρεια.
Κι όσο τελειομανής και λεπτομερειακός στάθηκε ο ακέραιος αυτός άνθρωπος με την επιστήμη του, τόσο υπερρεαλιστικός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «μέσα στες πολλές συνάφειες κι ομιλίες», μέσα στην καθημερινή τριβή και τις υποχρεώσεις της, που ούτε του ταίριαζαν, ούτε τις κατανοούσε. Ο ίδιος υπήρξε πάντοτε απίστευτα σεμνός, «αγνοώντας τον αιώνα της καλπάζουσας εξυπνάδας» και χαμηλώνοντας πάντα νωχελικά τη φωνή του, ώστε να τη σκεπάζουν οι δυνατές φωνές των αμαθών κι ημιμαθών που ευδοκιμούν πάντοτε. Κάποτε του ζήτησα μια συνέντευξη για τη ΝΕΤ. «Δεν κάνω εγώ, παιδί μου, γι’ αυτούς όλους, δεν ξέρουν κιόλας, δε θέλουν ούτε να μάθουν.»
Δεν είχε πει το ίδιο στη μάνα μου, όταν τον παρακάλεσε να με βοηθήσει εκείνο το καλοκαίρι να προετοιμαστώ για τη συνέντευξη του μεταπτυχιακού μου. «Ηρώ μου, οι Εγγλέζοι είναι υπερβολικοί και φλύαροι. Ένα απόγευμα θα περάσω εκεί και τελείωσε.»
Για ένα μήνα ερχόταν καθημερινά στις έντεκα το πρωί κι έφευγε κατά τις έξι το απόγευμα. Δεν είχε μαζί του ούτε ένα βιβλίο. Κι εκεί, μέσα σ’ ένα δωμάτιο ενός πολυκαιρισμένου αρχοντικού, με τα σανίδια να τρίζουν και τους σοβάδες να κρέμονται, μέσα στους ήχους από τα τζιτζίκια του Άι-Νικόλα έμαθα και τον Ντεριντά και τους Ρώσους φορμαλιστές, και τα αποσπάσματα του ερωτικού λόγου του Μπαρτ και τις θεωρίες της αφήγησης και της μετάφρασης… Πίσω από ένα γραφείο του περασμένου αιώνα καθόταν ένας μεγάλος δάσκαλος, που μιλούσε ήρεμα, απαλά, εξηγούσε λες και διηγούνταν αναμνήσεις από μια ευχάριστη βεγγέρα. Καμμιά φορά η μάνα μου του έφερνε σταφύλι. Έπαιρνε, δοκίμαζε κι έβαζε τις φωνές: «Βρε Ηρώ, θες να με σκοτώσεις; Με τα κουκούτσια το σερβίρουν το σταφύλι;» «Να σας το καθαρίσω εγώ!», πετάχτηκα. Έτσι ένα μαγεμένο κοριτσάκι σημείωνε όσα προλάβαινε σε ένα τετράδιο, λερωμένο από το χυμό του σταφυλιού. Ο διονυσιασμός της επιστήμης!
Φυσικά με δεχτήκανε οι φλεγματικοί Εγγλέζοι, αλλά δε με μάθανε τίποτα περισσότερο από κείνον. Κι αν κάτι θεωρώ άδικο είναι ότι σε ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα δε θα μου επιτρεπόταν ποτέ να γράψω ότι κάποτε είχα την τιμή να καθαρίσω τα κουκούτσια από το σταφύλι ενός μεγάλου!
kalypsodj@yahoo.gr