Μια λαϊκή αφήγηση για τα χρόνια του ανθρώπου

01/07/2012 - 05:56
Διαβάστε το παρακάτω κείμενο σαν να ακούτε έναν γεροντάκο να μιλάει, όπως άκουσα και εγώ όταν ο μπαρμπα-Μανώλης ρούφηξε το καφεδάκι του και ξεκίνησε να λέει την ιστορία.
Διαβάστε το παρακάτω κείμενο σαν να ακούτε έναν γεροντάκο να μιλάει, όπως άκουσα και εγώ όταν ο μπαρμπα-Μανώλης ρούφηξε το καφεδάκι του και ξεκίνησε να λέει την ιστορία.
«Ο Θεός, Γιώργο γιε μου, φώναξε αυτά τα τέσσερα ζωντανά, τον γάιδαρο, τον σκύλο, την μαϊμού και τον άνθρωπο. Λέει, “Ελάτε να σας δώσω τον χρόνο ηλικίας της ζωής σας. Άνθρωπέ μου, έχεις τριάντα χρόνια ζωής”. “Μπα!”, φώναζε ο άνθρωπος. Σου λέει, μόνο για τριάντα χρόνια; Το μάτι του ανθρώπου είναι αχόρταγο, έτσι δεν είναι; “Λοιπόν”, λέει ο Θεός νευριασμένος, “αυτά είναι”. Λέει έπειτα, “Έλα γάιδαρε. Και εσύ τριάντα”. Ο γάιδαρος στεναχωρέθηκε. Κατέβασε την κεφαλή του, μουτρωμένος. Είδες που λένε μουτρωμένο γαϊδούρι; Μούτρωσε. Λέει, “Γιατί; Τι να τα κάνω τα τριάντα χρόνια;” Λέει ο Θεός, “Και συ παραπάνω θες;” “Όοοχι, πολλά μου είναι, γιατί θα με βασανίζει αυτός εδώ!” “Ποιος;” “Ο άνθρωπος. Δέκα και πολλά είναι”. Ήρθανε σε μια συμφωνία, λέει “Πάρε δεκαπέντε”. Τα ζητάει ο άθρωπος τα χρόνια που άφησε πίσω του ο γάιδαρος. Τα χρόνια. Λέει ο Θεός, “Πάρ’ τα. Τα θες του γαϊδάρου τα χρόνια;”. Λέει “Τα θέλω”, λέει “Πάρ’ τα. Μετά στη ζωή που θα ζεις, μην παραπονεθείς! Εγώ θα στα δώσω”. “Όχι!”, λέει. “Πάρ’ τα”. Φωνάζει του σκύλου. Γάβγιζε ο σκύλος. “Δεν έχει”, λέει, “τριάντα. Δεκαπέντε και πολλά. Τι, να μ’ έχουν οι βοσκοί στα βουνά; Και κλοτσιές και νηστικός;” Πιο λίγα ήθελε και πήρε και αυτός δεκαπέντε. Ο άνθρωπος πάλι με τον Θεό, λέει, “Θεέ μου, δεν μου τα δίνεις εμένα;” “Τη σκυλίσια ζωή θέλεις;”, “Τη θέλω” “Πάρ’ τηνε”. Μετά ήρτε η σειρά της μαϊμούς. Η μαϊμού η φουκαριάρα, δάκρυζε. Λέει “Γιατί δακρύζεις;”. “Δεν τα θέλω τόσα πολλά, τριάντα”. Πάει και αυτή, της έδωσε δεκαπέντε και πολλά ήταν. Ο λαίμαργος όμως ο άνθρωπος, τα πήρε. Δώσε βάση τώρα σαν μικρότερος. Ο άθρωπος, από τη στιγμή που θα γεννηθεί ζει σαν άνθρωπος. “Πόσων χρονών είσαι, Γιωργάκη μου;” “Είκοσι εφτά”, απάντησα τότε. “Έχεις ακόμα τρία χρόνια ζωής σαν άνθρωπος. Από εκεί και πέρα φορτώνεσαι δεκαπέντε χρόνια του γαϊδάρου τη ζωή, φορτωμένος γιατί δημιουργάς οικογένεια, γιε μου. Και δώσ’ του γομάρι, τρέχεις και δεν φτάνεις, όπως ο Θωρής (δείχνει κάποιον απέναντι), όπως εγώ, όπως όλοι μας. Μετά τα σαρανταπέντε, γιατί τριάντα και δεκαπέντε, σαρανταπέντε. Μετά τα σαρανταπέντε τι παθαίνει ο άθρωπος; Σπάνε οι δυνάμεις. Τόνε βλέπεις. Όποιον βλέπεις μετά τα σαρανταπέντε μέχρι τα εξήντα, όλο γαβγίζει σαν τον σκύλο. Γιατί είναι κουρασμένος. Όντα πιάσει τα εξήντα, μετά δεν έχεις πέραση. Όχι μόνο τα παιδιά, και τα αγγόνια θα σε πειράζουν, επειδή δεν έχεις πέραση στη ζωή. Ούτε από τα παιδιά ούτε από τα εγγόνια δεν έχεις αξία. Τι κάνεις, όμως, εσύ ο ίδιος; Φιλοσοφάς τη ζωή. “Κορόιδο είμαι; Ας κάνω την μαϊμού να περάσομε τα υπόλοιπα χρόνια”. Αυτά από έναν άνθρωπο μειλίχιο και μελετημένο, πατέρα και παππού και προπάππου, δύτη στο ναυτικό και επαγγελματία σφουγγαρά στα νιάτια του. Τα χρόνια του ανθρώπου, του γαϊδάρου, του σκύλου και της μαϊμούς.»

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey