Αναμνήσεις ενός Καλοκαιριού

01/07/2012 - 05:56
Έκλεισε τα μάτια της λίγο πριν την πάρει ο ύπνος, ν’ αναπολήσει τις στιγμές που έζησε, να τις κρατήσει σαν κάτι πολύτιμο, να μην αφήσει ο χρόνος να τις πάρει. Να μην αφήσει τη λήθη να τις σκορπίσει (έρμαιο στα σοκάκια του μυαλού της).
Έκλεισε τα μάτια της λίγο πριν την πάρει ο ύπνος, ν’ αναπολήσει τις στιγμές που έζησε, να τις κρατήσει σαν κάτι πολύτιμο, να μην αφήσει ο χρόνος να τις πάρει. Να μην αφήσει τη λήθη να τις σκορπίσει (έρμαιο στα σοκάκια του μυαλού της).
Να προλάβει, τώρα που ‘φευγε το καλοκαίρι κι ο καιρός διατηρούνταν ακόμη τόσο καλός. Να τ’ αναπολήσει όλα με κάθε λεπτομέρεια, όχι πως αργότερα θα χανόταν, αλλά έπρεπε να τα βάλει όλα σε μία σειρά, να πει πως το καλοκαίρι αυτό, πέρα απ’ τις όποιες αντιξοότητες, υπήρξαν πολύ ευτυχισμένες στιγμές, από αυτές που μας κάνουν να προχωράμε με καινούργιες ελπίδες, από αυτές που μας κάνουν να αγαπάμε τη ζωή.
Κάτι βέβαιο φώναζε μέσα της: «γίνεται να νικήσεις το χρόνο;» Αυτό σκεφτόταν και χαμογελούσε κι άλλοτε νευρίαζε.
«Όλα γίνονται» της απαντούσε μια άλλη φωνούλα μέσα της. Μα το χρόνο, όχι δε νικιέται, δεν μπορείς.
Στο έμπα του Καλοκαιριού, μια έναστρη βραδιά το καράβι της έμπαινε στο λιμάνι της Χίου. Απέναντι τα φώτα τού Τσεσμέ, ενώ η Χίος φωταγωγημένη. Η όμορφη, η Μυροβόλος Χίο, η αγαπημένη της Χίο. Τη μάγεψαν τα μεσαιωνικά χωριά της, και ιδιαίτερα τα χωριά του Κάμπου. Καθώς και οι πύργοι του.
Ακόμη μύριζαν θαρρείς οι ζωές των ανθρώπων που τα κατοικούσαν. Αυτά σκεφτόταν ένα βράδυ φωτεινό ενώ μια άλλη γυναίκα εξηγούσε την ιστορία του νησιού, και εκείνη χάζευε το λαμπερό ουρανό των αστεριών.

Στον Ανάβατο «χάθηκε» στην ερημιά των μισογκρεμισμένων σπιτιών που έχασκαν ανοιχτά στο μεσημεριάτικο ήλιο και στ’ αγέρι που φυσούσε. Στη Βέσσα ξεκουράστηκαν κάτω απ’ τη σκιά των πλατανιών.
Στη Σμύρνη την ακολουθούσε η μάνα της ψηλά στο κάστρο, χαμογελούσε και της έδειχνε την αγαπημένη πόλη της Μικρασίας, ενώ κάτω στην προκυμαία η γιαγιά της, κυνηγημένη απ’ τις φωτιές και τη μανία των Τούρκων, ετοίμαζε βιαστικά τα μπαγάζια της για τη μεγάλη φυγή. Ενώ στη διαδρομή Αϊβαλί, Κουτσούκουγιου, Αδραμίτ, Αϊβατζίκ, ο άλλος παππούς της έλεγε για το μεγάλο εμπόριο που έκανε σ’ αυτά τα μέρη πριν το διωγμό.
Τον Ιούλιο στη γιορτή της Αγ. Παρασκευής, ένα βράδυ γιόρτασε με τη χαρά και τα τραγούδια αγαπημένων φίλων σ’ ένα ορεινό χωριό.
Και τα βράδια του Αυγούστου χάζευε την Πανσέληνο που έβγαινε πανηγυρικά και ολόλαμπρα μεσ’ απ’ το κάστρο του χωριού της, ενώ κάτω στο λιμάνι τα κατάρτια των καραβιών χόρευαν στο βηματισμό των κυμάτων του μελτεμιού.
Το γλυκύτατο Σεπτέμβρη απήλαυσε την ησυχία, και το διάφανο. Καθαρά χρώματα των οριζόντων και το μεγάλο φεγγάρι που έκανε ασημί τη θάλασσα μπρος στο παράθυρό της.
Έκλεισε τα μάτια ώρα πολλή. Κι ύστερα αποκοιμήθηκε. Ας έκανε τώρα την επέλασή του ο Χρόνος...

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey