Πόσο μας λείπουν κάποιοι άνθρωποι…

01/07/2012 - 05:56
Το καμαράκι του ήταν μια σταλιά. Τα βιβλία και τα χαρτιά που ήταν στοιβαγμένα παντού, το έκαναν να φαντάζει ακόμα μικρότερο. Σα νύχτωνε, είχε το συνήθειο να χώνεται στην αγκαλιά μιας παλιάς πολυθρόνας, πολλών χρόνων απομεινάρι, πότε για να χαθεί στην αδυσώπητη θύελλα των αναμνήσεων και πότε για να βρει γαλήνη στο διάβασμα.
Πόσο μας πονάνε οι τόποι μας, όταν επιστρέφουμε
και βλέπουμε πως τίποτε δεν παρέμεινε ίδιο.
Ούτε οι άνθρωποι…


Το καμαράκι του ήταν μια σταλιά. Τα βιβλία και τα χαρτιά που ήταν στοιβαγμένα παντού, το έκαναν να φαντάζει ακόμα μικρότερο. Σα νύχτωνε, είχε το συνήθειο να χώνεται στην αγκαλιά μιας παλιάς πολυθρόνας, πολλών χρόνων απομεινάρι, πότε για να χαθεί στην αδυσώπητη θύελλα των αναμνήσεων και πότε για να βρει γαλήνη στο διάβασμα. Σ’ αυτή την αγαπημένη του γωνιά, δίπλα απ’ το ράφι με τα βιβλία και λίγο πιο πέρα απ’ το παράθυρο, απ’ όπου μπορούσε να ελέγχει όλο το μόλο, καθόταν και διάβαζε σιωπηλός με τις ώρες. Τα βιβλία ήταν και παρέμειναν η αγαπημένη του συντροφιά. Στο γραφτό και στο σιγανό γύρισμα των σελίδων ήταν όλη του η απόλαυση. Άλλες φορές πάλι του άρεσε ν’ ανοίγει το ραδιόφωνο και να ψάχνει στα βραχέα τον ένα σταθμό μετά τον άλλο, ακούγοντας, μες στα παράσιτα, ειδήσεις και τραγούδια απ’ τα μέρη του. Την Κούβα της νεανικής του μνήμης και της αγιάτρευτης νοσταλγίας του. Έβαζε, τότε, λίγο ρούμι στο ποτήρι του, άναβε κι ένα πούρο… για να συμπληρώνει τις στιγμές…
Τιμωρία δεν είναι να θυμάσαι, τιμωρία είναι να ξεχνάς αυτό που αγάπησες… Και η Κούβα με τον καιρό είχε μείνει μόνο σαν ανάμνηση, ούτε σα νοσταλγία, αφού δεν μπορούσε να την ξαναδεί. Να όμως που, ύστερα από τόσα χρόνια, με κάποια ειδική άδεια κατάφερε να πάει για ένα μήνα μήπως και βρει εκεί δικούς του ανθρώπους. Ήταν τέτοια η συγκίνησή του πριν φύγει, που λίγο έλειψε να μην το κάνει. Τον παρότρυνα επίμονα και την τελευταία στιγμή το αποφάσισε. Μιλάω για το Χοσέ Φερνάντο, εκείνον τον Κουβανό νυχτοφύλακα της μαρίνας.
Με το που επέστρεψε από το ταξίδι, πήγα να τον δω για να μάθω τα νέα και τις εντυπώσεις του απ’ το νησί. Μόλις με είδε, έκλεισε το βιβλίο που διάβαζε, πήρε το μπουκάλι με το ρούμι, έβαλε δυο ποτήρια σ’ ένα δίσκο, μ’ έπιασε απ’ το χέρι και βγήκαμε έξω. Εκείνος κάθισε στην πλεκτή του αιώρα κι εγώ σε μια ξύλινη καρέκλα απ’ όπου αγναντεύαμε τη θάλασσα. Άνοιξε την ταμπακέρα του, πήρε ένα πούρο, το άναψε και την έσπρωξε ανοιχτή μπροστά μου. Έπιασα κι εγώ ένα κι έκανα να τ’ ανάψω, εγώ που ούτε τσιγάρο δεν είχα βάλει στο στόμα μου. Και το ήξερε. Γύρισε και με κοίταξε με μια γκριμάτσα που έκανε τις ρυτίδες στο πρόσωπό του να φαίνονται ακόμη πιο βαθιές. Γέμισε τα δυο ποτήρια, τσουγκρίσαμε κι ύστερα έγειρε στην αιώρα κι αναστέναξε με παράπονο…
«Τίποτα δεν ήταν όπως τότε. Να ’ξερες πόσο έχει αλλάξει η πόλη με τα χρόνια, πόσο λίγο έμοιαζε με την Αβάνα που άφησα και θυμόμουν. Χαλάσματα και ερείπια παντού. Το δολλάριο είναι το μόνο νόμισμα που γίνεται δεκτό στα περισσότερα μέρη. Στους δρόμους, όλο και πιο πολύ, συναντάς ωραία κορίτσια, συνοδούς για τουρίστες. Και το χειρότερο είναι πως… τα εκδίδουν ακόμα και τα ίδια τους τ’ αδέλφια. Αυτό μου φάνηκε πως είναι ένα από τα πράγματα που έχει κάνει το ρολόι της Κούβας να γυρίζει πίσω. Αυτή, νομίζω, είναι η χειρότερη κληρονομιά της Κουβανέζικης Επανάστασης - η διάλυση των οικογενειών. Έβλεπα τις κοπέλες να κρατάνε αγκαζέ κάτι ηλικιωμένους τουρίστες κι αναρωτιόμουν αν όλοι αυτοί εξέφραζαν τη συμπάθειά τους για την επανάσταση καθώς γεύονταν τους καρπούς που τόσο καλά άλλοτε καλλιεργούσε ο δικτάτορας Μπατίστα…»
Δεν ξέρω πώς έτσι ξαφνικά μου ’ρθε, στο νου, ύστερα από τόσα χρόνια, αυτός ο φίλος και τα λόγια του… Καλή του ώρα, όπου κι αν βρίσκεται… αν βρίσκεται ακόμα. Όμως μου λείπει… μου λείπουν οι ιστορίες του, μου λείπουν τα κομμάτια σοφίας που μου χάριζε.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey