Λίγα απ’ όλα

08/09/2016 - 14:06

Δικά μας

Είχα γράψει τις τρεις χειρόγραφες σελίδες των σχολίων για τη στήλη μου, είχα γράψει ένα σημείωμα ενημερωτικό για το Μανώλη, διευθυντή του «Εμπρός», και περίμενα την Κυριακή για να τα στείλω με fax. Μετά όμως την απόφαση της κυβέρνησης να χορηγήσει μόνο τέσσερις άδειες πανελλαδικής εμβέλειας για την τηλεόραση, άλλαξα γνώμη και είπα ν’ ασχοληθώ με κάτι επίκαιρο. Τελικά, κατέληξα να καταγράψω το απωθημένο χρόνων, που πάντα ήθελα και πάντα το ανέβαλλα. Κυρίες και κύριοι, σήμερα η στήλη παρουσιάζει ποίηση μιας άλλης εποχής.

 

Μέρες του 1903

του Καβάφη

 

Τα ποιήματα του Καβάφη έχουν μεταφραστεί σε 72 γλώσσες, απολαύστε τον.

«Δεν τα ηύρα πια ξανά -τα τόσο γρήγορα χαμένα...

τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό

το πρόσωπο... στο νύχτωμα του δρόμου...

Δεν τα ηύρα πια -τ’ αποκτηθέντα κατά τύχην όλως,

που έτσι εύκολα παράτησα

και που κατόπι με αγωνία ήθελα.

Τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό το πρόσωπο,

τα χείλη εκείνα δεν τα ηύρα πια».

 

Επήγα

του Καβάφη

 

«Δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα και επήγα

στες απολαύσεις, που μισό πραγματικές,

μισό γυρνάμενες μες το μυαλό μου ήσαν,

επήγα μες στη φωτισμένη νύχτα,

κι ήπια από δυνατά κρασιά καθώς

που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής».

Γνωστές οι ερωτικές προτιμήσεις του Καβάφη.

 

Τι άλλο καλέ μου...

της Μυρτιώτισσας

 

Λέγεται ότι το ποίημα αυτό το έγραψε η Μυρτιώτισσα για το μεγάλο έρωτα της ζωής της, τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη, ο οποίος σκοτώθηκε πολεμώντας στο Δρίσκο της Ηπείρου κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων.

Μετά το θάνατό του κοίταζε τη φωτογραφία του και έγραφε. Απολαύστε το.

 

«Τι άλλο καλέ μου, ζητάς από μένα,

και στέκεις θλιμένος μπροστά στη μορφή μου,

αφού κι η καρδιά μου, αφού κι η ψυχή μου,

-κι ας είσαι νεκρός- πλημμυρούν από Σένα;

 

Τα θεία τραγούδια σου ένα προς ένα

τα ζει κάθε νύχτα η ψάλτρα φωνή μου,

γενήκαν αυτά μοναχή προσευχή μου,

αγνή προσευχή γεννημένη από Σένα!

 

Γιατί με κυττάζεις με μάτια θλιμένα;

Λαμπάδα σου ανάβω την ίδια ψυχή μου,

και μέρα τη μέρα σκορπά κι η ζωή μου

για Σένα, τα ρόδα της τα χλωριασμένα».

Τι άλλο καλέ μου ζητάς από μένα... Ξεχειλίζεις από έρωτα και θλίψη.

 

Ο Μπαταριάς

του Μαλακάση

 

Το ποίημα που ακολουθεί το διάβασε και ανέλυσε ο καθηγητής Θανάσης Τσερνόγλου στην όγδοη τάξη (Γ΄Λυκείου) στο Β΄ Γυμνάσιο Μυτιλήνης, τον καιρό εκείνο...

 

«Ο Μπουκουβάλας ο Μικρός κι ο Κλης του Τσαγγαράκη

κι ο Νίκος του Βρανά,

Σάββατο βράδυ κάποτε, τόριχναν στο μεράκι

στου Βλάχου κουτσοπίνοντας κρυφά.

Κι ως ήσανε αρχοντόπουλα, κι οι τρεις στο κέφι απάνω

στέλναν για τα βιολιά

και μες σε λίγο βλέπανε τον Κατσαρό τον Πάνο

και πίσω το Θανάση Μπαταριά.

Μα στο τραπέζι ως κάθονταν κι άνοιγε η φωνή σου

μεγάλε Μπαταριά,

στο τρίτο κρασοπότηρο πουλιά του παραδείσου

ξυπνούσανε κι αηδόνια στα κλαριά.

Και λίγο λίγο ως γύριζες μες στο τραγούδι -ω θάμα!-

παλληκαριές καημούς,

τ’ αρματωλίκι αν έβαζες και την αγάπη αντάμα

στ’ αστέρια, στο φεγγάρι, στους θεούς.

Κι εκείθε που δεν έφτανε κανένας, κι η ανάσα

πιάνονταν ως κι αυτή,

κι εκείθε αλέγρα παίζοντας, σκαλί, σκαλί, τα μπάσα

κατέβαινε η γαλιάντρα σου η φωνή,

κι όπως ετύχαινε συχνά σε τέτοια γλέντια νάναι

καλοκαιριού χαρά,

κι ο κόσμος έξω, τα νερά κι κάμποι να ευωδάνε

κι όλα μαζί να σπρώχνουν δυνατά.

Και την πιο λίγο ανάθαρρη παρέκει να πατήσει,

ν’ ακούσει και να δει

δεν έμεινε εικοσάχρονη που να μη ξεπορτίσει

και χήρα νια στο δρόμο να μη βγει...».

Είναι μόνο ένα απόσπασμα από το ποίημα. Τα πρόσωπα υπαρκτά. Ο Μπαταριάς έπαιζε λαούτο και τραγουδούσε, ο Κατσαρός βιολί, και κλαρίνο ο τσιγγάνος Σουλεϊμάνης. Ο γλεντζές Μπαταριάς πέθανε στο Μεσολόγγι το 1917.

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey