Λίγα απ' όλα

19/04/2018 - 19:16 Ενημερώθηκε 11/10/2018 - 14:31

Η επόμενη ημέρα

Εκείνο το βράδυ τίποτα δεν προμηνούσε αυτό που επρόκειτο να συμβεί την επόμενη ημέρα. Βέβαια από καιρό πριν το πολιτικό βαρόμετρο στη χώρα ήταν ενισχυμένο και στην ατμόσφαιρα, διάχυτη η ανησυχία των πολιτών. Αλλά όλα αυτά διαλύθηκαν κάπως όταν συναντήθηκαν οι αρχηγοί των δύο μεγάλων κομμάτων και ο βασιλιάς υποχρεώθηκε εκ των πραγμάτων, να προκηρύξει σύντομα εθνικές εκλογές.

Όμως το χαμηλό πολιτικό βαρομετρικό έφτανε ξεθυμασμένο στο μικρό χωριουδάκι της Κορινθίας, όπου υπηρετούσε νεαρός δάσκαλος τον Απρίλιο του 1967.

Εκείνο το βράδυ, όπως και τα περισσότερα, το πέρασε στο μοναδικό καφενείο του χωριού, παρέα με τους φίλους του. Συχνά-πυκνά έβρισκαν αφορμές να συναντώνται και να διασκεδάζουν, όταν κάποιος της παρέας πρόσφερε το μεζέ ή το κρασί.

Νυχτερινός επισκέπτης

Ο Σπύρος εκτός από καφετζής, μπακάλης, μεταφορέας, ασκούσε επιτυχώς και το επάγγελμα του χασάπη.

Δύο φορές την εβδομάδα, έπρεπε να σφάξει βετούλι, κατσίκα, προβατίνα, για τις ανάγκες του χωριού.

Το σφαγείο υπαίθριο κάτω από μια μουριά δίπλα στο καφενείο.

Το μοσχαρίσιο και χοιρινό δεν το προτιμούσαν οι χωριανοί, ούτε μπορούσες να το βρεις στο χωριό. Στην αρχή ο δάσκαλος ήταν αρνητικός στις προσκλήσεις των νεαρών του χωριού, διότι στον τόπο του αυτό το είδος κρέατος δεν το έβαζαν στο σπίτι τους.

Με τον καιρό «έβαλε νερό στο κρασί του» γιατί η μοναξιά ήταν αβάσταχτη και δεν ήθελε να θεωρηθεί ακατάδεχτος από τους συνομηλίκους του. Έτσι, εκείνο το βράδυ 20 Απριλίου του 1967 η διευρυμένη παρέα με δύο συκωταριές στο τηγάνι, άφθονο σπιτίσιο κρασί και ψωμί, διασκέδασε μέχρι αργά τη νύχτα.

Θα ήταν κοντά μεσάνυχτα όταν αποφάσισαν να το διαλύσουν και καθένας τράβηξε για το σπίτι του.

Ο δάσκαλος είχε εγκατασταθεί στο σχολείο που διέθετε ειδικό κατάλυμα με όλα τα στοιχειώδη. Το διδακτήριο βρισκόταν λίγο μακριά από τα τελευταία σπίτια του χωριού, η αυλή ήταν χωρίς μαντρότοιχο και η τουαλέτα ανεξάρτητη απ’ το κυρίως κτίριο.

Έπεσε αμέσως να κοιμηθεί γιατί το κρασί τον είχε ζαλίσει. Δεν θα ‘χαν περάσει ούτε δέκα λεπτά όταν του φάνηκε ότι κάποιος ανέβηκε σιγά-σιγά τα σκαλιά της εξώπορτας και σταμάτησε στο πλατύσκαλο.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι, πλησίασε τη εξώθυρα ακροπατώντας και ρώτησε «ποιός είναι». Με γρήγορα βήματα ο νυχτερινός επισκέπτης απομακρύνθηκε. Δεν τόλμησε ν’ ανοίξει την πόρτα γιατί ο φόβος διαπέρασε το μυαλό του και το οινόπνευμα ευθύς διαλύθηκε!

Ξανάπεσε στο κρεβάτι υποψιασμένος.

Σε λίγο τα βήματα ακούστηκαν στη σκάλα, αυτή τη φορά διακριτικά...

Χωρίς να σηκωθεί από το κρεβάτι ξαναφώναξε δυνατά «ποιός είναι»;

Ο απρόσκλητος επισκέπτης απομακρύνθηκε βιαστικά μέσα στη νύχτα.

Τότε σηκώθηκε αθόρυβα από το κρεβάτι άνοιξε τη βαλίτσα του έβγαλε ένα «ενθύμιο» από το στρατό και με το θάρρος που του έδινε η υπεροχή του οπλισμένου, ταμπουρώθηκε πίσω από την εξώθυρα.

Σε λίγο τα γνωστά βήματα ακούστηκαν ν’ ανεβαίνουν τη σκάλα αργά αλλά σταθερά. Στάθηκε! Αστραπιαία ανοίγει την πόρτα και ετοιμάστηκε ν’ αντιμετωπίσει τον άγνωστο εισβολέα...

Έμεινε ακίνητος με το χέρι μετέωρο και το στόμα ανοιχτό!

Ο νυχτερινός εισβολέας ήταν ένα άσπρο κατσικάκι με διάσπαρτες καφέ βούλες!

Κάποιος χωρικός είχε δέσει την κατσίκα του στην αυλή του σχολείου να βοσκήσει και το μικρό κατσικάκι έκανε τις νυχτερινές του ασκήσεις!

Ο επόμενος επισκέπτης κρατούσε όπλο!

Επέστρεψε στο κρεβάτι και έπεσε να κοιμηθεί. Από την υπερένταση άργησε να τον πάρει ο ύπνος, θα ‘χαν περάσει κανα δυο ώρες, όταν μες στο βαθύ ύπνο του φάνηκε πως κάποιος χτυπούσε διακριτικά την εξώθυρα. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία και εξακολούθησε να λαγοκοιμάται.

Τώρα τα χτυπήματα από διακριτικά έγιναν έντονα.

Σηκώθηκε και πλησίασε.

- «Άνοιξε την πόρτα χωρίς ν’ ανάψεις το φως».

Γνώρισε τη φωνή του φίλου με τον οποίο αντάλλασε βιβλία και έκανε ελεύθερες κουβέντες...

Ανοίγει την πόρτα και αντικρίζει έναν Ηλία οπλισμένο με αυτόματο και τα ευγενικά χαρακτηριστικά παραμορφωμένα.

- «Έγινε δικτατορία και ήρθαμε να συλλάβουμε τον κυρ Κώστα. Το τζιπ είναι σταθμευμένο παρακάτω να μη δίνουμε στόχο».

Τα ‘χε χαμένα! Κοίταζε το φίλο χωροφύλακα και δεν μπορούσε ν’ αρθρώσει λέξη.

- «Πάρε αυτό το χαρτοκούτι και βάλε μέσα τα βιβλία του Καζαντζάκη, του Λουντέμη, του Βάρναλη και όλα τα άλλα που ξέρεις... Βάλε και τους δίσκους του Θοδωράκη».

Άρχισε να εκτελεί άβουλα τις εντολές του φίλου σαν υπνωτισμένος.

Αφού τελείωσε στάθηκε και τον κοίταζε χωρίς να μιλά.

- «Τώρα δώσ’ μου και το «Απομεινάρι του στρατού». Θα το φυλάξεις και θα σου το επιστρέψω όταν ηρεμήσουν τα πράγματα».

Στο άκουσμα του «ενθυμίου» χλώμιασε. Καλά τα βιβλία και οι δίσκοι ήταν εκτεθειμένα στη βιβλιοθήκη και τα έβλεπε όποιος έμπαινε στο γραφείο του σχολείου. Το «ενθύμιο» όμως δεν το ήξερε κανείς στο χωριό, ούτε ο ίδιος και ας ήταν φίλος.

Άνοιξε τη βαλίτσα έβγαλε το «ενθύμιο» και το απόθεσε στο χαρτοκούτι, πάνω στα βιβλία.

- «Όχι εκεί, δώσ’ μου το».

Το πήρε και το έβαλε στην τσέπη.

- «Τώρα άκουσέ με προσεκτικά. Άνοιξε ρο ραδιόφωνο να ενημερώνεσαι. Μην εμπιστεύεσαι κανέναν. Σε έχουν καταγγείλει στο Σταθμό ότι είσαι οπαδός του Ανδρέα Παπανδρέου και διαβάζεις την εφημερίδα «Τα Νέα». Μη φοβάσαι. Να μην μάθει κανείς ότι πέρασα από το σχολείο».

Πήρε υπό μάλης το χαρτοκούτι και χάθηκε μέσα στη νύχτα.

Έκλεισε την πόρτα και έτρεξε στο ραδιόφωνο. Μετέδιδε εμβατήρια. Είχε ξημερώσει η επόμενη ημέρα 21η Απριλίου 1967.

Εντωμεταξύ το μικρό χωριό αναστατώθηκε, τα σκυλιά χαλούσαν τον κόσμο απ’ τα γαβγίσματα, τα φώτα στα σπίτια άναβαν ο κόσμος ξυπνούσε τρομαγμένος.

Σηκώθηκε, ντύθηκε γρήγορα, ήπιε δύο διπλά κονιάκ να συνέλθει και να ηρεμήσει το σώμα από τους σπασμούς.

Από τον τρόμο και το πρωινό κρύο το σώμα του τρανταζόταν.

Έριξε πάνω του ένα χοντρό αμπέχονο και βγήκε.

Στο δρόμο προς το καφενείο συνάντησε τον Πρόεδρο της Κοινότητας που ερχόταν στο σχολείο.

- «Έχουμε πραξικόπημα δάσκαλε από το στρατό, συνέλαβαν τον κυρ Κώστα. Ήρθε ο Ηλίας ο φίλος σου μ’ έναν ακόμα χωροφύλακα, Τους είδες;».

Έκανε τον ανήξερο δεν έδωσε απάντηση γιατί εκτιμούσε τον Πρόεδρο και δεν ήθελε να του πει ψέματα. Το καφενείο γεμάτο από άνδρες, άκουγαν ραδιόφωνο και έπιναν καφέδες και κονιάκ.

- «Καλώς τις αρχές» τους υποδέχτηκε ο καφετζής και έβαλε μπροστά τους δυο ποτήρια κονιάκ.

Έριξε μια ματιά στους θαμώνες. Πρόσωπα σκαμμένα απ’ τη βιοπάλη, ξαγρυπνισμένα. Διέκρινε έναν αόρατο φόβο να πλανιέται. Οι νεώτεροι ζούσαμε για πρώτη φορά παρόμοιες καταστάσεις και δεν μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς άλλαζε.

Κάθε φορά που το ραδιόφωνο διέκοπτε τα εμβατήρια για να μεταδώσει ανακοινώσεις της «Επαναστατικής Κυβερνήσεως» νεκρική σιγή απλωνόταν στους θαμώνες του καφενείου. Όταν τελείωναν οι ανακοινώσεις, άρχιζε πάλι η οχλοβοή. Άκουγες ό, τι ήθελες:

- «Ο βασιλιάς έκανε την επανάσταση με τους στρατηγούς».

- «Όχι ρε οι συνταγματάρχες με τους μικρούς αξιωματικούς».

- «Έπιασαν τον Παπανδρέου και τον Κανελλόπουλο».

Ο δάσκαλος και ο Πρόεδρος άκουγαν χωρίς να μιλούν, ο καθένας είχε τις δικές του έγνοιες.

Επέστρεψε στο σχολείο, ξάπλωσε όπως ήταν, έβαλε τα χέρια κάτω απ’ το κεφάλι.

Το τηλέφωνο δεν λειτουργούσε, τα σχολεία έκλεισαν, το ραδιόφωνο το χαβά του.

Άρχιζε η επόμενη ημέρα που έμελλε να διαρκέσει πολύ.

 

  1. Η βιωματική μαρτυρία πρωτοδημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2007 στο περιοδικό «Επικοινωνία» το οποίο επιμελείτο ο Γιάννης Αναγνώστου.
  2. Διευκρινίζω ότι κατά την εφτάχρονη δικτατορία δεν ταλαιπωρήθηκα, όπως άλλοι πατριώτες, ούτε διεκδικώ δάφνες αντιστασιακού, όπως λεγεώνες γιαλαντζί αντιστασιακών μετά την δικτατορία!
  3. Το περιστατικό έλαβε χώρα στο χωριό Σοφιανά Κορινθίας και είναι αληθινό σ’ όλες τις λεπτομέρειές του.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey