Συγχωνεύσεις-καταργήσεις σχολείων

01/07/2012 - 05:56
Η επιχειρούμενη τον τελευταίο καιρό χωροταξική αναδιάταξη στο χάρτη των σχολικών μονάδων της χώρας με συγχωνεύσεις και συνακόλουθα καταργήσεις σχολείων ήταν πολύ φυσικό να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις από όλα τα εμπλεκόμενα στην εκπαιδευτική διαδικασία μέρη.
Η επιχειρούμενη τον τελευταίο καιρό χωροταξική αναδιάταξη στο χάρτη των σχολικών μονάδων της χώρας με συγχωνεύσεις και συνακόλουθα καταργήσεις σχολείων ήταν πολύ φυσικό να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις από όλα τα εμπλεκόμενα στην εκπαιδευτική διαδικασία μέρη.
Αναμφίβολα, ο δημογραφικός μαρασμός της χώρας, τις τελευταίες ιδιαίτερα δεκαετίες, η οποία αιμοδοτείται πλέον πληθυσμιακά από τους οικονομικούς μετανάστες, είχε ως άμεσο αποτέλεσμα να μειωθεί δραματικά ο αριθμός των μαθητών σε πολλά σχολεία της χώρας, πολλά από τα οποία ιδρύθηκαν την τελευταία 30ετία (κυρίως σχολεία Μ.Ε.), και σε πολλά άλλα επίσης που μετρούν πάνω από ένα αιώνα ζωή.
Η Πολιτεία πριν μόλις λίγα χρόνια δεν ήταν καθόλου φειδωλή στην ίδρυση σχολείων κάθε βαθμίδας (σχετικός νόμος υπαγόρευε τη διχοτόμηση κάθε σχολικής μονάδας Μ.Ε. που υπερέβαινε τους 400 μαθητές) ως συνέπεια μιας πρόσκαιρης δημογραφικής έκρηξης που παρατηρήθηκε κυρίως στα αστικά κέντρα της χώρας τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Τώρα, όμως, αρχίζει τις περικοπές με τις συγχωνεύσεις και καταργήσεις σχολείων με τη βιάση που επιβάλλει το μνημόνιο για όσο το δυνατόν μικρότερες δαπάνες και λιγότερους υπάλληλους στο δημόσιο τομέα και, ενδεχομένως, με τη σπουδή μιας ενοχής του προγενέστερου λάθους, της αφειδώλευτης δηλαδή ίδρυσης σχολείων κυρίως Μ.Ε., όχι τόσο για την κάλυψη πραγματικών αναγκών, αλλά για την ικανοποίηση τοπικών αιτημάτων.

Ασφαλώς η Πολιτεία θα ήταν πιο ειλικρινής αν, πέραν των παιδαγωγικών και λειτουργικών λόγων που επικαλείται για τις συγχωνεύσεις, παραδεχόταν επιπλέον ότι για λόγους περιστολής των δημοσίων εξόδων είναι ανάγκη να περικοπούν και οι διορισμοί διδακτικού προσωπικού κάθε βαθμίδας. Από κει και πέρα είναι εύλογες - και όχι πάντοτε δικαιολογημένες - οι αντιδράσεις των γονέων, που επικαλούνται και αυτοί λόγους παιδαγωγικούς και λειτουργικούς. Και βέβαια, οι αντιδράσεις αυτές, πέραν των επικαλούμενων λόγων, φορτίζονται ιδιαίτερα έντονα μέσα στην κρατούσα ζοφερή πραγματικότητα που βιώνει τους τελευταίους μήνες ο τόπος.
Η διαπίστωση, όμως, αυτή σε καμμιά περίπτωση δεν εμποδίζει - και ούτε πρέπει να εμποδίζει, στο όνομα μιας γενικότερης αμφισβήτησης και συνακόλουθης αντίδρασης στις επιλογές της οικονομικής πολιτικής που μας επιβάλλει το λεγόμενο μνημόνιο - μια νηφαλιότερη προσέγγιση του προβλήματος, χωρίς τους αφορισμούς και τη νοοτροπία του όποιου κεκτημένου, που εντελώς αυθαίρετα ταυτίστηκε στον τόπο αυτόν με δικαίωμα καθοσιωμένο.
Η κατάργηση σχολείων, και δη στοιχειώδους εκπαίδευσης, δεν είναι φαινόμενο καινοφανές στην ελληνική πραγματικότητα, από τη στιγμή που η ερήμωση της ελληνικής υπαίθρου, ήδη από τις μεταπολεμικές δεκαετίες του 20ού αιώνα, άδειασε κυριολεκτικά εκατοντάδες σχολεία που λειτουργούσαν στα χωριά μας σε πλήρη ακμή από την εποχή της Τουρκοκρατίας, τότε που τα ίδρυσαν των Ελλήνων οι Κοινότητες. Επομένως, αν νομοτελειακά θα καταργηθούν και άλλα, είτε στην ύπαιθρο είτε στα αστικά κέντρα (και κυρίως συστεγαζόμενα) για τους ίδιους με τους παραπάνω λόγους, ουδείς ψόγος και εις μάτην οι αντιδράσεις και οι φωνασκίες. Και είναι τουλάχιστον αστείος ο ισχυρισμός ότι, όταν κλείνει ένα σχολείο, το χωριό οδηγείται στο μαρασμό. Αλλού ας ψάξουν να βρουν τις αιτίες…

Η κατάργηση πάλι σχολείων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και ιδιαίτερα αυτών που ιδρύθηκαν όχι για να ικανοποιήσουν πραγματικές ανάγκες μιας περιοχής, αλλά υπήρξαν αποτέλεσμα πιέσεων τοπικών ισχυρών παραγόντων ή κομματαρχών, και πάντοτε στο πλαίσιο του επάρατου πελατειακού πολιτικού μας συστήματος, προκειμένου να ικανοποιηθεί ο αυτάρεσκος επαρχιώτικος τοπικισμός μας, δεν έχει να επιδείξει πειστική υπέρ του αντιθέτου επιχειρηματολογία, διότι τα περισσότερα από αυτά υπήρξαν από την ίδρυσή τους θνησιγενή, καθώς σε λίγα χρόνια είναι βέβαιο ότι δε θα έχουν μαθητές.
Σίγουρα δεν είναι και τόσο ευχάριστο μαθητές, και μάλιστα μικρών ηλικιών, να μετακινούνται βρέξει - χιονίσει σε άλλο χωριό ή σε σχολειό μακριά από τη συνοικία τους και σε άλλο, λιγότερο οικείο περιβάλλον. Ανάλογη ανασφάλεια νιώθουν και οι γονείς τους, που εκτός των άλλων δε θα έχουν πλέον την άνεση να επικοινωνούν συχνά με το δάσκαλο και από κοντά να ενημερώνονται και να συζητούν για τη διαγωγή και την επίδοση των παιδιών τους. Εξάλλου, ανέκαθεν η τοπική κοινωνία ήθελε η άποψή της να λαμβάνεται υπόψη από το σχολείο σε ό,τι αφορά την αγωγή και την πρόοδο των παιδιών της και είναι εμφανής η διακριτική εν πολλοίς πίεση που πάντοτε ασκεί στον εκπαιδευτικό. Τέτοιες δυνατότητες, βέβαια, θα στερηθούν οι γονείς των φιλοξενούμενων παιδιών.

Ωστόσο, και η λειτουργία σχολείων στην πρωτοβάθμια με ελάχιστους μαθητές και τάξεις με δύο - τρία παιδιά, και στη χειρότερη περίπτωση με μαθητές διαφορετικών τάξεων (π.χ. έναν της Α΄ και έναν άλλο της Στ΄), και στη δευτεροβάθμια με τάξεις με μονοψήφια νούμερα μαθητών είναι εξ ορισμού αντιπαιδαγωγική και προπάντων αντιπαραγωγική μαθησιακά (και αναμφίβολα ζημιογόνος για το κράτος). Σε μια τάξη με πολλούς μαθητές - και εννοώ στα λογικά πλαίσια και όχι σε κείνες τις τερατώδεις των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών τάξεις με τους 80 μαθητές - η διδασκαλία γίνεται πιο λειτουργική και αποδοτική για μαθητή και διδάσκοντα. Για το μαθητή, διότι λειτουργεί σε συνθήκες σύγκρισης και άμιλλας που του δίνουν κίνητρα για μεγαλύτερη προσπάθεια και όχι μαράζωμα και ήσσονα προσπάθεια. Για τον εκπαιδευτικό, διότι βελτιώνει διαρκώς το επίπεδο διδασκαλίας, όχι μόνο χάρη στην ανταπόκριση των αμιλλώμενων μαθητών του και στη βελτίωση των επιδόσεών τους, αλλά και στη συνεργασία και άμιλλα με περισσότερους πλέον συναδέλφους, και έτσι δεν αποτελματώνει το διδακτικό του έργο μέσα στη ρουτίνα της μοναξιάς και μιας σχεδόν εξατομικευμένης διδασκαλίας. Χώρια που στα μονοθέσια σχολεία και σε εκείνα των δυσπρόσιτων περιοχών, που διατηρούνται εξ ανάγκης, το διδακτικό προσωπικό αλλάζει τακτικότατα κάθε χρόνο, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τα παιδιά.
Υπάρχει, όμως, και ο εύλογος αντίλογος, αυτός που προέρχεται από τους εκπαιδευτικούς. Αυτή η συρρίκνωση του αριθμού των σχολείων της χώρας είναι σίγουρο ότι θα επιδεινώσει το ήδη ασφυκτικό πρόβλημα της ανεργίας για δεκάδες χιλιάδες πτυχιούχους εκπαιδευτικούς μέσης και στοιχειώδους εκπαίδευσης. Εκτός κι αν έχουν την τύχη κάποιοι ελάχιστοι να περάσουν την τρύπα της βελόνας των τραγελαφικών εξετάσεων του ΑΣΕΠ του κ. Αρσένη, στο οποίο σημειωτέον βαθμολογούν υπερήλικες απόστρατοι εκπαιδευτικοί!

Και φυσικά για την υπεραριθμία αυτή ευθύνονται όλες οι κυβερνήσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου, οι οποίες για να αποφύγουν το πολιτικό κόστος από τη δυσαρέσκεια του Έλληνα γονέα που έβλεπε το παιδί του να αποτυγχάνει στις εισαγωγικές εξετάσεις στα ΑΕΙ και το απέδιδε, όπως το συνήθιζε πάντοτε, στο άδικο σύστημα εισαγωγής και, συνακόλουθα, στην εκάστοτε κυβέρνηση, ίδρυσαν δεκάδες σχολές (οι περισσότερες από τις οποίες σήμερα υπολειτουργούν και προσφέρουν πλέον πτυχία… ανεργίας), μεταξύ των οποίων και αυτές για εκπαιδευτικούς κάθε βαθμίδας και ειδικότητας. Για τους απόφοιτους,, πάλι των παιδαγωγικών σχολών, το ολοήμερο σχολείο, ενώ προσέφερε για μια τουλάχιστο δεκαετία απλόχερα επαγγελματική διέξοδο, τώρα κι εδώ κλείνουν σιγά-σιγά οι στρόφιγγες των διορισμών και το φάσμα της ανεργίας ανοίγεται και γι’ αυτούς.
Επομένως δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα σε τούτο το ζήτημα που ανέκυψε και θα το έχουμε μπροστά μας για κάμποσο καιρό ακόμα. Όποιες και να ‘ναι, όμως, οι λύσεις είναι δύσκολες και κάποιοι πάλι, και μάλιστα νέοι, θα την πληρώσουν με το βαρύ τίμημα της ανεργίας, διότι πίστεψαν στις υποσχέσεις για ένα καλύτερο μέλλον και επένδυσαν σε σχεδιασμούς της πολιτικής ηγεσίας πρόχειρους και όχι μακρόπνοους, για πρόσκαιρα και μόνο πολιτικά οφέλη. Εν πάση περιπτώσει, όμως, απαιτούνται λύσεις που τις επιτάσσει αδήριτα μια πραγματικότητα, για τις οποίες αμφιβάλλω αν μέσα στο κλίμα των ημερών θα υπάρξει συνεννόηση από όσους εμπλέκονται.
Και καταλήγω με τούτο: Έγιναν τόσα λάθη στο παρελθόν στις πολιτικές που εφαρμόστηκαν - κι όχι μόνο στον τομέα της Παιδείας μας -, που τώρα είναι επιτακτική η ανάγκη να διορθωθούν τα κακώς κείμενα, και όχι μόνο κατά τους ορισμούς του Μνημονίου, αλλά και του κοινού νου που όλοι σχεδόν τον απεμπολούσαμε για πολλά χρόνια, γιατί μας βόλευε παντοιοτρόπως, έστω κι αν δεν τα… φάγαμε όλοι…

Γιάννης Μανούκας

Νέα Σμύρνη, 14 Απριλίου 2011

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey