Όταν η νύχτα στάζει γλύκα και σε καλεί να κάτσεις μαζί της έξω κι έχεις απέναντι ένα φεγγάρι να σου χαμογελά ανάμεσα απ’ τα φύλλα της λεύκας, μ’ εκείνο το ιδιαίτερο τραγούδισμα τ’ ανέμου στ’ αυτιά σου, πώς να τη νανουρίσεις… να τη γλυκάνεις κι άλλο;
Όταν η νύχτα στάζει γλύκα και σε καλεί να κάτσεις μαζί της έξω κι έχεις απέναντι ένα φεγγάρι να σου χαμογελά ανάμεσα απ’ τα φύλλα της λεύκας, μ’ εκείνο το ιδιαίτερο τραγούδισμα τ’ ανέμου στ’ αυτιά σου, πώς να τη νανουρίσεις… να τη γλυκάνεις κι άλλο; Κι ενώ θέλεις να κρατήσεις σφαλιστά τα παραθύρια της μνήμης σου, να γεύεσαι τούτη τη γλύκα, εκείνη επιμένει να τ’ ανοίγει και να κάνει στις θύμησες σινιάλο. Κι αυτές, ίδιες λευκά πανιά, ταξιδεύουν τους λογισμούς σου... Πώς ν’ αντισταθείς και πώς να ξεμπλέξεις απ’ τ’ αμήχανα «ποδίσματα» που θέλεις να βάλεις βραδιάτικα. Κι όσο εσύ αντιστέκεσαι, τόσο τούτη η κυρά επιμένει, έρχεται να δώσει λόγο, να πας ένα βήμα παρακάτω. Κι έχει τον τρόπο της, να πάρει η ευχή! Τον έχει…
Έχω καθίσει στην γωνία εκείνη που από γύρω σωπαίνει ο κόσμος… Και το ξημέρωμα αργούσε. Κι ενώ η γλύκα της νύχτας έχει κυριεύσει το είναι μου, κάτι χαμένες σελίδες απ’ τα ημερολόγια της ζωής μου περνάν σαν ταινία από μπροστά μου και δεν αραδιάζουν μόνο λέξεις μα… και εικόνες. Όχι πως δεν τις λαχταρώ αλλά να, μόνο τα όμορφα θέλω ν’ αναπολήσω απόψε, γιατί πώς θα ‘βρει χώρο η καρδιά να τα χωρέσει όλα. Απλώνω το χέρι μου να τα ξεφυλλίσω, να ξεχωρίσω τις αναμνήσεις της χαράς και της αγάπης. Τις άλλες τις σπρώχνω στην άκρη, τις προσπερνάω… κρατάω όσες αξίζουν. Φτάνει πια δεν αντέχω τόσες εντάσεις - ιδίως στο συναίσθημα - οι εντάσεις αυτές είναι και άγκυρα και κουπί. Τις αποφεύγω, αρκετό τράβηξα.
Μα καθώς προσπαθώ να ξεδιαλύνω αυτά που θέλω, καθώς «αρμενίζω», κάτι κλειστά φακελάκια ξεπετάγονται επιμένοντας να διασπάσουν την προσοχή μου. Φαίνονται σα να έχουν χρόνια εκεί παρατημένα μ’ ένα σωρό λέξεις που ξεπετάγονται από μέσα, χοροπηδάνε, πηγαινοέρχονται αμήχανα σαν κουρδισμένες, αιωρούνται στο κενό, ανταλλάσουν χειραψίες μεταξύ τους. Ψάχνουν να βρουν το ταίρι τους, να ενωθούν να κάνουν προτάσεις. Να γίνουν λόγος! Λέξεις που μοιάζουν άλλες να γελάν κι άλλες να κλαίνε. Μα, αναρωτιέται κανείς, έχουν ψυχή, έχουν καρδιά οι λέξεις για να ‘χουν χαρά ή λύπη; Όχι. Είναι οι άνθρωποι, νομίζω, που καθώς τις προφέρουν αφήνουν τη λύπη ή τη χαρά που νιώθουν να κυλήσει στα στήθη τους κι έτσι εκείνες αποκτούν τη δική τους μαγεία. Έτσι είναι.
Να όμως, που μια μικρή, πολύ μικρή, πάνω στο χοροπήδημα, έμεινε μ’ ένα γράμμα, ένα κομμένο «σ» και καθώς στριφογύρναγε ήρθε και κόλλησε σε μια άλλη, μόνη κι όμορφη, κι έγινε ομορφότερη, έγινε ένα «σ’ αγαπώ»! Και τότε ξεπετάχτηκαν κι άλλα ίδια, μια στοίβα «σ’ αγαπώ», που μου φάνηκαν λυπημένα... παραπονιάρικα. Θέλησα να τα πάρω στα χέρια μου, να τα νταντέψω, να μαντέψω γιατί είχαν αυτή τη μελαγχολία. Κι όλα έπεσαν επάνω μου ζητώντας μου εξήγηση. Ευκαιρία βρήκαν, βλέπεις, να πάρουν εκδίκηση. Ήταν τα ξεχασμένα «σ’ αγαπώ», τ’ ανείπωτα, τα δίχως παραλήπτη… Αυτά που παραμέλησα, που δεν ειπώθηκαν, δε δόθηκαν, δεν εκφράστηκαν ποτέ, αλλά και δεν ξεθώριασαν στο χρόνο. Υπήρχαν εκεί… και τώρα βάλθηκαν να με παιδεύουν. Νιώθω μια ενοχή απέναντί τους…
Πόση αγάπη τεμπελιάζει, αλήθεια, στην καρδιά μας; Απεριόριστη! Κι όμως, υπάρχει για να ξοδεύεται, να φτάνει εκεί που ξέρει, εκεί που είναι να πάει. Χρειάζεται ναι, να ειπωθεί και με λέξεις, η αγάπη, ν’ ανηφορίσει λίγο προς τα χείλη. Τι στο καλό, μια στάλα απόσταση είναι… Μα κάπου μποδίζει… Κάπου «σκαλώνει». Κι έμειναν εκεί μέσα βαθιά μας τ’ ανείπωτα τα «σ’ αγαπώ» και περίμεναν… Αυτά που δειλιάσαμε, κάποια στιγμή, να πούμε στους άλλους. Στους γονείς, στους συγγενείς, στους φίλους… στους έρωτες!