Τα Χριστούγεννα της Αλκμήνης

21/12/2012 - 15:21

Σαν αχνόφεξε και τούτη την τρανή μέρα ο Θεός, εδώ, πασαλειμμένη πούντρες κι αρώματα, μαριχουάνα, ψημένο καλαμπόκι και «χάμπουργκερ» αποβραδίς ή τούτη την ώρα καμωμένα για τους βιαστικούς που πάνε στη δουλειά να καθαρίσουν μαγαζιά, σκάλες, τζάμια και διαμερίσματα, υπονόμους, γαλαρίες με ποντικοπεράσματα βρομερά κι ουρανοξύστες αστραφτερούς, μια σκιά ξετρύπωσε από ‘να μικρό παστρικό και νοικοκυρεμένο σπιτάκι.

Σαν αχνόφεξε και τούτη την τρανή μέρα ο Θεός, εδώ, ανάκατα αντάρα και βολταϊκά, πασαλειμμένη πούντρες κι αρώματα, μαριχουάνα, ψημένο καλαμπόκι και «χάμπουργκερ» αποβραδίς ή τούτη την ώρα καμωμένα για τους βιαστικούς που πάνε στη δουλειά να καθαρίσουν μαγαζιά, σκάλες, τζάμια και διαμερίσματα, υπονόμους, γαλαρίες με ποντικοπεράσματα βρομερά κι ουρανοξύστες αστραφτερούς, μια σκιά ξετρύπωσε από ‘να μικρό παστρικό και νοικοκυρεμένο σπιτάκι, γλίστρησε ανάμεσα μαυρισμένους σωρούς καμωμένο το λασπωμένο χιόνι, σούρθηκε με κόπο ως το διπλανό τετράγωνο και τρύπωσε στο λεωφορείο.

Άφησε πίσω της, σαν και κάθε πρωινό, τη μυρωδάτη αυτή συνοικία στη μεγαλούπολη του Νέου Κόσμου που ανάθρεψε τους πρώτους Έλληνες μετανάστες σα φτάσανε με όρεξη για δουλειά και όνειρα στριμωγμένα όλα, σ’ ένα και μοναδικό: «Θα μαζώξουμε λεφτά και να γυρίσουμε στην πατρίδα.»

Απόψε δεν πάει η Αλκμήνη στη δουλειά. Αναμοχλεύει τα σύννεφα που βαραίνουν την καρδιά της, βλέπει τη μάνα της στο χωριό να πηγαίνει στον Άγιο Γιάννη πριν φέξει, που, κάλεσμα γιορταστικό, χτύπαγε η καμπάνα του, με λίγα μελομακάρονα στο πιάτο, δώρο για τον παπά, κουράστηκε μαθές τόσες μέρες νηστεία προσευχή και δοξολογίες, και να φωλιάζει στο σκοτεινό στασίδι με τους λιγοστούς πιστούς ολόγυρα. Χαρά μεγάλη να πάει κι η Αλκμήνη μαζί της, να χωθεί πίσω απ’ το φουστάνι της στην αρχή, κι υστερνά, να ξεπροβάλει το κεφαλάκι της ωσάν τα κλωσσόπουλα τα νιόβγαλτα κάτω απ’ τα φτερά της μάνας, και σιγανά, να παίρνει τα θάρρετα και να φανερώνεται, νυσταγμένη μα χαρούμενη, ολόμπροστα, να τη βλέπουν στο μισόφως τα αγιασμένα πρόσωπα σκαρφαλωμένα όλα στο τέμπλο ή στα εικονοστάσια, κι οι γυναίκες απέναντι να της κάνουνε αγάπης αστείες γκριμάτσες και καλέσματα.

Τούτη η πρωινή λειτουργιά και το περπάτημα στο καλντερίμι με το κάτασπρο κι απαλό χιόνι, της έδινε την αίσθηση πως κάπως έτσι θα ‘τανε κι οι Μάγοι σαν πηγαίνανε στη Βηθλεέμ να προσκυνήσουνε το Θείο Βρέφος. Κι έκανε άτσαλα το σταυρό της όταν τη σήκωνε η μαμά της, η κυρά Έλλη, να φιλήσει το εικόνισμα της Γέννησης αψηλά, στους αιθέρες, εκεί που ποτέ δεν το ‘φταναν τα χειλάκια της.

Και να τώρα, κάθε που έρχονται τούτες οι γιορταστικές μέρες, σκεπασμένες με φώτα, πλαστική αγάπη και σερπαντίνες, βιτρίνες πλανητικές και λαμπιόνια αρίθμητα σε σπίτια δρόμους πλατείες κι ουρανό, και κάθε που ξεκινά η σαρακοστή στον κυκεώνα των πειρασμών της σμαρωμένης ασφυχτικά κοινωνίας, ολημερίς να τρέχουν για πιότερα λεφτά, άγχος και τσιφουτιά, η Αλκμήνη κοντράρει των αλλόθρησκων περίγυρα, κρατεί μια χούφτα ελιές και μισή φραντζόλα ψωμί καμωμένη από την ίδια στην κουζίνα της, κι όλη μέρα περνάει με τούτα. Ας τη λοξοκοιτάζουν οι άλλοι, ας την προκαλούν λογιώ λογιώ παραπλανητικά σκευάσματα του διπλανού ταχυμαγερειού. Αυτή, «δε μου χαλάνε εμένα τη νηστεία μου οι άπιστοι», μουρμουρίζει κάθε Χριστούγεννα που έρχονται.

Από τότες που ήρθε, παιδούλα, ως τα σήμερα, που ‘καμε φαμίλια, με παιδιά κι εγγόνια, χρόνους πολλούς, και με το όνειρο του γυρισμού πάντα κρεμασμένο στα χείλη της: «Του χρόνου, πατρίδα!»

Στο τρέμισμα όμως μέσα τούτης της χαράς, ένιωσε να σιγοσβήνουν καταποδιαστοί οι κυματεροί κύκλοι μιας αλλόκοτης ανατριχίλας, σαν πήγε απόψε για ύστατη φορά, χαράματα, ανάμεσα σωρούς καμωμένα τα λασπωμένα χιόνια, με το λεωφορείο της γραμμής, όχι στη δουλειά, μα στης εκκλησιάς τα σκαλοπάτια. Εκεί που απαντέχει, στην παγωνιά, σαν τότε με τη μάνα της, πενήντα χρόνια πίσω, τον παπά να χτυπήσει την καμπάνα, γιορταστικό κάλεσμα δα στο αλατζαδιαστό τούτο ανθρωπομάνι το κοιμισμένο, και ν’ αρχινίσουν οι ψαλμοί.

Κι η σκέψη της φτεροκοπά στην άλλη χρονιά, στην πατρίδα, στο στασίδι το σκοτεινό, εκεί, αντικριστά τα αγιασμένα πρόσωπα στο νεφέλωμα του Άι-Γιαννιού και τις γυναίκες απέναντι να την προσκαλούν κοντά τους.

Μα, αργεί να ‘ρθει, η άλλη χρονιά, και η παράλλη;

Ένας ποταμός, τότες, πλημμυρισμένος αιστήματα, νοσταλγία και δάκρυα κιντύνεψε να την παρασύρει όταν, άξαφνα, όρμησαν τα παιδέγγονα μαζωμένα δίπλα της, την άρπαξαν, άβουλη ως ήταν, κι όλοι μαζί γιόμισαν την μια, μα ζεστή κάμαρη του σπιτιού της με το στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο και τα πολύχρωμα κουτιά, δώρα αγάπης, σκορπισμένα ολούθε.

Τα ‘βλεπε η γιαγιά Αλκμήνη, με μια αγκαλιά εγγόνια, σα μελίσσι βουερό να της δίνουν δανεικούς χυμούς της με τα φιλιά τους, γέλαγε ευτυχισμένη, μα πίσω απ’ το γέλιο, φάνταζε ξεφτισμένη η επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη.

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey